Σε περιπέτειες μπαίνει πριν ακόμα εφαρμοστεί ο νόμος που εισάγει τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των πολιτών, με το αγκάθι να αφορά σε δύο συν μία τροποποιήσεις που επέφερε η Βουλή ύστερα από εισήγηση του βουλευτή της ΕΔΕΚ Κωστή Ευσταθίου. 
 
Το θέμα συζητήθηκε χθες στο Προεδρικό και αποφασίστηκε να ζητηθεί η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα πριν ληφθεί απόφαση για αναπομπή του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ούτως ή άλλως, όπως έγραψε ο «Φ» το περασμένο Σάββατο, ο νόμος δεν μπορεί να δημοσιευτεί, αφού υπάρχει πρόνοια η οποία προβλέπει όπως συσταθεί πρώτα η τριμελής Επιτροπή που θα παρακολουθεί τους παρακολουθούντες.
 
Όπως μας δήλωσε, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Σαββίδης ετοιμάζει επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα με τα σημεία στα οποία η Κυβέρνηση διαφωνεί σε σχέση με το ψηφισθέν νομοσχέδιο και θα αναμένεται η γνωμάτευσή του. Ανάλογα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πράξει, δηλαδή είτε θα τον αναπέμψει είτε θα τον υπογράψει. Ο κ. Σαββίδης τόνισε ότι έκανε αρκετές υποχωρήσεις προκειμένου να ψηφιστεί το νομοσχέδιο και, μάλιστα, όταν συζητούσε το θέμα, τα πλείστα κόμματα δεν συμφωνούσαν με τις τροπολογίες του κ. Ευσταθίου. Στο τέλος αυτές πέρασαν και δημιουργήθηκε το πρόβλημα, πρόσθεσε ο κ. υπουργός. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον στην περίπτωση της αναπομπής του νόμου, τα κόμματα είναι διατεθειμένα να ξαναδούν τις δύο τροπολογίες και πόσος χρόνος θα χρειαστεί, οπόταν θα μιλάμε για πισωγύρισμα. 
 
 
Ο κ. Σαββίδης εκφράζει έντονη επιφύλαξη για τις δύο τροπολογίες που υπερψηφίστηκαν από τη Βουλή και ενσωματώθηκαν στο κυβερνητικό νομοσχέδιο. Επεξηγώντας δε τα σημεία-τροπολογίες, στα οποία αναφέρεται στις δηλώσεις του, ο Γιώργος Σαββίδης είπε ότι «το ένα είναι ότι στα ήδη πολύ αυστηρά κριτήρια που έχουν μπει στον νόμο, τα οποία προστατεύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες που είχαν εκφράσει τα κόμματα, προστέθηκε η φράση «σοβαρός λόγος» ως σωρευτική ανάγκη για να εκδοθεί το διάταγμα παρακολούθησης από το δικαστήριο, πέραν από την «εύλογη υποψία» που προέβλεπε το νομοσχέδιο. Με τον τρόπο αυτό, ο κάθε δικαστής που θα κρίνει αυτές τις υποθέσεις, θα πρέπει να αποφασίζει ξεχωριστά για το τι είναι «εύλογη υποψία» και, στη συνέχεια, αν υπάρχει «σοβαρός λόγος»».
 
Όπως επεσήμανε περαιτέρω ο κ. Σαββίδης, σίγουρα μπαίνει ένα ακόμη κριτήριο που θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την απόφαση του δικαστή, η οποία ενδεχομένως να πρέπει να ληφθεί και σε ώρες εκτός εργασίας και δίδει ακόμη ένα όπλο, αν θέλετε, στον όποιο δικηγόρο αυτού, ο οποίος μετά από διάταγμα θα βρεθεί ότι διέπραξε πολύ σοβαρό ποινικό αδίκημα, να μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση του δικαστή και να καταφέρει να ακυρωθεί όλη η μαρτυρία και να μην μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο.
 
 
Ως προς τη δεύτερη τροπολογία, ο υπουργός ανέφερε πως είναι, κατά την προσωπική του άποψη, η τεράστια προέκταση ή επέκταση κάποιου εντελώς και σαφώς καθιερωμένου επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων, το οποίο είναι απολύτως σεβαστό από όλους στην έκταση που καλύπτεται από τον περί Δικηγόρων Νόμο και τον περί Δικηγόρων Κανονισμών. Εκείνο είναι απόλυτα σεβαστό, δηλαδή δεν μπορεί να προσαχθεί στο δικαστήριο μαρτυρία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες αν η μαρτυρία αυτή είναι το αποτέλεσμα της συνομιλίας δικηγόρου με πελάτη πάνω στο αδίκημα για το οποίο παρακολουθείται ο πελάτης και κάνει μια εμπιστευτική συνομιλία με τον δικηγόρο του. «Αυτό να το ξεκαθαρίσω, είναι απόλυτα αποδεκτό από εμάς» είπε ο κ. υπουργός. «Αυτό που κάνει η τροπολογία που πέρασε είναι ότι πέραν από το να λέει ότι δεν είναι αποδεκτό ως μαρτυρία, καθιστά παράνομη την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη.
 
Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Κατ’ αρχήν, ο άνθρωπος που εξουσιοδοτημένα θα παρακολουθεί τις συνομιλίες θα έχει διαπράξει αδίκημα τεχνικά μέχρι να αντιληφθεί ότι μιλά πελάτης με δικηγόρο. Άρα εκεί είναι το πρώτο πρόβλημα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι, ενώ είναι απόλυτα σεβαστή η μη χρήση πληροφοριών που ενδεχομένως να αφορούν στο συγκεκριμένο αδίκημα από τον παρακολουθούμενο σε μια προσπάθεια να εξηγήσει στο δικηγόρο του τι γίνεται, αν από τη συνομιλία αυτή προκύπτουν άλλα αδικήματα, ή αδικήματα από άλλους ανθρώπους, ή ακόμα και αν ο δικηγόρος στην απίθανη εκείνη περίπτωση που ενδεχομένως να δίδει παράνομες νομικές συμβουλές στον πελάτη του, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να πρέπει να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
 
Δηλαδή, γίνεται μια τεράστια επέκταση που βάζει σε ξεχωριστή μοίρα τους δικηγόρους, κάτι το οποίο κρίνω ότι δεν είναι απόλυτα σωστό και είναι ένα από τα σημεία που θέλω να συζητήσω με τον Γενικό Εισαγγελέα».
 
Ο κ. Σαββίδης, μιλώντας στον «Φ», έθεσε και τρίτο ζήτημα που αφορά στην πρόνοια του νόμου στην οποία γίνεται λόγος για «αναγκαίο μέτρο η παρακολούθηση» για στοιχειοθέτηση ενός αδικήματος. Δηλαδή αν κάποιος πιαστεί με άλλα μέσα δεν θα μπορεί να κριθεί ένοχος, διερωτήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης. 
 
Ευσταθίου: Να κριθεί πρώτα ο νόμος
 
Εντύπωση για το γεγονός ότι πριν καν εφαρμοστεί ο νόμος, η Κυβέρνηση βλέπει προβλήματα, εξέφρασε ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Κωστής Ευσταθίου, σχολιάζοντας τις αντιδράσεις για τις δύο εγκριθείσες τροπολογίες στον περί Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων Νόμο που ψήφισε η Ολομέλεια της Βουλής την Παρασκευή. Μιλώντας στον ACTIVE, ο κ. Ευσταθίου επεσήμανε ότι σε μια δημοκρατία πρώτα εφαρμόζεται ο νόμος και, αν προκύψουν προβλήματα, θα μπορεί να λεχθεί αν υπάρχουν παρενέργειες. Χαρακτηρίζοντας ως πρωτάκουστο και παράλογο αυτό που βλέπει ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο βουλευτής της ΕΔΕΚ και εισηγητής των δύο τροπολογιών εξήγησε ότι η Αστυνομία έχει πλέον στη διάθεσή της ένα τεράστιο νομικό και τεχνικό οπλοστάσιο. Όπως είπε, με την άποψη ενός ανακριτή ότι υπάρχει «εύλογη υποψία», η Αστυνομία θα μπορεί να παρακολουθεί τον οποιονδήποτε.
 
 
Επί τούτου, δικαιολογώντας την πρώτη τροπολογία, ο Κωστής Ευσταθίου εξήγησε πως επειδή πρόκειται για επέμβαση στα δεδομένα κάθε πολίτη πρέπει να υπάρχει «σοβαρός λόγος». «Υπάρχει πειρασμός κατάχρησης» δήλωσε ο κ. Ευσταθίου και για αυτό πρέπει να υπάρξει σοβαρότητα στην εφαρμογή του νόμου. «Ο δικαστής θα κρίνει αν υπάρχει σοβαρός λόγος» άρσης του απορρήτου, είπε.
Σχετικά με τη δεύτερη τροπολογία, που αφορά τη διατήρηση απορρήτου στα δεδομένα μεταξύ δικηγόρου – πελάτη, ο βουλευτής της ΕΔΕΚ επεξήγησε ότι εφαρμόζονται οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ, το οποίο το θεωρεί πεμπτουσία στην απονομή δικαιοσύνης. «Αν δεν μπορεί να το κατανοήσει ο κύριος υπουργός, λυπούμαι πάρα πολύ» σημείωσε. Ο ίδιος υποστήριξε πως βιάστηκε να δει προβλήματα ο κ. υπουργός και ανέφερε πως το «σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση» έχει τύχει εξέτασης των δικαστηρίων εδώ και δεκαετίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως υπογράμμισε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το «mutatis mutandis», δηλαδή να χρησιμοποιηθεί αναλογικά.