Για να τεθούν τα πράγματα σε μια σωστή βάση, παραθέτω κάποιες νηφάλιες παρατηρήσεις σε σχέση με το πασχαλινό μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Γεώργιου, σε σχέση με όσα είπε για τους «Μουσουλμάνους μετανάστες που διοχετεύει σκόπιμα η Τουρκία με σκοπό την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα των ελεύθερων περιοχών» και «τη χρησιμοποίησή τους ως πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό μας, σε περίπτωση σύρραξης»:

• «Δεν είμαστε ούτε ρατσιστές, ούτε ξενοφοβικοί» ισχυρίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος. Κανένα ενδιαφέρον δεν υπάρχει προς τούτο. Αν ο Αρχιεπίσκοπος είναι ρατσιστής, δεν είναι ζήτημα που αξίζει ιδιαίτερης διερεύνησης. Είναι άσχετο με το διακύβευμα. Ο ρατσισμός δεν είναι ιδιότητα μιας ψυχής ή κατηγορούμενο ενός υποκειμένου. Μια τέτοια έρευνα θα κατέληγε σε έναν ατελέσφορο ντετεκτιβισμό, όπου θα προσπαθούσε κανείς να τεκμηριώσει κάτι που αφορά στη ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων, και το οποίο μπορεί να παραμείνει για πάντα ένα μυστήριο. Όπως δεν θα μπορούμε να τεκμηριώσουμε αν ο Αρχιεπίσκοπος όντως πιστεύει στον Χριστό και στην ανάσταση, παρομοίως δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε αν ο Αρχιεπίσκοπος είναι ή δεν είναι ρατσιστής. Ο λόγος εκφέρει που και οι πολιτικές που είτε ευθέως προτείνονται είτε εμμέσως συνεπάγονται, είναι ρατσιστικές, και εκεί είναι η ουσία. Ο ρατσισμός είναι ιδιότητα δομών και απτών αποτελεσμάτων—δεν είναι υποκειμενική πρόθεση ή ιδιωτικό συναίσθημα ή ψυχολογικό χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου.

• Οι περισσότεροι που αφικνούνται πλέον από τα κατεχόμενα είναι αφρικανικής καταγωγής. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι χριστιανοί και όχι μουσουλμάνοι. Μόνο και μόνο από αυτό φαίνεται ότι η Εκκλησία της Κύπρου δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, και αποδεικνύει πόσο ανεδαφική είναι η ερμηνεία της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μουσουλμάνοι μετανάστες που όντως έρχονται αποτελούν κίνδυνο ή αποτελούν μέρος σχεδιασμού της Τουρκίας ή ότι αν αλλάξουν οι αναλογίες και αρχίσουν να αφικνούνται περισσότεροι μουσουλμάνοι αυτό θα επιβεβαιώσει την ερμηνεία της Εκκλησίας της Κύπρου.

• Η Εκκλησία της Κύπρου ισχυρίζεται ότι έχει μια έντονη ανησυχία για την επιβίωση του ελληνοκυπριακής κοινότητας και του ελληνικού πολιτισμού. Όποια κοινότητα όμως ανησυχεί για την επιβίωσή της, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φροντίσει για την ενότητά της. Όποιος σπέρνει διχαστικό λόγο, δεν είναι για την ενότητα που φροντίζει, αλλά για τη σύγκρουση μεταξύ αυτών που στηρίζουν και αυτών που αντιδρούν σε τέτοιο λόγο. Συνεπώς, το κατόρθωμα της Εκκλησίας, μέσω της ρητορικής μίσους του Αρχιεπισκόπου, είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της διχόνοιας, της αντιπαλότητας, και της αντίστασης, μέσα στην ίδια την ελληνοκυπριακή κοινότητα που υποτίθεται αγωνιά να ενώσει. Καμιά ανακωχή και καμιά ενότητα δεν πρόκειται να επιτευχθεί με αυτούς τους όρους.

• Όποιος ανησυχεί για την επιβίωσή του και προσπαθεί να αποτρέψει την οργάνωση μεταναστών εναντίον του, φροντίζει να μην συμβάλλει ή να ασκεί πιέσεις που να σπρώχνουν αυτές τις ομάδες προς την αυτοοργάνωση εναντίον του. Οι μετανάστες στην Κύπρο δεν έχουν την οργάνωση που υπαινίσσεται ότι έχουν η Εκκλησία της Κύπρου, και ούτε εχθρικά διακείμενοι είναι προς την Εκκλησία. (Τουναντίον, αρκετοί από αυτούς επιθυμούν να συμμετέχουν στον εκκλησιασμό, κάτι που η στάση της Εκκλησίας της Κύπρου και των πιστών, αποτρέπει.) Είναι η στάση που τηρεί η ίδια η Εκκλησία της Κύπρου (και όσοι άλλοι έχουν την ίδια στάση), που καθιστούν μια τέτοια οργάνωση επιθυμητή για τους ίδιους τους μετανάστες. Η διαδικασία αυτοοργάνωσης των μεταναστών δεν θα κινητοποιηθεί ούτε μέσα από μυστήριες διαδικασίες ούτε μέσα από συνωμοσίες, αλλά μέσα από τη σύγκρουση την οποία η ίδια η Εκκλησία της Κύπρου εκών άκων προωθεί.

*Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

www.christoshadjioannou.com