«Κάθε φορά που ακούω βεγγαλικά νομίζω είναι τουρκικές βόμβες και τρομοκρατούμαι… το ίδιο παθαίνω όταν δω Τούρκους στρατιώτες στην τηλεόραση… φοβάμαι τα πάντα… είχα από τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή και έχω ακόμα μια βαλίτσα έτοιμη σε περίπτωση που, μη γένοιτο, χρειαστεί να φύγω και πάλι… αλλά πού να πάω; Πού να πάμε τώρα;».

 Τα συγκλονιστικά ερωτήματα της 72χρονης πρόσφυγα από χωριό της κατεχόμενης περιοχής Κυθρέας είναι καταληκτικά της μαρτυρίας της στον «Φ» για τους πολλαπλούς, συστηματικούς και άγριους βιασμούς και κακοποιήσεις που υπέστη η ίδια και δεκάδες άλλες νεαρές Ελληνοκύπριες για τρεις συνεχόμενους μήνες, από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβρη 1974, από Τούρκους στρατιώτες στο Παλαίκυθρο και στη Βώνη. Τα δύο αυτά χωριά μαζί με την Επηχώ και άλλες γειτονικές τουρκοκυπριακές κοινότητες λειτουργούσαν αυτούς τους μήνες, μετά τη δεύτερη εισβολή του Αττίλα, ως στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελληνοκύπριων αιχμαλώτων στρατιωτών και αμάχων γυναικοπαίδων και ηλικιωμένων, όπου διαπράχθηκαν από τον τουρκικό στρατό ασύλληπτης αγριότητας εγκλήματα μαζικών βιασμών και δολοφονιών. 

Η «Ελένη» ήταν τότε 24 χρονών, παντρεμένη με ένα παιδί δύο χρονών. Η συνέντευξη έγινε στο προσφυγικό της σπίτι στη Λεμεσό  με αφορμή τη σημερινή 19η Ιουνίου που έχει ορισθεί από τον ΟΗΕ ως «Διεθνής Ημέρα για την εξάλειψη της σεξoυαλικής βίας κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων» («International Day for the elimination of sexuαl violence in conflict»). Η συγκεκριμένη ημερομηνία παραπέμπει στην απόφαση 1820 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 19ης Ιουνίου 2008, που αναγνώριζε για πρώτη φορά ότι η σεξoυαλική βία είναι μια τακτική πολέμου και μια απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα στον κόσμο.

«Βλέπω εφιάλτες μέχρι σήμερα…»

Η συνομιλία μας με την «Ελένη» έγινε στην παρουσία του συζύγου της που στάθηκε δίπλα της όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα και προσπάθησε όσο μπορούσε να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τα ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα που της προκάλεσε εκείνο το πολυτραυματικό βίωμα. Στη διάρκεια της παραμονής της συζύγου και του παιδιού του στο χωριό τους και στη συνέχεια της ομηρίας τους στο Παλαίκυθρο και στη Βώνη, εκείνος πολεμούσε ως έφεδρος στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Επανασυνδέθηκαν αρχές Νοεμβρίου 1974 –τρεις μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου– στο Λήδρα Πάλας στη Λευκωσία. Την «Ελένη» μετέφεραν εκεί λειτουργοί του Ερυθρού Σταυρού από το νοσοκομείο Ακρωτηρίου όπου κρατήθηκε για νοσηλεία για δύο περίπου εβδομάδες μετά τους βιασμούς και την ομηρία της. «Δεν νιώθω καλά να τα λέω μπροστά στον άντρα μου, παρόλο που του τα είπα από την πρώτη στιγμή», μας είπε, εμφανώς αγχωμένη και βαριανασαίνοντας όσο προχωρούσε η αφήγηση. «Μέχρι τώρα υποφέρω ψυχολογικά και σωματικά, έχω ψηλή πίεση και διαβήτη και προβλήματα στα έντερα… Τώρα που τα περιγράφω αναστατώνομαι… Βλέπω εφιάλτες μέχρι σήμερα. Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις για δύο μήνες κάθε μέρα, πέντε-δέκα πάνω σου; Μου έμεινε αυτό το άγχος (σ. σ. προφανής περίπτωση Μετατραυματικής Αγχώδους Διαταραχής – «Post Traumatic Stress Disorder – PTSD») και δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω όταν στενοχωρηθώ. Τράβηξα πάρα πολλά, με βίαζαν ο ένας μετά τον άλλο… ήμασταν και όμορφες… 

Στις 14 Αυγούστου φύγαμε από το χωριό με το μωρό μου και τη μάνα μου εν μέσω άγριων αεροπορικών βομβαρδισμών από τουρκικά αεροπλάνα. Πήρα ένα γάλα βλάχας, ένα ψωμί, λίγα πόλιπιφ και τα έβαλα στην τσάντα… νομίζαμε θα επιστρέψουμε την επόμενη μέρα… Ήμασταν μια ομάδα περίπου 15 ατόμων συγγενείς και άλλοι συγχωριανοί, με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Μια ναπάλμ έπεσε σε πρατήριο βενζίνης στο δρόμο Αμμοχώστου-Λευκωσίας και πήραν όλα φωτιά… τα λέω κι ανατριχιάζω… 

Νύχτωσε και τα τανκς έβαλλαν και σε άλλα σημεία σκοτώθηκαν πολλά γυναικόπαιδα συγχωριανοί μας… τη νύχτα κρυφτήκαμε κάτω από θημωνιές μέσα στα χωράφια και αυτό συνεχίστηκε μέχρι που το μωρό μου εξαντλήθηκε όπως όλοι, αφού ήμασταν χωρίς φαγητό και νερό για τρία μερόνυχτα πεζοπορίας στο ύπαιθρο. 

Τελικά μας εντόπισαν Τούρκοι στρατιώτες και μας κάλεσαν να παραδοθούμε αλλιώς θα μας σκότωναν. Αποφάσισα να παραδοθώ, έβγαλα την κουβέρτα του μωρού που ήταν άσπρη και τη σήκωσα ψηλά… Οι Τούρκοι μας συνέλαβαν και μας μετέφεραν στο δημοτικό σχολείο του Παλαίκυθρου όπου υπήρχαν άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού που έγραψαν τα στοιχεία μας. Εκεί υπήρχαν δεκάδες άλλοι αιχμάλωτοι από γειτονικά χωριά, τη Βώνη, την Κυρά, το Νέο Χωριό και άλλα. Τους άνδρες τους πήραν ξέχωρα και εμάς τα γυναικόπαιδα μας πήραν σε σπίτια του χωριού. Εκεί άρχισαν οι βιασμοί… Την πρώτη φορά στο Παλαίκυθρο με σήκωσαν νύχτα και με πήραν έξω σε ανοικτό χώρο μέσα στα χώματα. Με βίασαν τρεις-τέσσερις, ενώ ούρλιαζα, έκλαιγα και τους παρακαλούσα να με λυπηθούν. Συνέχισαν να έρχονται κάθε νύχτα και να βιάζουν κοπέλες… και κάποιες τις άρπαζαν ενώ κρατούσαν τα μωρά τους που έκλαιγαν…. Μας βίαζαν, μας έστελναν πίσω και ύστερα βίαζαν άλλες. Μας άφησαν στο Παλαίκυθρο περίπου μια εβδομάδα από τα μέσα μέχρι τέλος Αυγούστου. Μετά μας φόρτωσαν σε φορτηγά και μας πήραν στη Βώνη όπου μας κρατούσαν μέχρι το τέλος Οκτωβρίου – εμάς τα γυναικόπαιδα στο σχολείο και τους άνδρες στην εκκλησία Αγίου Γεωργίου. Στη Βώνη μας βίαζαν κάθε πρωί. Μας ξεχώριζαν και μας έπαιρναν σε ένα δίχωρο και μας έριχναν πάνω σε έναν πάγκο… Μου έσχιζαν τα μαύρα ρούχα που φορούσα… Μας κλωτσοκοπούσαν όταν στην πολλή ώρα αντιδρούσαμε… Η μάνα μου με έβλεπε που με βίαζαν και στο Παλαίκυθρο και στη Βώνη και σκοτωνόταν στο κλάμα. Τι να έκανε; Αυτοί κρατούσαν λόγχες, μαχαίρια, όπλα… Είχα γίνει ένα κουρέλι, ένιωθα μια άψυχη κάσα… είχα αδυναμίες, αιμορραγούσα, αρρώστησα πολύ… Ήταν μια κόλαση… 

Όταν απελευθερωθήκαμε μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός στο νοσοκομείο Ακρωτηρίου όπου μας έκαναν εκτρώσεις. Μετά από 15 μέρες νοσηλείας, μας μετέφεραν στο Λήδρα Πάλας και ήρθε ο άντρας μου και τον είδα για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Του τα είπα όλα και μου είπε «ό,τι κι αν έγινε δεν το ήθελες κι εγώ θα μείνω μαζί σου γιατί σε αγαπώ και για μένα έχει σημασία που είσαι ζωντανή κι εσύ και το μωρό μας». Λίγους μήνες μετά, έκανα ένα τεράστιο όγκο στη μήτρα που ευτυχώς διαγνώστηκε καλοήθης και αφαίρεσα τα μητρικά μου, αλλά κάθε στιγμή τρέμει η ψυχή μου…».

Ένα σκοτεινό ταμπού μισού αιώνα

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο κυρίως στο νοσοκομείο της βρετανικής βάσης Ακρωτηρίου 800 περίπου εκτρώσεις σε εγκυμονούσες που είχαν βιαστεί από Τούρκους. Μετά από 48 χρόνια το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κεφάλαιο του άνισου πολέμου του 1974 παραμένει θέμα ταμπού στην κυπριακή κοινωνία, όπου οι επιζήσασες θεωρούνται λίγο πολύ «λερωμένες» και πολλές το αποσιώπησαν και το απέκρυψαν μέχρι σήμερα ακόμα και από τα παιδιά τους και τους στενούς συγγενείς. 

Αρκετές εγκαταλείφθηκαν από τους συζύγους τους που θεωρούσαν ότι τους «ντρόπιαζαν» και άλλες αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό για να μπορέσουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, χωρίς το στίγμα που επέφερε το έγκλημα σε βάρος τους. Έτσι οι γυναίκες της εμπόλεμης ζώνης, τα πιο τραγικά θύματα μιας απάνθρωπης και ανελέητης βίας, είναι ακόμα αδικαίωτες και πολλές έχουν πεθάνει ξεχασμένες στο περιθώριο, ενώ η Τουρκία δεν έχει καταγγελθεί και δεν έχει λογοδοτήσει για τις σεξουαλικές βαρβαρότητες που διέπραξαν Τούρκοι στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί με φρικιαστική μεθοδικότητα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1974. Ανάμεσα στα θύματα τους περιλαμβάνονται ανήλικα κορίτσια 9-17 χρονών, αλλά και ηλικιωμένες γυναίκες μέχρι 80-85 χρονών, με τους βιασμούς να έχουν χρησιμοποιηθεί με ψυχρό υπολογισμό από την Τουρκία και τον τουρκικό στρατό ως ένα όπλο συντριπτικής ισχύος με στόχο τον εξευτελισμό, την καταρράκωση του ηθικού και την ταπείνωση του κυπριακού λαού. 

Θύματα βιασμών υπήρξαν και Τουρκοκύπριες με δράστες Ελληνοκύπριους τις μέρες που προηγήθηκαν της δεύτερης εισβολής. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σοβαρότητα του εγκλήματος του βιασμού σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η οργανωμένη σεξουαλική βαρβαρότητα του τουρκικού στρατού δεν μπορεί να εξισωθεί με τα μεμονωμένα σεξουαλικά εγκλήματα που διέπραξαν Ελληνοκύπριοι, αφού άλλο είναι η κρατική βία και άλλο η βία κάποιων ατόμων που ενήργησαν μόνοι τους. 

 

Μια εβδομάδα ειρήνης στη Γενεύη

«Στην Κύπρο ζήσαμε έναν φριχτό πόλεμο που άφησε ένα κοινό πόνο με νεκρούς, αγνοούμενους, θύματα βιασμών, πρόσφυγες στην ίδια μας την πατρίδα, σε δύο κοινότητες που είχαν ζήσει για χρόνια αδελφωμένες», δήλωσε στον «Φ» η Αλίκη Χατζηγεωργίου πρόεδρος του ιδρύματος ZOE vs War Violence που ιδρύθηκε στη Λευκωσία το 2019 με στόχο – μεταξύ άλλων – μια παγκόσμια κινητοποίηση για τη λήψη πιο αποτελεσματικών μέτρων για την ασφάλεια και προστασία των ευάλωτων ομάδων σε εμπόλεμες ζώνες. 

Η κυρία Χατζηγεωργίου ανέφερε ότι στις 31 Οκτωβρίου – 4 Νοεμβρίου 2022 θα πραγματοποιηθεί στη Γενεύη συνάντηση εκπροσώπων από πολλές χώρες για την ειρήνη με τίτλο «Geneva Peace Week». Πρόσθεσε ότι το Zoe vs War Violence επιδιώκει «να συμμετάσχει σε συνεργασία με άλλες οργανώσεις με ένα έργο που αφορά τη συμφιλίωση, την αμοιβαία αναγνώριση των λαθών και την ενδυνάμωση, στον δρόμο για την ειρήνη». 

Η Αγγελική Χατζηλοΐζου, Life Coach και δασκάλα προσωπικής Ανάπτυξης του Heal Your Life, μας πληροφόρησε σχετικά ότι «πρόκειται για ένα έργο που θα αποτελείται από τρεις ενότητες: Θεραπεία, Συγχώρεση και Ενδυνάμωση και Κύπριοι και από τις δύο πλευρές του νησιού θα συμμετέχουν σε όλες τις ενότητες. Οι συμμετέχοντες –συνέχισε– θα είναι άτομα που έχουν βιώσει τραύμα ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης του 1974 άμεσα ή έμμεσα, ή επηρεάστηκαν από ιστορίες που διηγήθηκαν οι συγγενείς ή οι φίλοι τους. Πριν από την πρώτη ενότητα και στο τέλος της τελευταίας θα πραγματοποιηθεί έρευνα μεταξύ των συμμετεχόντων για τις απόψεις και τα συναισθήματά τους πριν και μετά τη συμμετοχή».

Η ντροπή βαραίνει  τους θύτες όχι τα θύματα

 

Τη συνάντηση μας με την «Ελένη» διευθέτησε η τέως βουλεύτρια του ΑΚΕΛ και γενική γραμματέας της ΠΟΓΟ Σκεύη Κουκουμά, που έχει αγωνιστεί ακούραστα τα τελευταία χρόνια και έχει πετύχει ώστε οι γυναίκες αυτές να αναγνωριστούν από το κράτος ως παθούσες, να βοηθηθούν οικονομικά και να ενθαρρυνθούν να ζητήσουν ψυχολογική στήριξη. Καίρια υπήρξε η συμβολή τής μέχρι πρότινος υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μ. Ζέτας Αιμιλιανίδου, για την αναγνώριση και την παροχή έμπρακτης στήριξης στις γυναίκες θύματα που τη ζητούν, με ένα μηνιαίο επίδομα χιλίων ευρώ. 

Δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής στον «Φ» η Σκεύη Κουκουμά: «Ως Γενική Γραμματέας της ΠΟΓΟ μελετούσα διάφορα θέματα που σχετίζονταν με το ψήφισμα 1325 του Συμβουλίου Ασφαλείας που επισημαίνει το δυσανάλογο και αρνητικό αντίκτυπο του πολέμου και των συγκρούσεων σε βάρος των γυναικών και κοριτσιών και με την εκλογή μου στη Βουλή και την ανάληψη της προεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, Εγκλωβισμένων, Αγνοουμένων και Παθόντων, μου δόθηκε η δυνατότητα να ασχοληθώ αναλυτικότερα με τις πτυχές των συνεπειών του 1974. Στα πλαίσια αυτά άρχισα τη διερεύνηση της πτυχής που σχετιζόταν με τους βιασμούς και γι’ αυτό είχα συναντηθεί με αρμόδιους λειτουργούς στα γραφεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη για περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία. Η δημόσια δήλωση που είχα κάνει το 2015, μετά από συζήτηση των προβλημάτων των παθόντων, φαίνεται ότι έφτασε στα αυτιά κάποιων γυναικών θυμάτων που επικοινώνησαν μαζί μου. Χωρίς χρονοτριβή συναντήθηκα με τις τρεις πρώτες γυναίκες που επικοινώνησαν μαζί μου. Η αφήγηση των καταστάσεων που έζησαν το 1974 με συγκλόνισαν και δεν μου άφησαν περιθώρια για οποιαδήποτε περαιτέρω αναβολή ή αδράνεια. Παρά τις δυσκολίες στη διευθέτηση της πρώτης συνάντησης για να ενημερώσω την υπουργό Εργασίας, την αείμνηστη Ζέτα Αιμιλιανίδου και να ζητήσω τη συνεργασία της, στη συνέχεια υπήρξε πλήρης κατανόηση και ετοιμότητα και χάρη στη δική της παρέμβαση, υπερπηδήθηκαν οι γραφειοκρατικές και άλλες αντιλήψεις που απαιτούσαν πιστοποιητικά και βεβαιώσεις για την κακοποίησή τους. Το μήνυμα που θα ήθελα να στείλω σε κάθε γυναίκα-θύμα του 1974, είναι να νιώσει δυνατή και να αναζητήσει την όποια στήριξη χρειάζεται, είτε ψυχολογική, οικονομική ή κοινωνική. Να βρουν τη δύναμη να επικοινωνήσουν μαζί μας. Μπορούμε να τις εκπροσωπήσουμε με κάθε διακριτικότητα και εχεμύθεια. Αυτό που όλοι πρέπει να αναγνωρίζουμε είναι ότι η ντροπή για τον βιασμό, πρέπει να βαρύνει αυτούς που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα και όχι αυτές που τα βίωσαν.

Οι ένοχοι και οι ηγέτες που τα ανέχονται, πρέπει να λογοδοτούν για τα εγκλήματα τους και να απονέμεται δικαιοσύνη στα θύματα. Μόνον όταν τιμωρούνται τέτοιες πράξεις στην ίδια τη χώρα τους, αλλά και από διεθνείς θεσμούς θα προσβλέπουμε ότι η πολιτική βούληση και οι διεθνείς συμβάσεις θα μετατραπούν σε πράξεις. Ταυτόχρονα πρέπει να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων δεν αποτελεί παράπλευρες απώλειες, ούτε συνέπειες του πολέμου, αλλά αποτελεί όπλο πολέμου και μέσο εξευτελισμού και ντροπιασμού των αντιπάλων. Δεν μπορώ να μην εκφράσω τον συγκλονισμό μου όμως για τις πληροφορίες που φτάνουν κοντά μου για παρόμοιες συμπεριφορές σε βάρος Tουρκοκυπρίων γυναικών από ΕΟΚΑΒήτικα στοιχεία που δρούσαν το 1974, αλλά και για τις προσπάθειες και τους τρόπους προστασίας τους που υιοθετήθηκαν τότε από κάποιους αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς».