Κάποια μέτρα δεν υπάρχει πλέον νόημα να εφαρμόζονται, τόνισε μιλώντας στον «Φ» ο επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής Κωνσταντίνος Τσιούτης, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα πως «η παρούσα φάση της πανδημίας απαιτεί περισσότερο από ποτέ ξεκάθαρους στόχους». «Ας εφαρμόσουμε όλοι μας, αλλά όλοι μας την κοινή λογική», ανέφερε προσθέτοντας ότι «είναι πραγματικά η στιγμή να αναθεωρήσουμε τις πρακτικές μας σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο με βάση όσα έχουμε ζήσει και έχουμε μάθει τα προηγούμενα χρόνια». 

Σχολιάζοντας τις πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας και αφορούν τα όσα μελετώνται στο υπουργείο Υγείας ενόψει της σημερινής σύσκεψης των μελών της ΣΕΕ με τον υπουργό Υγείας, ο κ. Τσιούτης απάντησε αναλυτικά: «Ας εφαρμόσουμε την κοινή λογική μέσα στο πλαίσιο της γνώσης και εμπειρίας μας για ακόμα μία φορά: οι μαζικοί έλεγχοι δεν έχουν νόημα γιατί αποδεδειγμένα ο ιός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Η αύξηση των σημείων ελέγχων δεν έχει νόημα, καθώς ο κόσμος ξέρει πολύ καλά πώς να χρησιμοποιεί τα τεστ και, για ακόμα μία φορά, θα αυξήσουμε το κόστος χωρίς να αναμένεται ιδιαίτερο όφελος. Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλισθεί είναι η επάρκεια και η προσιτή τιμή. Να επανέλθει υποχρέωση για εργαστηριακό έλεγχο πριν την είσοδο σε συγκεκριμένους χώρους, το SafePass δηλαδή; Ούτε αυτό έχει πια νόημα, για πάρα πολλούς λόγους: η διασπορά είναι πολύ μεγάλη, βρισκόμαστε ελεύθερα με όσο κόσμο θέλουμε και όπου θέλουμε (άρα ο έλεγχος συγκεκριμένων χώρων δεν έχει νόημα), ενώ η ανάγκη είναι περισσότερο να εντάξουμε στην καθημερινότητά μας και λόγω ευσυνειδησίας κάποιες συνήθειες παρά να εφαρμόζουμε υποχρεωτικές και περιοριστικές πρακτικές».

Γενικά, πρόσθεσε, «οι πρακτικές πρέπει να χωριστούν σε τρία επίπεδα: κεντρικό-δημόσιας υγείας, κεντρικό-παροχής φροντίδας υγείας, και γενικό πληθυσμό. Και ο γνώμονας της διαχείρισης, πρέπει να έχει ξεκάθαρους στόχους. Πρέπει να προσαρμόζεται στα κοινωνικά και επιδημιολογικά δεδομένα της εκάστοτε χρονικής φάσης, και να βασίζεται στη γνώση και την έρευνα, στην ορθή και διάφανη επικοινωνία, στην προστασία της υγείας του κόσμου, και στην κοινή λογική».

Αυτή τη στιγμή, τόνισε ο επικεφαλής της ΣΕΕ επιβάλλεται «σωστή επικοινωνία με την κοινωνία. Καθορισμός κοινών στόχων. Να δίνουμε σωστά και στοχευμένα μηνύματα προσαρμοσμένα στη φάση που διανύουμε». Για να επιτευχθεί αυτό, «χρειάζεται οπωσδήποτε διαφάνεια, παρουσίαση και ανάλυση πραγματικών δεδομένων. Επιβάλλεται να δίνουμε ξεκάθαρες και απλές οδηγίες στον κόσμο με έμφαση τα μέτρα προστασίας και τη χρησιμότητα των self-test τα οποία θα μεριμνήσουμε ώστε να υπάρχουν σε επαρκείς ποσότητες στην αγορά». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

«Να κατανοήσει και ο κόσμος τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αναγνωρίζει τους χώρους υψηλού κινδύνου και οι Αρχές να μεριμνήσουν ώστε να επιβληθεί με κάποιο τρόπο η βελτίωση των υποδομών όπως είναι ο αερισμός και ο εξαερισμός».

Σε ό,τι αφορά τις υγειονομικές αρχές και τους επιστήμονες, «επιβάλλεται να έχουμε συνεχώς επαρκή και αναλυτικά και ποιοτικά δεδομένα τόσο για τα θετικά περιστατικά όσο και για τα άτομα που εισάγονται για νοσηλεία για να μπορούμε να παρακολουθούμε σωστά και απρόσκοπτα την κατάσταση. Τέλος το υπουργείο Υγείας πρέπει να μεριμνήσει και για την επάρκεια φαρμάκων διότι τα φάρμακα είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια μας αυτή τη στιγμή». 

«Δεν έχει σημασία μόνο το πόσα άτομα βρίσκονται σε νοσηλεία, το οποίο σίγουρα δείχνει και την ένταση του κύματος αλλά και τις επιπτώσεις που έχουν οι μεταδόσεις άμεσα στην υγεία, αλλά, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημόσιας υγείας πρέπει να μετρά και να εκτιμά και τις έμμεσες και δευτερογενείς επιπτώσεις όπως είναι η προσέλευση στα Τμήματα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών, τα μακροχρόνια συμπτώματα και η νοσηρότητα, η απώλεια λειτουργικότητας, η απουσία από την εργασία, ο βαθμός εξυπηρέτησης άλλων οξέων προβλημάτων υγείας, η καθυστέρηση άλλων διαγνώσεων, η επιφόρτιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγεία και των νοσηλευτηρίων και σίγουρα η φαρμακοεπαγρύπνιση (π.χ. παρενέργειες αντι-ιικών φαρμάκων και εμβολίων)».

Η παρούσα φάση της πανδημίας, είπε, «απαιτεί εκ νέου προσαρμογή του τρόπου διαχείρισης. Η διαχείριση πρέπει να ξεφύγει από το δίστιχο μέτρα χαλάρωσης, ενώ τώρα είναι πραγματικά η στιγμή να αναθεωρήσουμε τις πρακτικές μας σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο με βάση όσα έχουμε ζήσει και έχουμε μάθει τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει επάρκεια σε εργαστηριακούς ελέγχους και σε selftest, όλος ο κόσμος ξέρει τι πρέπει να κάνει πως πρέπει να συμπεριφέρεται και τι πρέπει να αποφεύγει και η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ίσως, σε κεντρικό επίπεδο πώς από τη μία θα συνεχιστεί η διαχείριση και από την άλλη πώς θα γίνει ο προγραμματισμός για τους επόμενους μήνες».

«Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη γνώση αλλά και τα εργαλεία μας στο έπακρο. Η επιδημιολογική επιτήρηση είναι επιτακτικό να αναβαθμιστεί και να προσαρμοστεί στις προτεραιότητές μας. Τα μηνύματα στον δημόσιο διάλογο δεν πρέπει να είναι συγκεχυμένα, πρέπει να είναι στοχευμένα και αυτό σημαίνει να ξέρουμε ποιοι είναι οι άξονες της διαχείρισης, πού βρίσκονται οι κίνδυνοι και τα ρίσκα, και πώς θα περάσουμε τα μηνύματα που χρειάζεται ώστε ο καθένας μας ατομικά αλλά κι ως μέλος μιας ομάδας ή μιας κοινωνίας, θα είμαι ασφαλής και θα κρατάει περισσότερο από όλα ασφαλής τους πιο ευπαθείς στο περιβάλλον του».

Μιλάμε ξανά για μέτρα και χαλαρώσεις

Το μεγαλύτερο μας πρόβλημα στη διαχείριση της πανδημίας είναι η έλλειψη αλληλεγγύης. Εάν ο καθένας από εμάς αναλάμβανε να μεριμνά για την προστασία του εαυτού του αλλά και των γύρω του, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Δυστυχώς, μεγάλη ζημιά κάνουμε και τα ΜΜΕ που συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως μέτρα και χαλαρώσεις, ενώ σχεδόν καθημερινά υποβαθμίζουμε την αξία της ανθρώπινης ζωής διαμηνύοντας στους πολίτες ότι δεν υπάρχει πρόβλημα διότι αυτοί που νοσούν ή/και πεθαίνουν είναι ηλικιωμένοι ή χρόνιοι ασθενείς. Κάποιοι άλλοι λένε να προστατεύσουμε μόνο τους ευάλωτους. Να έρθουν λοιπόν να μας πουν και πώς θα κλείσουμε καμιά 150ρια χιλιάδες ανθρώπους στα σπίτια τους και ποια άλλα προβλήματα θα προκαλέσουμε εάν λάβουμε τέτοιες αποφάσεις.