Λεοντόψαρα, κουρκούνες, λαγοκέφαλοι, μοβ μέδουσες είναι μερικοί από τους εισβολείς στα κυπριακά νερά και ευρύτερα στη Μεσόγειο, τους οποίους έφερε η κλιματική αλλαγή. Η αύξηση στη θερμοκρασία της θάλασσας και η παρατεταμένη διάρκεια των υψηλών τιμών στις υδάτινες μάζες αποφέρει συνέπειες, οι οποίες μπορούν να καταστούν ακόμη και καταστροφικές για το περιβάλλον. Αυτό αναφέρει στον «Φ» ο θαλάσσιος βιολόγος και ερευνητής στο Κυπριακό Ινστιτούτο για την Θάλασσα και τη Ναυτιλία (Cyprus Marine and Maritime Institute), δρ Λούης Χατζηιωάννου (φωτό δεξιά), περιγράφοντας το θάνατο κοραλλιών. Την απειλή για την Κύπρο και τη Μεσόγειο, σημείωσε και η ακτομηχανικός και διευθύντρια του Κέντρου Μελετών και Έρευνας «Ακτή», δρ Ξένια Λοϊζίδου.

«Σημειώνεται αύξηση της θερμοκρασίας, γενικότερα στη θάλασσα της Μεσόγειου», ανέφερε ο δρ Χατζηιωάννου και πρόσθεσε: «Στην Κύπρο αυτό που καταγράφουμε είναι αύξηση στις ανωμαλίες. Κάποιες φορές μετράμε θερμοκρασίες πάνω από το φυσιολογικό μέσο όρο των τελευταίων 25 με 30 χρόνων, οι οποίες είναι και παρατεταμένες. Για παράδειγμα, μπορεί στο παρελθόν να βλέπαμε στην επιφάνεια της θάλασσας ως υψηλότερη θερμοκρασία τους 30 βαθμούς Κελσίου για μία μέρα. Πλέον, μπορεί να καταγράφουμε 31 βαθμούς και η θερμοκρασία αυτή να επιμένει για δύο συνεχόμενες εβδομάδες».      

Αυτά τα φαινόμενα, είπε ο δρ Χατζηιωάννου, έχουν αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη ζωή στη θάλασσα, καθώς και για τη βιοποικιλότητα. Για χρόνια, όπως εξήγησε, διεξάγει μελέτες για τα κοράλλια. «Παρατηρήθηκε και δυστυχώς αποδείχθηκε, ειδικά τις χρονιές που αυξάνεται η θερμοκρασία με παρατεταμένη διάρκεια, ότι τα κοράλλια πεθαίνουν». Το ίδιο συμβαίνει και στα σφουγγάρια. «Δηλαδή, οργανισμοί που συνδράμουν δημιουργώντας βιοκοινότητες». Μια άλλη διάσταση του προβλήματος, είναι ότι αυξάνεται η τροπικοποίηση (tropicalization) της Μεσογείου, δηλαδή αυξάνονται τα ξενικά είδη που φτάνουν από την Ερυθρά Θάλασσα μέσω της διώρυγας του Σουέζ. «Αυτά τα είδη, επειδή αυξάνεται η θερμοκρασία, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να επιβιώσουν, να πολλαπλασιαστούν και να επεκταθούν, με κίνδυνο να εκτοπίσουν τα ιθαγενή/ ή και ενδημικά είδη». Τα ξένα (εισβλητικά) είδη, διευκρίνισε, ανταγωνίζονται τα τοπικά για τους περιορισμένους πόρους (π.χ. τροφή) και έτσι τα απειλούν. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κύπρος Ιχθυόεσσα Αλιεία και Ιχθυοφαγία

Κάποιοι από τους εισβολείς είναι επικίνδυνα είδη για τον άνθρωπο, επειδή έχουν δηλητήριο και είναι τοξικά ή και επειδή προκαλούν ζημιά. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι είναι ορισμένα βρώσιμα είδη ή συνεισφέρουν σε άλλους τομείς, όπως ο καταδυτικός τουρισμός. Εξάλλου, ανέφερε, ξενικά είδη έφταναν στις θάλασσές μας για περισσότερο από 100 χρόνια. «Απλώς ήταν πολύ σταδιακή η εμφάνισή τους και σε μικρότερους πληθυσμούς». Σε αυτά που επέδρασαν θετικά, ο δρ Χατζηιωάννου ανέφερε τις κουρκούνες (προσφυγοπούλες), οι οποίες ήρθαν από την Ερυθρά Θάλασσα, είναι βρώσιμες και με αρκετά υψηλή αγοραστική αξία. Ένα άλλο είδος, είπε, είναι το λεοντόψαρο. «Είναι νόστιμο και ξεκίνησε να μπαίνει στην αγορά. Επίσης, είναι ένα πολύ όμορφο για παρατήρηση». Αντιθέτως, είπε, οι λαγοκέφαλοι (κουνελόψαρα) είναι τοξικά για τον άνθρωπο και έχουν καταγραφεί περιπτώσεις σοβαρών δηλητηριάσεων. «Έχουν αυξηθεί παρά πολύ σε αριθμό. Κάνουν ζημιές στον εξοπλισμό των ψαράδων και τους μειώνουν την ψαριά». Μια άλλη αρνητική εμφάνιση στις θάλασσες, είναι εκείνη των μεδουσών. 

Ανάγκη να ληφθούν μέτρα

Χρειάζεται σωστή ενημέρωση και δραστικές αλλαγές, υπογράμμισε ο δρ Χατζηιωάννου. «Επιπλέον, ο θαλάσσιος εγγραμματισμός θα βοηθήσει τον κόσμο να καταλάβει για αυτά τα προβλήματα, καθώς και να προσαρμοστεί. Όπως για παράδειγμα το λεοντόψαρο που μπήκε στις ψαραγορές». Βαρύνουσας σημασίας, όμως για τον δρα Χατζηιωάννου είναι να αναπτυχτούν μηχανισμοί πρώιμης ανίχνευσης. 

«Να αναγνωρίζουμε την άφιξη ξενικών ειδών το συντομότερο δυνατό, ώστε άμεσα να μπορούν να ακολουθήσουν και ενέργειες. Όταν πριν από 10 χρόνια έκανε την εμφάνισή του το λεοντόψαρο στην Αμμόχωστο, όπου λόγω τοποθεσίας πρωτοεμφανίζονται, ήταν μόνο ένα με τρία ψάρια. Εμείς, οι βιολόγοι και ερευνητές, ζητήσαμε άδεια για να τα αφαιρέσουμε όσο ο πληθυσμός ήταν περιορισμένος. Τελικά, μέχρι να κινηθεί ο ευρωπαϊκός και κυπριακός μηχανισμός, πέρασαν δύο χρόνια και ήταν αδύνατο πια να απομακρυνθούν».

Μια άλλη λύση, είπε, είναι να αυξηθούν οι προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές και να υπάρχουν σωστά διαχειριστικά μέτρα, τα οποία και να εφαρμόζονται. Χρειαζόμαστε αυστηρό έλεγχο και πιο σωστή διαχείριση. «Οτιδήποτε κάνουμε πρέπει να το μελετήσουμε και να το σκεφτούμε, διότι υπάρχουν επιπτώσεις αρχικά στο περιβάλλον και έπειτα σε εμάς».