Η διαπίστωση ότι οι αρχαιολογικοί θησαυροί της Πάφου καταγράφουν τις υψηλότερες με διαφορά επισκεψιμότητες τουριστών, έναντι των αντίστοιχων στις άλλες επαρχίες, ωθούν τους παράγοντες της επαρχίας να «επενδύσουν» στη μετά πανδημία εποχή ακόμη περισσότερο στην αρχαιολογική συνισταμένη. Σε αυτά τα πλαίσια, παράλληλα με τις εργασίες ενοποίησης και περαιτέρω ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων της Κάτω Πάφου, σε εξέλιξη βρίσκεται ο σχεδιασμός για τη βελτίωση και προβολή ενός ακόμη χώρου που στην ουσία θα αποτελεί μια «μικρογραφία» του παγκοσμίου εμβέλειας αρχαιολογικού πάρκου Κάτω Πάφου: Πρόκειται για τον αρχαιολογικό χώρο στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, βρίσκεται σε έναν από τους πλέον δημοφιλείς εκδρομικούς και προσκυνηματικούς χώρους της Πάφου. Σε αντίθεση ωστόσο με τον γειτονικό ναό, το αλιευτικό καταφύγιο, την περίφημη Γερόνησο και τις ψαροταβέρνες της περιοχής, ο συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος, παραμένει «κρυμμένος» από τη μεγάλη πλειοψηφία των επισκεπτών της περιοχής. 

Το οδοιπορικό του «Φ» στον μαγευτικό Άγιο Γεώργιο Πέγειας και τις δυτικές ακτές του Ακάμα, αποκαλύπτει ένα σπάνιο αρχαιολογικό θησαυρό που ωστόσο «φωνάζει» εξ αρχής για σοβαρά προβλήματα προστασίας από τις καιρικές συνθήκες. Επιβεβαιώνοντας τους ανθρώπους της περιοχής, το πρώτο πράγμα που καθίσταται εμφανές μόλις περάσεις το παραδοσιακό μικρό οίκημα που λειτουργεί ως εκδοτήριο εισιτηρίων και χώρος ενημέρωσης, είναι ότι υπέροχα δάπεδα με ψηφιδωτά παραμένουν βορά στις καιρικές συνθήκες και κυρίως στην αλμύρα της θάλασσας.

 

  

Αποτέλεσμα αυτού, μεγάλο μέρος των ψηφιδωτών έχει ήδη υποστεί ζημιά, αλλού έχει ξεθωριάσει, σε κάποια σημεία έφυγαν από τη θέση τους οι ψηφίδες, ενώ τα προστατευτικά σχοινιά δεν είναι δυστυχώς αποτρεπτικά για να τα υπερπηδήσουν επισκέπτες και να βολτάρουν ανενόχλητοι πάνω σε αυτά!

«Θα πρέπει όσο είναι ακόμα καιρός, να τοποθετηθεί έστω και ένα πρόχειρο στέγαστρο για να τα προστατεύει από τον ήλιο και τις βροχές», αναφέρουν παράγοντες της Πέγειας. «Αφού η αμμοβολή και η αλμύρα της θάλασσας δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί, ας φροντίσουμε τουλάχιστον για αυτά που είναι εύκολο και φθηνό να γίνουν».

  

Η κατάσταση στον αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Γεωργίου Πέγειας δείχνει αμέσως ότι χρήζει παρεμβάσεων και σε επίπεδο καθημερινής φροντίδας. Οι σχίνοι στην περιοχή, ανκαι δείχνουν φρεσκοκλαδεμένοι και καθαρισμένοι, εντούτοις είναι προφανές ότι προκαλούν προβλήματα, αφού σε κάποια σημεία του περιφραγμένου χώρου «αγκαλιάζουν» αρχαιότητες ή πιέζουν περιτοιχίσματα. Η συνεχής έκθεση στα καιρικά φαινόμενα και η μη επαρκής συντήρηση, σύμφωνα με καταγγελίες, συντείνουν επίσης στο να παρατηρούνται αποκολλήσεις σοβάδων και άλλων υλικών από σημεία των τοίχων εντός του περιφραγμένου χώρου.

Λιγότερο σημαντικό για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας, πλην όμως σημαντική οικονομική «αιμορραγία» και απαράδεκτη παράλειψη προβολής, συνιστά η ελλιπής σήμανση για τον αρχαιολογικό χώρο. Η πρώτη σήμανση για την ύπαρξη αρχαιολογικού επισκέψιμου χώρου, παρουσιάζεται στον επισκέπτη ακριβώς έξω από το… κτήριο εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο.

  

 «Είναι κρίμα να υπάρχουν μέρες που ο αρχαιολογικός χώρος Πέγειας μετρά μόλις 10 ή 12 εισιτήρια εισόδου. Τέτοιος σημαντικός χώρος, να εμφανίζει έσοδα 25 ή 30 ευρώ, είναι αποκαρδιωτικό».

Μιλώντας στον «Φ» ο δήμαρχος Πέγειας, Μαρίνος Λάμπρου, τόνισε ότι η δημοτική Αρχή έχει καταθέσει εδώ και πολύ καιρό τους σχεδιασμούς της για την ανάδειξη, προστασία και αξιοποίηση του αρχαιολογικού χώρου και παρά την παγοποίηση τους τη διετία της πανδημίας, θα συνεχίσει να εργάζεται προς τον σκοπό αυτό, με στόχο την κατά το δυνατό συντομότερη υλοποίηση ενός τέτοιου έργου πολιτιστικής ανάπτυξης και ανάδειξης της περιοχής. Πρόκειται για ένα χώρο που, αν και υπολείπεται προβολής και διαφήμισης σε σχέση με τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Κάτω Πάφου, εντούτοις δεν υπολείπεται σπουδαιότητας αρχαιολογικών ευρημάτων και εντυπωσιακών για τον επισκέπτη εικόνων, επεσήμανε. 

 

 

«Εργαστήκαμε συστηματικά από την εκλογή μας κιόλας, προκειμένου η σημερινή κατάσταση να αλλάξει σύντομα», είπε χαρακτηριστικά, «ώστε οι χιλιάδες επισκέπτες της μαγευτικής περιοχής του Αγίου Γεωργίου να μην αρκούνται στο γραφικό λιμανάκι, στην εκκλησία που δεσπόζει της περιοχής και στις ψαροταβέρνες, αλλά να έχουν πλήρη εικόνα για την αρχαιολογική σπουδαιότητα της περιοχής.

Η προστασία και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου στον Άγιο Γεώργιο ήταν πρώτιστη κίνηση με την εκλογή του νυν Δημοτικού Συμβουλίου. Αποστείλαμε αμέσως μετά την εκλογή μας σχετική επιστολή προς το Τμήμα Αρχαιοτήτων για την ανάγκη προστασίας, ανάδειξης και αξιοποίησης των αρχαιολογικών θησαυρών της συγκεκριμένης περιοχής και ήδη προ ημερών απέστειλα και νέα επιστολή για επίσπευση των διαδικασιών μετά την πανδημία».

Τρεις βασιλικές παλαιοχριστιανικές

Μεταξύ του 1952 και του 1955, το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανάσκαψε στην περιοχή τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές και ένα λουτρώνα, που χρονολογούνται στον 6ο αιώνα μ.Χ. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν την περίοδο 1992-98 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και την αρχαιολογική αποστολή του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδας από το 1999. Κατά τις ανασκαφές αυτές διαφάνηκε ότι στον Άγιο Γεώργιο υπήρχε κατά τα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά χρόνια ένας μεγάλος ανοχύρωτος οικισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.).

Το κέντρο του οικισμού καταλαμβάνεται από μεγάλο συγκρότημα κτηρίων που περιλαμβάνει τη μεγάλη τρίκλιτη βασιλική Α΄, η οποία φέρει προσκτίσματα στη βόρεια της πλευρά και ένα περίστωο αίθριο με ένα βαπτιστήριο στα δυτικά. Μία μικρότερη τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος είναι προσαρτημένη στη βόρεια πλευρά του βαπτιστηρίου. Στα δυτικά του συγκροτήματος υπάρχει ένα μεγάλο διώροφο κτήριο, κτισμένο στον τύπο της ελληνορωμαϊκής οικίας, το οποίο εικάζεται ότι είναι το επισκοπείο. 

Λόγω της θέσης του, στο δυτικότερο άκρο του νησιού και στο μέσο του θαλάσσιου δρόμου μεταξύ Αλεξάνδρειας και Ρόδου, ο οικισμός αυτός αποτελούσε τον πρώτο σταθμό της νηοπομπής που μετέφερε σιτάρι από την Αίγυπτο στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι εξηγούνται πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οικισμού, τονίζουν οι αρμόδιοι του Τμήματος Αρχαιοτήτων.