Μέσα στο πλαίσιο του παρατεταμένου προεκλογικού κλίματος, το οποίο βιώνουμε ως κοινωνία τους τελευταίους μήνες, εν όψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών, γίνονται αναφορές σε κομματικούς, «ορίτζιναλ» και μη, προεδρικούς υποψήφιους και παρά το διακύβευμα της λαϊκής πλειοψηφίας, βλέπουμε για άλλη μια φορά το κομματικό κατεστημένο να πρωταγωνιστεί. Επιπλέον, παρατηρούμε το κομματικό σύστημα για άλλη μια φορά να πρωταγωνιστεί και να επιδιώκει να ρυθμίσει-για να μην πω να επιβάλει- τα δικά του τετελεσμένα επί του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών. Με άλλα λόγια παρακολουθούμε για άλλη μια φορά την κομματική ολιγαρχία και γενικότερα το κομματικό κατεστημένο να διεισδύει και να παρεμβαίνει ακόμη και στις προεδρικές εκλογές, απολαμβάνοντας υπερπρονόμια και επιβάλλοντας τους δικούς του όρους στα προεκλογικά δρώμενα.

Με πρόφαση λοιπόν τα όσα τεκταίνονται και ειδικότερα με αφορμή τις πολλαπλές ταχύτητες υποψηφίων που παρατηρούμε να δημιουργούνται ως απότοκο του κομματικού συστήματος (όπως π.χ. η συνταγματικά αμφιλεγόμενη άντληση χρηματοδότησης των κομμάτων για τις προεδρικές εκλογές), θα ήθελα να υπενθυμίσω  ότι στη χώρα μας έχουμε προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο δίνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την απόλυτη εξουσία, χωρίς ουσιαστικά «Checks and balances»/ Ελέγχους και ισορροπίες.  

Το εν λόγω γεγονός αποδίδεται κυρίως στον δικοινοτικό χαρακτήρα που προσέδωσαν στο νεοσύστατο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Με άλλα λόγια, οι οποιεσδήποτε ισορροπίες και οι οποιοιδήποτε έλεγχοι περιστρέφονταν γύρω από το ισοζύγιο των σχέσεων δύο κοινοτήτων και είχαν να κάνουν με το ισοζύγιο των σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκύπριων. Έπειτα από την Τουρκανταρσία του 1963 και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις δομές του κράτους, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε έλεγχος ή οποιαδήποτε ουσιαστική δικλίδα ισορροπίας απέναντι στην εκτελεστική εξουσία και στη δικαιοδοσία του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας. 

Ως αποτέλεσμα από το γεγονός αυτό, μπορούμε να έχουμε τρία βασικά σενάρια. Πρώτο, να έχουμε έναν πρόεδρο, ο οποίος να καπηλεύεται και να εκμεταλλεύεται τη λαϊκή ετυμηγορία και την πλειοψηφία που τον εξέλεξε με απολυταρχικό τρόπο και προς ίδιον όφελος. Δεύτερο, επικρατέστερο και πλέον σύνηθες για τα κυπριακά δεδομένα, σενάριο, να έχουμε έναν Πρόεδρο ο οποίος να εκχωρεί τις εξουσίες που απορρέουν από το προεδρικό αξίωμα και από την πλειοψηφία του λαού, προς όφελος μιας προνομιούχας (κομματογενούς κατά γενική ομολογία) ολιγαρχίας. Και τρίτο, απόμακρο πλην ιδανικότερο σενάριο, να έχουμε έναν Πρόεδρο που να εκφράζει τις θέσεις και το όραμα της πλειοψηφίας που τον εξέλεξε, με έναν τρόπο που θα αναγάγει το δημοκρατικό σύστημα σε κοινωνική δημοκρατία.

Συγκεκριμένα, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, η πολιτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει παρά μόνο εάν προωθηθεί σε κοινωνική δημοκρατία. Στην κοινωνική δημοκρατία παύει όχι μόνο η πολιτική αλλά και η οικονομικοκοινωνική κυριαρχία των λίγων έναντι των πολλών και ο λαός καθίσταται ουσιαστικά κυρίαρχος. Η δε κοινωνική δημοκρατία, όπως διευκρινίζει ο Μάνεσης, «δεν έρχεται καταλύσαι, αλλά πληρώσαι» την πολιτική δημοκρατία: δεν αποτελεί δηλαδή άρνηση, αλλά διαλεκτική «υπέρβαση» του διλήμματος «ελευθερία ή ισότητα» και εν τέλει σύνθεση των δύο αυτών αξιών. Συνεπώς, θα ήθελα να κλείσω με την πεποίθηση ότι κάποτε θα ωριμάσουν οι συνθήκες και τα εκλογικά μας δρώμενα, ούτως ώστε το προεδρικό μας σύστημα να απαλλαγεί από υφιστάμενα βαρίδια και παθογένειες και να λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και αντιπροσωπευτικά, στα πρότυπα μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνικής δημοκρατίας.

*Λέκτορας Επικοινωνίας, Σύμβουλος Εταιρικής Επικοινωνίας, Ερευνητής