Αυτήν την μέρα, 23η Δεκεμβρίου του 1888, ο Ολλανδός ζωγράφος, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, μετανιωμένος επειδή προσέβαλε τον φίλο κι ομότεχνό του, Πολ Γκογκέν, έκοψε το αριστερό του αυτί για να αυτοτιμωρηθεί. Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ πια η τρέλα είχε σφηνώσει μέσα στο μυαλό του, στις 29 Ιουλίου 1890 αυτοκτόνησε, έχοντας πουλήσει έναν μόνο πίνακα σε όλη του τη ζωή! 

  Είναι για μένα ο μεγαλύτερος  ζωγράφος όλων των εποχών, ίσως ακριβώς επειδή η ευαισθησία και η τρέλα του, που τελικά τον σκότωσαν, συνέθεσαν ένα «υλικό» που μόνο αριστουργήματα μπορούσαν να παράξουν. Μια τέχνη του ήθους. Που αντικατοπτρίζεται και στην ευαίσθητη τρέλα του να αυτοτιμωρηθεί, αναγνωρίζοντας ότι τους σπουδαίους ανθρώπους και φίλους, δεν τους προσβάλλεις ποτέ. 

  Σκέφτηκα, λοιπόν, σήμερα, αντί να παραθέσω βιογραφικά του στοιχεία και γεγονότα, να αφήσω ένα τραγούδι να μιλήσει για αυτόν. Λέγεται, απλά, «Βίνσεντ», το έγραψε και το ερμήνευσε ένας σπουδαίος Αμερικανός τραγουδοποιός, ο Ντον Μακλήν.  Περιγράφει μέσω του πιο σπουδαίου ίσως έργου του Βαν Γκόγκ, την «Έναστρη Νύχτα», όλη την πορεία του μέσα στην υπέροχη, για την Τέχνη, μα και τόσο βασανιστική για τον ίδιο. Προσπάθησα η μετάφρασή μου να αποδίδει όσο πιο πιστά γίνεται το «πνεύμα» του συνθέτη:

  Έναστρη, έναστρη νύχτα.  Βάψε την παλέτα σου μπλε και γκρι. Δες έξω μια καλοκαιρινή μέρα, με μάτια που ξέρουν το σκοτάδι στην ψυχή σου

  Σκιές στους λόφους. Σκιτσάρισε τα δέντρα και τους νάρκισσους. Πιάσε το αεράκι και τις χειμωνιάτικες κρυάδες/ Με χρώματα στη χιονισμένη γη από λινό

  Τώρα, κατάλαβα τι προσπαθούσες να μου πεις, και πόσο υπέφερες να κρατήσεις τα λογικά σου, να απελευθερώσεις τα δαιμόνια που είχες μέσα σου. 

  Δεν άκουγαν, δεν ήξεραν πώς ν’ ακούνε/ Ίσως ακούσουν τώρα…

  Έναστρη, έναστρη νύχτα. Φλεγόμενα άνθη που έντονα ανάβουν. Σύννεφα που στροβιλίζονται σε ιώδη ομίχλη. Που αντικατοπτρίζονται στα κινέζικα μπλε μάτια του Βίνσεντ.

  Χρώματα που αλλάζουν απόχρωση. Πρωινά χωράφια με κόκκους κεχριμπαριού. Ξεπερασμένα πρόσωπα γραμμωμένα από τον πόνο. Καταπραΰνονται, μαλακώνουν κάτω από το στοργικό χέρι του καλλιτέχνη.

  Τώρα καταλαβαίνω Βίνσεντ τι προσπαθούσες να μου πεις. Πόσο υπέφερες να κρατήσεις την λογική σου. Πόσο προσπάθησες να απελευθερωθείς.

  Δεν άκουγαν, δεν ήξεραν πώς ν’ ακούνε. Ίσως ακούσουν τώρα

  Γιατί δεν μπόρεσαν να σε αγαπήσουν/ Αλλά πάντα η αγάπη σου ήταν αληθινή. Κι όταν μέσα σου δεν έμεινε πια καμιά ελπίδα/ Εκείνη την γεμάτη από αστέρια νύχτα…

  …Πήρες τη ζωή σου όπως κάνουν συχνά οι εραστές.

  Αλλά εγώ θα μπορούσα να σου πω, Βίνσεντ/ Ότι αυτός ο κόσμος  δεν προοριζόταν ποτέ για κάποιον τόσο όμορφο όσο  εσύ!

  Έναστρη, έναστρη νύχτα/ Πορτρέτα κρεμασμένα σε άδειες αίθουσες. Κεφάλια χωρίς πλαίσιο σε τοίχους δίχως όνομα, με μάτια που παρατηρούν τον κόσμο και δεν μπορούν να ξεχάσουν

  Όπως οι ξένοι που συνάντησες/ Οι κουρελιασμένοι άνθρωποι με ρούχα κουρέλια /Το ασημένιο αγκάθι του ματωμένου τριαντάφυλλου/Κείτονται τσακισμένα και σπασμένα πάνω στο παρθένο χιόνι

  Τώρα, νομίζω ότι ξέρω τι προσπαθούσες να μου πεις/ Πώς υπέφερες με την τρέλα σου/ Πόσο προσπάθησες να τους απελευθερώσεις.

  Δεν ήθελαν να ακούσουν, ακόμα δεν ακούνε

  Και ίσως να μην ακούσουν ποτέ…

  Απολαύστε το τραγούδι, με τους στίχους του εδώ:

https://youtu.be/oxHnRfhDmrk