Αν δεν είναι κόπος και αν έχετε χρόνο, διαβάστε το άρθρο του Κώστα Στούπα στη σελίδα 11 του Οικονομικού Φιλελεύθερου, στο πλαίσιο της συνεργασίας του ομίλου με το capital.gr. Επιχειρηματολογεί, όπως πάντα βάσιμα, για να αποδείξει «γιατί χρειάζονται μεγαλύτερες επιχειρήσεις». Εν ολίγοις, γιατί πρέπει να γίνουν συγχωνεύσεις εταιρειών, ακόμα και με φορολογικά κι άλλα κίνητρα από το κράτος (σ.σ. τελικά τίποτε δεν γίνεται αν δεν… τσοντάρει το κράτος;), ώστε η νέα -πολύ μεγαλύτερη- εταιρεία να μπορεί να «βγει έξω», να κάνει εξαγωγές, να προσλάβει κόσμο, να κάνει έρευνα για καινοτομία, να δώσει ψηλότερους μισθούς, να μεγιστοποιήσει την παραγωγή, το κέρδος, κλπ. Πέρασε ο καιρός των οικογενειακών επιχειρήσεων, προκύπτει λίγο-πολύ από το άρθρο.

Διαβάζοντας το κείμενο, το οποίο επαναλαμβάνω παραθέτει βάσιμα επιχειρήματα, θυμήθηκα την Andy’s Pizza (since 1970), κάτω από το διαμέρισμα του Γλαύκου. Για δεκαετίες εκεί. Με το σπαθί της ή… το τυρί της ή το κάτι τις της, το διαφορετικό. Πώς αλλιώς;

Ισχυρίζομαι πως προσφέρει την καλύτερη πίτσα που δοκίμασα στη Λευκωσία, τουλάχιστον. Δικαιούμαι να ισχυρίζομαι, ισχυριστείτε κι εσείς κάτι άλλο! Και είμαι βέβαιος πως δεν θα μου κρατήσουν θυμό οι ισχυροί παίκτες στην κυπριακή αγορά πίτσας. Αμφιβάλλω αν την ξέρουν πολλοί έξω από τη Λευκωσία. Αν και είδα, παλιά, να πωλούνται «κομμάτια» της σε έναν θάλαμο κάποιας υπεραγοράς. Και ξαναδοκίμασα μία, μετά από πολλά χρόνια. Και θυμήθηκα πολλά και διάφορα.

Δεν τον ξέρω καθόλου τον άνθρωπο προσωπικά. Ελπίζω να είναι υγιής, επί των επάλξεων και να εκπαίδευσε διαδόχους στον επαγγελματικό τομέα, με το ίδιο μεράκι και αφοσίωση στη δουλειά. Θεωρώ πως η εν λόγω επιχείρηση δεν έχει ανάγκη καμία συγχώνευση, για να συνεχίσει να είναι μία αξιοπρεπής, κερδοφόρα επιχείρηση, με εξαιρετικά προϊόντα και πιστούς πελάτες, διαφόρων γενιών.

Το ίδιο θα έλεγα για μερικά οινοποιεία, με ονομασίες γνωστές σε εμάς εδώ, για πολλά χρόνια. Ενόσω παράγουν, θεωρώ πως βρέθηκε η συνταγή να είναι βιώσιμες, ελπίζω και κερδοφόρες. Κι ας είναι οικογενειακές ή πολύ μικρές. Αν η κυπριακή αγορά είναι τελικά τόσο μικρή που δεν μπορεί να στηρίξει μια υγιή επιχείρηση του συγκεκριμένου τομέα, ή άλλων, οι εξαγωγές είναι βεβαίως μια επείγουσα επιλογή, αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι εξαγωγές προϋποθέτουν συγχωνεύσεις, παραγωγή πολλών εκατομμυρίων φιαλών (ή άλλων προϊόντων) και συνεργασία με πολυεθνικές αλυσίδες υπεραγορών στην Ευρώπη ή άλλού.

Πάρτε για παράδειγμα μία άλλη γνωστή μικρή επιχείρηση στη Λευκωσία, που θέλω να πιστεύω πως μια χαρά βιώσιμη, εξελίξιμη και επικερδής είναι: την μπυραρία Βrew Fellas. Που αντιλαμβάνομαι ξεκίνησε από το μηδέν, από (νομίζω) δύο νέους, που απλά αγαπούσαν (μεταξύ άλλων) την καλή μπύρα και ήξεραν και πάρα πολλά (και έμαθαν περισσότερα) για τον περίφημο «χυμό κριθαριού» ή το «υγρό ψωμί» όπως την έλεγαν κάποτε. Όχι τις διάσημες φίρμες, τις… άλλες.

Έως και την τελευταία φορά που επισκέφθηκα τον χώρο, προ κορωνοϊού, εξακολουθούσε να σερβίρει κατ’ αποκλειστικότητα (εξαιρετικής ποιότητας) μπύρες, πάρα πολλών τεχνοτροπιών, χρωμάτων και γεύσεων, τις επωνυμίες των οποίων όμως, ελάχιστοι γνώριζαν πριν τις δοκιμάσουν στον συγκεκριμένο χώρο ή σε κάποιους άλλους, παρόμοιους. Εισαγόμενες μπύρες από μοναστήρια, από μικρά ή μικρομεσαία αγροκτήματα, βιοτεχνίες μικρής κλίμακας αλλά μεγάλης τεχνογνωσίας και εμπειρίας, από μερακλήδικα ζυθοποιία ανθρώπων που λατρεύουν την παρασκευή αγνής μπύρας και απορρίπτουν τη μαζική παραγωγή «συνηθισμένης» μπύρας (κι ας είναι φθηνότερη και διαθέσιμη παντού), με τις γνωστές εκπτώσεις στην ποιότητα, τη φρεσκάδα και την αγνότητα ενός προϊόντος, όταν «καταδικάζεται» να παράγεται κατά δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμύρια.

Εν πολλοίς, θέλω πάρα πολύ να μην έχει δίκαιο σε όλα όσα γράφει ο κ. Στούπας. Υπάρχει ακόμα χώρος για μικρές επιχειρήσεις, οικογενειακές ή όχι δεν έχει τόση σημασία, όχι μόνο στον χώρο της εστίασης. Επιχειρήσεις που θα είναι αναγκαίες, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, για εκείνους που τις έστησαν και τις λειτουργούν, αυτούς που εργοδοτούνται σε αυτές και βεβαίως στους πελάτες τους. Επιχειρήσεις που δεν θέλουν τα μεγαλεία της άλωσης ευρωπαϊκών ή παγκόσμιων αγορών, αλλά την επικερδή και αξιοπρεπή επιβίωσή τους, με την οικονομία κλίμακας που τους επιτρέπει ο ευρύτερος χώρος που δραστηριοποιούνται και οι (πραγματικές) ανάγκες που καλούνται να εξυπηρετήσουν στην «αγορά», χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα ή -αντίθετα- με αποδεκτές, συνειδητές και ομολογημένες εκπτώσεις στην ποιότητα και την τελική τιμή. Ακριβώς γιατί, όπως υπάρχει χώρος γι’ αυτές τις επιχειρήσεις (που μια χαρά μπορούν να ακολουθήσουν και τον «ψηφιακό μετασχηματισμό», στη λειτουργία-οργάνωση ή και στην παραγωγή, και τις τεχνοτροπίες εξοικονόμησης ενέργειας), υπάρχει χώρος και για καταναλωτές που δεν ψάχνουν κατ’ ανάγκη το φθηνότερο προϊόν στο ράφι και καταναλωτές που ναι, δεν είναι ντροπή, ούτε εκ προοιμίου λάθος, ψάχνουν το φθηνότερο προϊόν, κι ας είναι και… αμαρκέ.

Εν γνώσει βέβαια και των μεν και των δε, πως ο οικονομικός επεκτατισμός των μεγάλων αποδεικνύεται πολύ συχνά ανίκητος.

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ

ΑΥΣΤΗΡΟΠΟΙΟΥΝ στα χαρτιά οι αρμόδιοι τα μέτρα για το SafePass και τον έλεγχο του κορωνοϊού. Αυτή είναι η σωστή απόδοση των αποφάσεων του Υπουργικού.

ΔΙΟΤΙ, και σε χώρους με… ένα άτομο να αποφασίσουν ότι πρέπει να επιδεικνύεται το πιστοποιητικό, η οκκά-τετρακόσια, όταν σχεδόν κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά τις ανακοινώσεις, όταν νιώθει ακράδαντα ότι σπανίως θα του γίνει έλεγχος από αστυνομικό ή άλλο κρατικό όργανο και ότι, δεδομένης αυτής της σωστής αντίληψης, ούτε και οι ιδιοκτήτες των υπό περιορισμό υποστατικών θα κάνουν σοβαρό έλεγχο.

ΣΥΝΕΠΩΣ δεν μιλάμε για λήψη πραγματικά πιο αυστηρών μέτρων, αλλά για ανακοίνωση πιο ασυτηρών μέτρων. Και βλέπουμε.

ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΜΕ ξανά και ξανά ότι σπανίως μαθαίνουμε από τις περιπέτειες και τα προβλήματα μας.

ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ, όσο προβληματική κι αν είναι η κατάσταση με την πανδημία, το γεγονός ότι μπήκαμε στον Αύγουστο και όλο και περισσότεροι φεύγουν με άδειες, κάνει τα πράγματα να φαίνονται πιο χαλαρά. Όμως, είναι θέμα χρόνου να σφίξουν τα ζωνάρια, ανεξαρτήτως της εξέλιξης της πανδημίας.

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ στήριξης δεν μπορεί να ανανεώνονται συνεχώς. Σε κάποιους κλάδους μοιάζει πολύ δύσκολο να αρνηθεί και άλλες παρατάσεις η κυβέρνηση, όμως σε κάποιους άλλους τα πράγματα θα δυσκολέψουν. Και για τους επιχειρηματίες, αλλά κυρίως για τους εργαζόμενους.

ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ να μην μας προκύψει το φθινόπωρο μια νέα «παραλλαγή» και μια νέα έξαρση μολύνσεων, όπως προειδοποιούν σε όλες τις χώρες οι επιστήμονες, αν μη τι άλλο να μην ανατραπεί και αυτή η σχολική χρονιά και να κληθούν να πληρώσουν το μάρμαρο μαθητές και μαθήτριες, ενόσω εμείς θα συνεχίσουμε τις αψιμαχίες για το τι συμβαίνει, γιατί συμβαίνει και πώς βγαίνουμε από μέσα.

ΜΕΣΑ σε αυτό το περιβάλλον, θα αναμέναμε ότι κάποια ώριμα κρατικά αναπτυξιακά έργα θα προωθούνταν τάχιστα μέσα στο 2021, ώστε αν μη τι άλλο να ανοίξουν κάποια εργοτάξια και να προσφέρουν θέσεις εργασίας. Για άλλη μια φορά, όμως, τα επίσημα στοιχεία λένε για πολύ χαμηλό ποσοστό υλοποίησης αναπτυξιακών δαπανών (18%), ακόμα πιο χαμηλό και από το περσινό, με την οικονομία κλειστή. Μείναμε από ρευστό, παιδιά; Ή δεν είναι αντιληπτή η σοβαρότητα της κατάστασης;

 

Χωρίς πολλά-πολλά

Να που ο νέος υπουργός Υγείας δείχνει να μαθαίνει γρήγορα. Από τη 2η – 3η ομιλία του κατά την ανακοίνωση νέων μέτρων για την πανδημία κατάλαβε τι γίνεται και αφαίρεσε κάθε υπόσχεση ή αισιοδοξία πως «με τα εμβόλια παίρνουμε τη ζωή μας πίσω» ή πως «άμα εμβολιαστούμε ή άμα… προσέχουμε θα επιστρέψουμε στην κανονισκότητα». Όλα αυτά που μας λένε εδώ και ενάμιση χρόνο. Μην υποσχεθείτε τίποτε απολύτως, υπουργέ. Όσοι το έκαναν πριν από εσάς, έπεσαν έξω. Απλά, βάζουμε εμβόλιο, τηρούμε τα βασικά, προς αποφυγή των χειρότερων. Για τον κάθε ένα μας, αλλά και για την κοινωνία όλη.

 

 

Άντε να τελειώνουμε

Έτοιμο το νομοσχέδιο που εναρμονίζει την κυπριακή νομοθεσία με την Οδηγία για την πάταξη αθέμιτων πρακτικών κατά την εμπορία γεωργικών προϊόντων. Όπως έγραψε ο «Φ», υπήρξε μεν καθυστέρηση στην εναρμόνιση, εξού και η προειδοποίηση από την ΕΕ, αλλά έγινε και αρκετή δουλειά από το Υπουργείο Γεωργίας για να ετοιμαστεί ένα νομοσχέδιο που θα ανταποκρίνεται στην άσχημη πραγματικότητα που βιώνει μεγάλο μέρος του αγροτικού κόσμου. Το νομοσχέδιο ταλαιπωρήθηκε για ενάμιση χρόνο στη Νομική Υπηρεσία, ένα μήνα πριν τις εκλογές κατατέθηκε στη Βουλή και τώρα αναμένουμε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή να πέσει πάνω του και να το οδηγήσει το συντομότερο στην Ολομέλεια για έγκριση.