Η πρόσφατη εξαγγελία της νέας δέσμης μέτρων από τον Υπουργό Υγείας παρέχει μια σημαντική ευκαιρία ανασκόπησης της μέχρι τώρα πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας. Αφενός, υποδηλώνει μια καλοδεχούμενη αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Αφετέρου, σκιαγραφεί μία επιλεκτική στάση, απότοκο μιας ευρύτερης νοοτροπίας λήψης αποφάσεων. Ως κοινωνία οφείλουμε να αναλογιστούμε το κόστος της υφιστάμενης νοοτροπίας και να εργαστούμε συλλογικά στη θέσπιση ενός συνεκτικού πλαισίου διεξαγωγής δημόσιας πολιτικής. 

Η Κυπριακή Πολιτεία δείχνει να χρειάζεται ένα ουσιαστικό διάλογο με θέμα τις προτεραιότητές της και τις αρχές που διέπουν τον συλλογικό τρόπο εξασφάλισής τους. Το αξιακό σύστημα του Κυπριακού Ελληνισμού θα μπορούσε να εμπνεύσει δημιουργικά ένα τέτοιο διάλογο. Έννοιες όπως η λογική, η λογοδοσία και η ισονομία, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αποκτήσουν κύρια θέση στο πλαίσιο διεξαγωγής πολιτικής. Παράλληλα θα ήταν ενθαρρυντικό εάν η ελευθερία επαναβεβαιώνετο εμπράκτως ως το ύψιστο αγαθό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Το χάσμα προσεγγίσεων στα καίρια θέματα που μας απασχολούν καθιστούν επιτακτικό το συλλογικό διάλογο.  Αναπόφευκτα οι απόψεις διίστανται για την πρέπουσα διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Εν τούτοις, η ανάγκη του μέτρου στη δημόσια πολιτική είναι κοινώς αποδεκτή. Η παλινδρόμηση μεταξύ πανικού και έπαρσης κατά τους τελευταίους μήνες απέδειξε δυστυχώς ότι απέχουμε από το μέτρο ως Πολιτεία. Ενδεικτικές αποφάσεις του πανικού ήταν για παράδειγμα η πιθανότατα πρόωρη καθολική απαγόρευση η οποία συνδυάστηκε με τη στέρηση εισόδου στη χώρα χιλιάδων πολιτών. Του προαναφερθέντος πανικού ακολουθήθηκε μια αβάσιμη έπαρση. Χαρακτηριστική ήταν η θεώρηση πως η Κύπρος «νίκησε» τον ιό κατά τρόπο που θα μπορούσε να προσελκύσει εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες εγγυώμενη κάλυψη εξόδων σε περίπτωση λοιμώξεώς τους.

Αυτά έγιναν άνευ επαρκούς υπολογισμού του κίνδυνου αναστροφής των δεδομένων. Παρασυρμένοι από την υποτίμηση της κατάστασης οδηγηθήκαμε στη μετέπειτα χαλάρωση και στα σημερινά αδιέξοδα. Η παρούσα και κλιμακούμενη έξαρση, όντως, έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης. Παρά ταύτα, η νέα δέσμη μέτρων και η νοοτροπία που οδήγησε στην επιλογή τους ίσως επιφέρει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα επιλύσει. Αυτό οφείλεται στις πιθανώς μη εξετασθείσες μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πτυχές της υφιστάμενης νοοτροπίας.

Η ελλειπούς λογοδοσίας πολιτική των διαταγμάτων, για παράδειγμα, και η επίκλησή τους ως απαράβατος νόμος δεν αρμόζουν σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Κατά πρώτον διότι αδυνατούν να επιφέρουν την ουσιαστική νομιμοποίηση παρόλη την παρεχόμενη ίσως νομική κάλυψη. Κατά δεύτερον διότι μέτρα που δεν ασπάζονται από τους πολίτες που προορίζονται να τα εφαρμόσουν απλούστατα δεν θα εφαρμόζονται εν  τη απουσία ελέγχου. Η δε πολιτική εξασφάλισης της συμμόρφωσης, μέσω προστίμων μεγέθους του 30-50% ενός μισθού ή το 50-80% μιας σύνταξης, μπορεί να χαρακτηρισθεί έως και ανάλγητη εάν αφουγκραστούμε το μέγεθος της κοινωνικοοικονομικής κρίσης.

Ομολογουμένως, τα δεδομένα είναι μεν δύσκολα για την πολιτική ηγεσία. Είναι πρωτίστως όμως δυσβάστακτα για τον ίδιο το λαό. Η κατάσταση επιβάλλει τη συλλογική συμπόρευση. Αυτή η συμπόρευση θα μπορούσε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα εάν παραμερισθεί η υφιστάμενη προσέγγιση. Μια υγιέστερη σχέση λογοδοσίας και διαφάνειας μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών ίσως να αποτελούσε θεμιτή επιλογή. Είναι αδήριτη ανάγκη να τεκμηριώνεται πλήρως το σκεπτικό των οποιωνδήποτε μέτρων και κυρίως, να πείθει.

Αυτή η υγιέστερη σχέση λογοδοσίας, διαφάνειας και δημοκρατικής πειθούς θα μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω στην έννοια της πολιτικής αναλογικότητας. Οι πολίτες καλούνται να απωλέσουν συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες. Η κυβέρνηση οφείλει να τεκμηριώσει αυτή την απώλεια μέχρι νεωτέρας επιστρατευόμενη όλα τα επιστημονικά δεδομένα­ στο βέλτιστο βαθμό. Οι υγειονομικές αναλύσεις για παράδειγμα θα ήταν πιο κατατοπιστικές εάν παρουσιάζονταν επί τη βάσει της αιτιώδους συνάφειας. Πέραν των υγειονομικών δεδομένων, θα μπορούσαν να λαμβάνονταν υπόψη και κοινωνικοοικονομικά στοιχεία καθώς και μια προσέγγιση πολιτικής οικονομίας η οποία προέβλεψε αρκετές παραλείψεις μέχρι τώρα.  Ένα εξίσου ουσιώδες βήμα θα ήταν η  δημοσιοποίηση των πρακτικών από συνεδρίες της επιδημιολογικής ομάδας με την εκτελεστική εξουσία. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που θα ενίσχυαν την τεκμηρίωση των μέτρων και κατά συνέπεια της αποτελεσματικότητάς τους.

Επιπρόσθετα, ο βαθμός της τεκμηρίωσης ενδείκνυται να αυξάνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της εκάστοτε ελευθερίας και δικαιώματος που ο πολίτης καλείται να απωλέσει προσωρινά. Σημειώνεται ότι η όποια απόπειρα τεκμηρίωσης της ανάγκης απαγόρευσης των διαδηλώσεων δεν συνάδει με τη Δημοκρατία. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων παραπέμπει σε εκτροπή του πολιτεύματος και επομένως χρήζει άμεσης ανάκλησης. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι η καλοπροαίρετη αλλά ίσως αδόκιμη μίμηση πολιτικών άλλων χώρων πιθανώς να δυσχεραίνει την κατάσταση. Το ζητούμενο είναι μια πιο προσεγμένη και διαμορφωμένη στα κυπριακά δεδομένα πολιτική διαχείρισης.

Ας μην ξεχνάμε στην παρούσα συγκυρία πως η εκάστοτε πολιτειακή διοίκηση οφείλει να λειτουργεί ως μέσο εξυπηρέτησης των πολιτών. Βασικό χαρακτηριστικό αποτελεσματικής εξυπηρέτησης είναι βεβαίως η προώθηση των συμφερόντων του λαού μέσω των πρέπουσων πολιτικών. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται οι δέουσες ενέργειες που να προωθούν την συμπόρευση με τον λαό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της σωστής τεκμηρίωσης πολιτικών με σφαιρική και δημοκρατική φύση. Τα όποια μέτρα, ελλείψει μέτρου, δεν βοηθούν. Ένα πλαίσιο διεξαγωγής πολιτικής εδραζόμενο στη λογοδοσία και τη διαφάνεια, και εμπνευσμένο από βασικές αξίες του Κυπριακού Ελληνισμού θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για την άμεση έκβαση της κρίσιμης κατάστασης της πανδημίας που διέρχεται ο λαός μας.

*Ο Φειδίας Θεοφάνους είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο London School of Economics and Political Science.