Δύο ξεχωρίζω και αναδημοσιεύω σήμερα. Είναι γραμμένα από ανθρώπους που γνωρίζω και εκτιμώ. Έχουν διανύσει χιλιόμετρα στο επάγγελμά τους. Το αγαπούν και το υπηρετούν με ευαισθησία –έχει σημασία αυτό για μένα. Πιο πολύ, ας πούμε, ακόμα και από την πειθαρχία. Το πρώτο είναι από ένα σημείωμα του δημοσιογράφου Κώστα Κυριακόπουλου στο Facebook. Μεγαλώσαμε μαζί σε μια εφημερίδα όπου πριν γράψουμε κάτι, ιδίως δε αυτός που καταγινόταν με το πολύ δύσκολο αστυνομικό ρεπορτάζ. Και, διαβάζοντας το παρακάτω, με έπιασε τρόμος στη σκέψη του τι θα γινόταν εάν σε όλους αυτούς στους οποίους αναφέρεται τώρα, στους ξερόλες του Διαδικτύου που διαδίδουν ό,τι αρπάξουν, αναθέταμε για μία μόνο μέρα το ρεπορτάζ που έκανε ο Κώστας επί χρόνια. Χριστέ μου!

«Η αρθρογραφική υπεροψία και αλαζονεία έχουν πολλές πηγές. Είναι η εκ φύσεως προσωπική έπαρση. Είναι η αναγνώριση που εισπράττεις από το μέσο στο οποίο εργάζεσαι. Είναι το feedback των αναγνωστών/ καταναλωτών αυτών που παράγεις ιδίως όταν κατά κύριο λόγο θεωρούνται “έξυπνα”, “σκωπτικά”, “to the point”. Είναι ο “αέρας” που σου προσφέρει το απυρόβλητο. Είναι η άγαρμπη μίμηση της σοσιαλμιντιακής “εξυπνάδας”, η ατακαδόρικη εκδοχή της ανοησίας. Είναι και πολλά – πολλά άλλα. 

Αυτό, όμως, που αποχαλινώνει τον κάθε σιτιζόμενο της δημόσιας γραφής είναι η απομάκρυνσή του από την ουσιωδέστερη αρχή της: Την αλήθεια. Για να τη γράψεις πρέπει να τη γνωρίζεις. Για να τη γνωρίζεις πρέπει να μπορείς να τη μαθαίνεις. Για να τη μαθαίνεις πρέπει να ακολουθείς συγκεκριμένη μέθοδο την οποίαν γνωρίζουν μόνο -ναι, μόνο αυτοί- οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Για να την ακολουθήσεις υπάρχουν αρκετοί δρόμοι και επιλογές. Θεμελιώδες είναι, όμως, να κατέβεις από τον θρόνο στον οποίον πιστεύεις ότι βρίσκεσαι. Αν δεν το κάνεις μόνος σου, είναι μεγάλος ο κίνδυνος να σου συμβεί βάσει συνθηκών και με πολλή βία. Και όταν συμβαίνει αυτό στα μέσα -γιατί συμβαίνει και γιατί έτσι είναι τα μέσα- είσαι μόνος. Οι υπόλοιπες γενικεύσεις τόσο για το ίδιο το μέσον στο οποίο εργάζεσαι όσο και για τους συναδέλφους σου είναι εκ του περισσού. Και εκ του πονηρού».

Το δεύτερο Δείγμα Γραφής μας έρχεται από τον Άγγελο Ρέντουλα, που γράφει για τον γαστρονόμο της Καθημερινής των Αθηνών και για το Vogue Greece, που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Αγία Ύδρα όπως τη λέω, και το αυτό που «τσιμπάω» κλεφτά από το πιάτο του, είναι ένας μεζές θεσπέσιος, αλλά γευτείτε τον από τα χέρια του, έστω και περιγραφικώς!

«Το υδραίικο καλαμάρι, από το γόνιμο ρήγμα μεταξύ Ύδρας και Ερμιονίδας, είναι πιθανότατα το νοστιμότερο του κόσμου, με ξεχωριστή γλύκα και φίνο άρωμα, σχεδόν λουλουδάτο• σφραγίζει τους κάλυκες με την ιδιάζουσα νοστιμιά του, δημιουργώντας (αξεπέραστο) γευστικό προηγούμενο. Δικαίως φαμόζο, ντελικατέτσα περιωπής, είναι αυτό με το οποίο θα συγκρίνεις κάθε καλαμάρι που θα δοκιμάσεις στη ζωή σου. Οι ντόπιοι το τρώμε ψητό, ιδεωδώς στα κάρβουνα, μαστιχωτό, να βαστά τα ζουμιά του, σκέτο. Δωρικός μεζές. Λαδολέμονα, μυρωδικά και άλλα αρτύματα συνιστούν ύβρη. 

 

 

Και μια σκέψη, σαν υστερόγραφο: Δεν ξέρω αν και πόση πραγματική ενημέρωση προσφέρει η καθημερινή αναφορά σε αριθμούς θετικών κρουσμάτων και, κυρίως, εκτός από το αυτονόητο, σε ποια συμπεράσματα μπορεί ο κοινός νους να καταλήξει. Για παράδειγμα, αν χθες είχαμε 10 θετικούς, προχθές 8, αντίπροχθες 12 και σήμερα 2, τι λέει αυτή η εικόνα; Ναι σύμφωνοι: η στατιστική απλώνεται και αποφέρει καρπούς σε ένα λογικό μάκρος χρόνου και με μια σημαντική αύξηση του δείγματος. Αυτό είναι ανάγκη να το καταλάβουμε καλά, κυρίως όσοι μετά από κάθε ανακοίνωση σπεύδουμε να πάρουμε θέση που, αποδεδειγμένα, μετά από λίγες μέρες μπορεί να έχει ανατραπεί. Δεν λέω να αγνοήσουμε τους αριθμούς, όχι. Αλλά να τους αφήσουμε να σιτέψουν πριν τους «φάμε».