«Περιμένεις ανήμπορος την απόφαση των γιατρών. Ξέρεις να μετράς τα κουκιά σου. Ήδη εξάντλησες όλες τις μονάδες οξυγόνου», περιγράφει με συγκινητικό τρόπο τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο αναφοράς του κορωνοϊού στη Σαουδική Αραβία όπου εργάζεται, ο Κύπριος Γιώργος Ζαχαρίου. Παρέμεινε εκεί, μετρώντας το οξυγόνο του που στέρευε. Μετρώντας τους ασθενείς και τους ανθρώπους που χάνονται.

Συλλογιζόμενος την πίκρα από το χαμό τους, το θρήνο που ίσως προκαλούσε και εκείνος στους αγαπημένους του. Ο κ. Ζαχαρίου, αποφάσισε να μοιραστεί την ιστορία του, ως μια απάντηση στις θεωρίες συνωμοσίας. «Σε σχόλια νεαρών και άλλων πολιτών που μιλούν για οργανωμένη παραπληροφόρηση και για τρομολαγνεία. Επειδή πολλοί αναφέρονται στο ιό σαν να είναι απλό κρυολόγημα».

Τέλη του Μάη, άκουσαν για θετικά κρούσματα ανάμεσα σε συναδέλφους στη Σαουδική Αραβία. «Παρά τα μέτρα που παίρναμε, ο ιός κτύπησε και τη δική μας πόρτα. Τα πρώτα συμπτώματα στις αρχές Ιούνη, με πυρετό, πονόλαιμο, μυαλγίες και φοβερό πονοκέφαλο. Η σύζυγος μου χάνει τη γεύση και την όσφρηση της. Στην αρχή άρνηση. Μετά θυμός, έπειτα απόγνωση και αγωνία. Στο τέλος η σύζυγος μου να με παρηγορεί: “Δαμαί, κοτζάμ καρκίνο και τον νικήσαμε, τούτο το κορωνί θα φοβηθούμε;”».

Λίγες μέρες μετά, βρέθηκαν στο νοσοκομείο για το τεστ και την επιβεβαίωση. «Σιγά – σιγά το οξυγόνο μειώνεται. 93… 92… και πλησιάζει στο όριο, 90%. Ο πόνος στο στήθος μεγαλώνει. Σκέφτεσαι ότι το έχεις ξαναπεράσει με παλιές βρογχίτιδες. Μα τίποτα δεν είναι το ίδιο. Κάθε βήξιμο το αισθάνεσαι σαν τρόχισμα, με το δίσκο που τρίβουν τα μέταλλα μέσα στα σωθικά σου. Κάθε αναπνοή είναι και μια ξεχωριστή προσπάθεια. Κάθε δέκα βήματα και εκατοστάρι. Δεν έπαιρνε άλλο. Σε συνεννόηση με την ιατρική ομάδα της εταιρείας ήρθε ασθενοφόρο. Από το παράθυρο αποχαιρετάς τη γυναίκα σου και παρακαλείς τον Θεό να την ξαναδείς».

Το μεσημέρι φτάνει στο νοσοκομείο. «Στην ουρά περιμένεις να σε φωνάξουν. Ευτυχώς η εταιρεία φρόντισε για σένα. Μπαίνεις στο θάλαμο σχετικά εύκολα. Το δωμάτιο υπερπολυτελές και το νοσοκομείο αχανές, μα άδειο. Περιμένεις 11 ώρες να σε δει κάποιος. Ο πρέσβης και ένας καλός φίλος του γιατρός, κάνουν αγωνιώδεις προσπάθειες να επικοινωνήσουν με το νοσοκομείο για σε δει κάποιος από τους γιατρούς. Στις 11:00 το βράδυ έρχεται η νοσοκόμα. Αντιπυρετικά. Αντιβίωση. Αντιθρομβωτικά. Κατά τα μεσάνυχτα οξυγόνο. Ξεκινάς με μια μονάδα. Το επόμενο πρωί ξυπνάς ζαλισμένος. Ξαπλωμένος μπρούμυτα και προσπαθείς να ισορροπήσεις τον πόνο με τη δυνατότητα εισπνοής. Κάθε τέσσερις ώρες οι νοσοκόμες να έρχονται με το τρόλεϊ. Χάπια, φάρμακα και έλεγχος οξυγόνου. Κάθε φορά η ροή αυξάνεται. Χωρίς να το καταλάβεις, φτάνεις στις 4 μονάδες. Ρωτώντας και μαθαίνεις ότι δεν υπάρχουν περισσότερες από 4 μονάδες. Υπάρχει το ICU». 

«Όλες τις μέρες στο δωμάτιο γυρίζουν στο νου σου τα ποσοστά της επιδημίας στη χώρα», αναφέρει ο κ. Ζαχαρίου. «80 όσοι περνούν την ασθένεια χωρίς να χρειαστεί να πάνε νοσοκομείο. 15 αυτοί που μπαίνουν στο νοσοκομείο και θέλουν οξυγόνο. 4 και 1 που μπαίνουν στο ICU. Ένας που δεν θα τα καταφέρει. Την πέμπτη μέρα την έβγαλα όλη ναρκωμένος. Ξύπνησα διαβάζοντας μηνύματα: “Ένας καλός συνάδελφος δεν τα κατάφερε. 24 μέρες στο ICU”, ύστερα η ανακοίνωση της εταιρείας. “Ώρες αγωνίας”». 

Πήγε 8:00 χωρίς να το καταλάβει, η νοσοκόμα αφαιρεί το οξυγόνο. «Όλα τριγύρω αλλάζουν. Σε μια ώρα πρέπει να φύγεις από το νοσοκομείο. Μαθαίνεις μετά, ότι για κάθε κρεβάτι περιμένουν αλλά 12 άτομα. Το νοσοκομείο σχεδόν άδειο αλλά δεν υπάρχει προσωπικό. Στο δρόμο σκέφτεσαι πόσο κοντά βρέθηκες. Αλλά κάποιος έχει άλλα σχέδια για σένα. Σκέφτεσαι τους ανθρώπους που δεν τα κατάφεραν. Δεν είναι νούμερα. Είναι άνθρωποι με οικογένειες και παιδιά που έχασαν το στηρίγματα τους. Είναι άτομο που αγάπησε και αγαπήθηκε, δεν είναι ποσοστό».

«Πενήντα μέρες μετά, προσαρμόζεσαι στη σκέψη ότι θα περάσουν, ίσως μήνες, να κάνεις ένα απλό περίπατο χωρίς να σου κόβεται η αναπνοή», σημειώνει. «Ότι τίποτε στη ζωή δεν πρέπει να το παίρνεις δεδομένο. Μα πάνω από όλα, να ευχαριστείς τους ανθρώπους που σου στάθηκαν. Τον πρέσβη μας και τον φίλο γιατρό που πάλεψαν με τη γραφειοκρατία του νοσοκομείου τις πρώτες μέρες. Την εταιρεία, που παρά το γεγονός ότι είμαι ξένος για αυτούς, είμαι οικογένεια. Τις νοσοκόμες, που σαν ακούραστοι μαχητές κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό, ρισκάρουν για να γίνεις εσύ καλά. Τους δικούς μου ανθρώπους που με εμψύχωσαν. Μα πάνω από όλα τον Θεό, που μου έδωσε μια ακόμα ευκαιρία».