Θες να του πεις «που να μην έσωνες». Μπα! Νάτο το θεριό, μας παίζει «χάντρες στο κομπολόι του». Στα νύχια του τρόμου μήνες τώρα, με το που ξεμύτισε ο τρισκατάρατος, άντε πάλι στη μάσκα, την αποστείρωση, τα γάντια, μην τυχόν κι ανασάνουμε και μας βαρυφανεί! Βέβαια! Μα τέτοιος ήταν πάντα. Άντε τώρα ν’ αντέξεις εσύ που τα ’ζησες στο πετσί σου όσα κουβαλάει, τα βάζεις σαν αλάτι στις πληγές κάθε χρόνο, μα φέτος το τερματίσαμε! Δεν αντέχεται. Μας σεργιανάει η μνήμη σε μια Λευκωσία απλή, μικρή, ήσυχη, Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974, άξαφνα ριπές, μαύροι καπνοί, σφαίρες ξεσκίζουν τη λαύρα. Τι τρέχει; Φωτιά στα μπατζάκια μας τρέχει. «Το πουκάμισο το θαλασσί» από το μονοπωλιακό ΡΙΚ, στη μέση. Πραξικόπημα. Αλαφιασμένοι άνθρωποι τρέχουν να κρυφτούν: «Η εθνική φρουρά επενέβη δι’ αποκατάστασιν της τάξεως». Άρβυλα λιώνουν την άσφαλτο, ορκίζονται νέος πρόεδρος και υπουργοί, την οσμίζεσαι τη συμφορά που έρχεται. Θες δε θες θα πας πίσω στη δουλειά. Με το χάραμα, Σάββατο 20 Ιούλη, ο ουρανός βρέχει μαύρες ομπρέλες, απ’ το ραδιόφωνο «πρωινή γυμναστική», Ηλιού του προφήτου, Θεέ μου σώσε. Σε λίγο: «Την πρωΐαν της σήμερον η Τουρκία υπούλως και ανάνδρως προσέβαλε στόχους και έριψε δύναμιν αλεξιπτωτιστών εις τον θύλακα Λευκωσίας –Αγύρτας.

Το χαμπάρι πως τα μεχμετζιήκ κατέβηκαν άνετα κιόλας στην Κερύνεια θ’ αργήσει ακόμα να φτάσει. Επιστράτευση. «Αι ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλούνται ομαλώς» (Έτσι μας τη σέρβιραν την πανωλεθρία). Εκεχειρία σε τρεις μέρες και νύχτες άυπνη, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, άπλυτη, να μην μπορείς να κουνηθείς, μόνο να γύρεις κατάχαμα κανένα μισάωρο. Τα δεκαοκτάχρονα φανταράκια τρομαγμένα, νηστικά, να μη στέκονται πια όρθια. Μακεδονίτισσα, τα φάγαμε τα στρατιωτάκια που ήρθαν από τη Σούδα να μας συντρέξουν. Και να γυρνάνε σε λίγο λεβέντες εξευτελισμένοι, κλαίγοντας, όλα προδομένα, ούτε όπλα, ούτε σχέδιο, ούτε δράση. Διχοτόμηση. Μιλημένα-ξηγημένα στην πλάτη αθώων.

Δουλειά λοιπόν. Μηχανή ηχογράφησης και δρόμο. Κάτω απ’ τα δέντρα χιλιάδες μεσ’ στη μύγα, μεσ’ στο χώμα, ούτε νερό, ούτε φαΐ, μωρά να σπαράζουν, καζάνια να βράζουν φασόλια, κατσαρολάκια να μένουν ανέγγιχτα, γυναίκες να ψάχνουν άνδρα, γιο, πατέρα, αδελφό, οδυρμός. Τι να τους πεις, τι να τους κάνεις άλλο από μια αγκαλιά και δυο λόγια; Κι εδώ ακόμα αδέλφια να βρίζονται και να δέρνονται. Το φίδι, η διχόνοια, την έκανε τη δουλειά του. Κι ένας χειμώνας μετά μεσ’ στα αντίσκηνα. Φτερό στον άνεμο και τη βροχή τα λιγοστά υπάρχοντα.

Κι έρχονται άλλοι Ιούλιοι, πάει ο λεβέντης ο στρατηγός ο Βαγγέλης ο Φλωράκης, με τέσσερις άλλους, γιατί έπεσε το ελικόπτερο το Μπελ τρέχα γύρευε. Κι αν κάνεις ένα βήμα πολύ πιο πίσω, 1570 οι Τούρκοι βιάζουν, σφάζουν, 1821 κρεμάνε Αρχιεπίσκοπο και προκρίτους, 1964 βομβαρδίζουν την Τηλλυριά, πρώτη γεύση από βόμβα Ναπάλμ και θάνατο. Και μετά κασελάκια με ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν που αγαπούσες, στεφάνια, «η πατρίς ευγνωμονούσα», μνημόσυνα, υποσχέσεις για λύση βιώσιμη, δίκαιη κατανομή του αερίου και του πετρελαίου, για μια Κύπρο ειρηνική, ευρωπαϊκή, όλα στο κουβεντιαστό. Κόσκινο το παρελθόν, πού ν’ αγναντέψεις το μέλλον, που όλα παίζονται, στα μαγειρεία ετοιμάζουν ξαναζεσταμένο πιλάφι Κραν Μοντανά για σένα χωρίς εσένα. Ο προδότης Ιούλης ξαναχτυπά. Οι μνήμες ολοζώντανες τρυπούν σαν σφαίρες με τον δικό τους τρόπο. Κι εσύ πάντα σε πόστο άμυνας. Κουράγιο! Πού θα πάει, δεν θα δροσίσει; Ετοιμάσου για άλλα δύσκολα που ξεπροβάλλουν αναμενόμενα. «Κι αυτό θα περάσει» κεντούσαν για κάδρα οι κοπελιές παλιά. Το θέμα είναι να μην περάσεις εσύ σ’ άλλους κόσμους πριν την ώρα σου! Κουράγιο.