Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 πρωτοκυκλοφόρησε στην ελληνική ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα του Τσέχου λογοτέχνη, Μίλαν Κούντερα, «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Το είχα διαβάσει το 1990 με την οπτική και τους ιδεολογικούς ορίζοντες της ηλικίας των μεγάλων αναζητήσεων και ονείρων. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο αυτό, τρεις δεκαετίες αργότερα, είχα την εντύπωση ότι διάβαζα ένα άλλο βιβλίο.  

Πρόκειται για το κατεξοχήν ερωτικό μυθιστόρημα του Κούντερα, ο οποίος έφυγε το 1975 από την τότε κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία και εγκατεστάθη μονίμως στη Γαλλία. Η πρωταγωνίστρια Τερέζα παθιάζεται με τη ζήλια, την οποία προσπαθεί να ελέγξει την ημέρα αλλά επανέρχεται βασανιστικά τη νύκτα. Επιστρέφει με τη μορφή του ονείρου αλλά στην πραγματικότητα είναι η ποίηση του θανάτου. Στη μακρά διαδρομή συνοδεύεται από τον άντρα της, τον Τόμας, άλλοτε γόης Δον Ζουάν και άλλοτε άπελπις και πιστός Τριστάνο, μονίμως διχασμένος ανάμεσα στην αμφισημία του έρωτα του για την Τερέζα και στους ακατανίκητους πειρασμούς του. Το ίδιο και οι άλλοι πρωταγωνιστές, όπως η έξυπνη Σαμπίνα, ένα καθόλου συναισθηματικό πλάσμα που κυνηγά μονίμως την ελευθερία της στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στο τέλος η ελευθερία παραμένει ανεύρετη και ποθητή αλλά αυτό που απομένει είναι η αβάστακτη ελαφρότητα του είναι (της ύπαρξης ). Όπως ο ίδιος ο Κούντερα θέτει το ερώτημα: «Πραγματικά, ποια αρετή -βαρύτητα ή ελαφρότητα- ανταποκρίνεται καλύτερα στην ανθρώπινη μοίρα; Και πού σταματά το σοβαρό για να παραχωρήσει τη θέση του στο επιπόλαιο και αντιστρόφως;». 

Με φόντο μια ταραχώδη ερωτική σχέση, ο Κούντερα κάνει μία περιδιάβαση στην περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Άλλοτε με σοβαρότητα και άλλοτε με χιούμορ και σαρκασμό, πραγματεύεται τις εμπειρίες του έρωτα, του σεξ, της γλώσσας των εραστών, καθώς επίσης και των πολλών μορφών καταναγκασμών, όπως τα αδιαπραγμάτευτα «πρέπει» και «δεν» που εγκλωβίζουν την ανθρώπινη ζωή, καθιστώντας όλο και πιο ασήκωτο το βάρος της ελαφρότητάς της.

Η αξία του έργου έγκειται σε ό,τι αντιπροσωπεύουν οι ήρωες του. Τέσσερις ήρωες που περιφέρονται άσκοπα με την αποστασιοποίηση να θέτει άλλες βάσεις. Δεν έχουν οποιαδήποτε κλίση αλλά ούτε εκφράζουν οποιαδήποτε θεωρία. Το ασήμαντο στη ζωή τους συναντά το τυχαίο που στο τέλος επικρατεί. Είναι ξεκάθαρο πού οδηγεί τα πράγματα ο Κούντερα. Οι άνθρωποι μπορούν να λειτουργήσουν πιο ελεύθερα όταν δεν εγκλωβίζονται σε βαθύτερες θεωρίες και ιδεοληψίες. Άλλωστε ο ίδιος επανειλημμένα εξέθεσε σατυρικά τη φύση του ολοκληρωτισμού του κομμουνιστικού συστήματος. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στη «μαύρη λίστα» της Τσεχοσλοβακίας όπως και στην απαγόρευση του λογοτεχνικού του έργου από το κομμουνιστικό καθεστώς.

Αποφθεγματικές παραμένουν κάποιες από τις διαπιστώσεις των πρωταγωνιστών του. « Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο είναι πιο , πιο πραγματική. Σ’ αντιστάθμισμα, η ολική απουσία του φορτίου κάνει το ανθρώπινο ον να γίνεται πιο ελαφρύ απ΄ τον άνεμο, να πετάει, ν΄ απομακρύνεται από τη γη, απ΄ το  γήινο είναι, να μην είναι παρά μόνο κατά το ήμισυ αληθινό και οι κινήσεις του να είναι εξίσου ελεύθερες όσο και χωρίς σημασία». «Η στιγμή που γεννιέται ο έρωτας: η γυναίκα δεν αντιστέκεται στη φωνή που καλεί την τρομαγμένη της ψυχή, ο άντρας  δεν αντιστέκεται στη γυναίκα που η ψυχή της ξέρει να προσέχει τη φωνή του».

Είναι απαράμιλλη η τέχνη του παραδόξου που χρησιμοποιεί ο Κούντερα για να θέσει τα ερωτήματα αυτά σ’ ένα πολυεπίπεδο λογοτεχνικό κείμενο, ξεκινώντας από μερικά απλά δεδομένα, που όμως αδιάκοπα εμπλουτίζονται με καινούριες αποχρώσεις, μέσα σ’ ένα παιχνίδι εναλλαγών όπου συναντώνται το όνειρο και η σκέψη, η σύγχρονη και αρχαία ιστορία, η σοβαρότητα και η αφέλεια, η ασημαντότητα και η σημαντότητα. Ακόμη και ο θάνατος μέσα στο έργο έχει δύο πρόσωπα: από τη μια, της γλυκιάς ονειρικής θλίψης και από την άλλη, της σκληρής μαύρης αβάστακτης ελαφρότητας.  Πέραν από τον θάνατο των ανθρώπων, ο Κούντερα υπονοεί τον αργό θάνατο της γηραιάς Ευρώπης. Αυτή η πτυχή, την οποία αναδεικνύει ο Κούντερα, μας αφορά σήμερα περισσότερο από ποτέ. Ο ίδιος βίωσε το κομμουνιστικό σύστημα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εχθρός της Ευρώπης είναι ο εξισωτισμός, ο οποίος ξεκινά από τις ιδέες και την ιδεοληψία για να καταλήξει στον τρόπο που οι αυθαίρετοι υπερασπιστές της αλήθειας εμμένουν στον λόγο τους, τη μεσσιανική τους αποστολή και δεν βλέπουν τίποτε άλλο πέρα από αυτά.