Από τώρα θα πρέπει να βάλουμε τις βάσεις για την ανάπτυξη το 2021 και 2022. Αυτές είναι μερικές από τις εισηγήσεις μου. 

Όπως προβλέπεται για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής, έτσι και στην Κύπρο,  αναμένεται σημαντική μείωση των εσόδων και παράλληλα αύξηση των εξόδων λόγω των αναγκών που δημιούργησε η κρίση του κορωνοϊού.  Η αύξηση των εξόδων αναμένεται στις ακόλουθες κατηγορίες:  

1. Τα ποσά που χρειάζονται για τη διασφάλιση της ρευστότητας των μικρό- μεσαίων επιχειρήσεων.

2. Τη σημαντική αύξηση των κοινωνικών παροχών και του ανεργιακού επιδόματος.

3. Τις επιχορηγήσεις των δήμων και των κοινοτήτων. 

4. Την ανάληψη επενδύσεων για εκτέλεση έργων και για άμεση αναβάθμιση των διαδικτυακών προσβάσεων  στις δημόσιες υπηρεσίες.

Αναμένεται μείωση των εσόδων: Από την άμεση φορολογία λόγω μικρότερου κύκλου εργασιών και επικερδότητας, του ΦΠΑ και άλλων ειδών έμμεσης φορολογίας και άλλων εσόδων όπως π.χ. του Εφόρου Εταιρειών, του Κτηματολογίου κλπ.

Ήδη η μείωση των εσόδων ανάγκασε την Κυβέρνηση να προβεί σε νέο δανεισμό  δύο δισεκατομμυρίων για να βοηθήσει τις εταιρείες οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, θα μπορούσαν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ενώ τώρα θα πρέπει να εξασφαλίσουν ρευστότητα μέσω κυβερνητικών εγγυήσεων.  Αναμένεται ότι πολλές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να κλείσουν και εκατοντάδες εργαζόμενοι θα μείνουν χωρίς δουλειά.  Σε περίπτωση όμως που οι τράπεζες αναλάμβαναν να δώσουν δάνεια σε όλες τις επιχειρήσεις, εν γνώσει τους ότι αρκετά θα ήταν ‘δανεικά και αγύριστα’,  θα κινδύνευε ο τραπεζικός τομέας. Όλοι όμως ξέρουμε ότι χωρίς υγιείς τράπεζες δεν μπορεί να λειτουργήσει καμιά οικονομία. 

Άρα την ευθύνη για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για τους άνεργους θα πρέπει να αναλάβει η κυβέρνηση, πράγμα που δεν πρέπει να την φοβίσει, έστω και αν ο δανεισμός οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους, εφόσον τα δάνεια είναι για μακρά σχετικά περίοδο, 20-30 χρόνια και με επιτόκια που θα κυμαίνονται γύρω στο 1% με μάξιμουμ 2%. Θα είμαστε τυχεροί εάν καταφέρουμε να περιορίσουμε το δημόσιο χρέος στα 23 με 24 δισεκατομμύρια ευρώ. 

Φυσικά είναι γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της αύξησης των δαπανών της κρίσης με σειρά μέτρων που όμως δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν το κενό το οποίο θα δημιουργηθεί. 

 

Ανάγκη αύξησης των εσόδων

Τα παραπάνω περιγράφουν μια κατάσταση για την Κύπρο που περιλαμβάνει  σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που θα είναι αδύνατο να καλύψουμε χωρίς την παράλληλη αύξηση των εσόδων.   Οφείλουμε να κάνουμε το παν για να μειώσουμε το βάρος του κράτους πάνω στην οικονομία. Ήδη το βάρος του δημόσιου μισθολογίου παραμένει υπερβολικά ψηλό πάνω στο ΑΕΠ. Γι’ αυτό εισηγούμαι:

(α) Παγοποιήσεις μισθών για τα επόμενα δυο χρόνια.  

(β) αναστολή προσλήψεων στο δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα για τα επόμενα 3-5 χρόνια. 

(γ) αναστολή προαγωγών ή αν θα γίνουν προαγωγές να γίνουν  με τους ίδιους μισθούς, προσωρινά.  

Δεν δικαιούμαστε να επιτρέψουμε η κοινωνία μας να μοιραστεί σε δύο: στους προνομιούχους υπαλλήλους του δημοσίου, ημικρατικών οργανισμών, τραπεζών, κλπ., με μονιμότητα εργασίας και τους άλλους που θα ελπίζουν να παραμείνουν εργοδοτούμενοι έστω και με μειωμένα εισοδήματα ή θα χάσουν τη δουλειά τους χωρίς προοπτική απασχόλησης στο άμεσο μέλλον.

Πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να εισαγάγουμε ένα νέο είδος φόρου υπό τη μορφή προσωρινών αποκοπών για τα επόμενα δύο χρόνια όλων των  εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένου και των επιχειρηματιών, με εισοδήματα άνω των €2000. Το ποσοστό της ειδικής αποκοπής να είναι 5% του μισθού τους. Τα ποσά που θα συγκεντρώνονται να χρησιμοποιούνται κυρίως για παραγωγικές επενδύσεις. 

Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι:

(α) Να περάσουμε το μήνυμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι αντιμετωπίζουμε σοβαρά το θέμα της ανάπτυξης και του δανεισμού, και

(β) ότι δεν θα φορτώσουμε όλο το βάρος στο δημόσιο ταμείο. 

 

Νέες επενδύσεις

Δημόσια υγεία:  Mπορεί να είμαστε περήφανοι για το ότι καταφέραμε να καταπολεμήσουμε τον ιό και να μειώσουμε σχετικά το ποσοστό θανάτων, δυστυχώς, όμως, δεν παύει να είναι αλήθεια ότι οι δημόσιες δαπάνες υγείας στην Κύπρο υστερούν των άλλων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν την εισαγωγή του ΓεΣΥ, το ποσοστό των δημοσίων δαπανών για την υγεία ήταν μόλις 2.7%, που κατατάσσει την Κύπρο στη τελευταία θέση στην ΕΕ. Ακόμα και τώρα που υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί στο 4%, εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο της Ευρώπης. Για να διασφαλίσουμε το μέλλον μας λοιπόν είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε σοβαρά το σύστημα υγείας και να αναβαθμίσουμε  τον εξοπλισμό των νοσοκομείων για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν οιανδήποτε κρίση στο μέλλον.

Bιομηχανία: Να εφαρμόσουμε επιλεκτική πολιτική ενίσχυσης της μεταποίησης ιδιαίτερα της φαρμακευτικής βιομηχανίας, ένας κλάδος με σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη και τις εξαγωγές με μεγάλες προοπτικές στο άμεσο μέλλον και λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. 

Γεωργοκτηνοτροφικός τομέας: Οι δυνατότητες για αξιοποίηση του γεωργικού τομέα είναι ακόμα πολύ μεγάλες, λόγω των κλιματικών της πλεονεκτημάτων στην πρωιμότητα της παραγωγής φρούτων και λαχανικών. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δικαιολογείται πιο έντονη κρατική παρέμβαση με επιδοτήσεις στις βιολογικές καλλιέργειες και την κτηνοτροφία και ενθάρρυνση των νέων να στραφούν προς αυτούς τους τομείς. 

Νέοι κλάδοι: Για το μέλλον δεν είναι αρκετό να εργαζόμαστε σκληρά αλλά χρειάζεται να επενδύσουμε σε νέους καινοτόμους κλάδους και να ενθαρρύνουμε τους επιστήμονες μας και τα πανεπιστήμια να μεταφράσουν την επιστημονική τους έρευνα σε επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Οφείλουμε να περιορίσουμε τις λειτουργικές δαπάνες του δημόσιου τομέα καθώς και να αναβάλουμε επενδύσεις που δεν είναι απαραίτητες, σε αυτό το στάδιο.  Θα ήθελα, σχετικά με αυτό, να τονίσω την καθυστέρηση, κατά την άποψη μου, που παρατηρείται στο να περνά η μείωση του κόστους του πετρελαίου σε αντίστοιχη μείωση της τιμής του ηλεκτρισμού που θα είναι προς όφελος των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.

 

Ενίσχυση ασφάλειας με λύση

Ως αποτέλεσμα της κρίσης αυξήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, τόσο η οικονομική όσο και η πολιτική ανασφάλεια. Χωρίς επανένωση της Κύπρου κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον, την ασφάλεια ξένων επενδύσεων ή να αναμένει ότι η Ειρηνευτική Δύναμη θα μείνει εδώ επ’ άπειρον. 

Γι’ αυτό, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, θα πρέπει να συμβάλουμε (α) στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων, (β) στην ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, και (γ) να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για επανέναρξη του διαλόγου για επίλυση του κυπριακού στα πλαίσια της ΔΔΟ και να ενθαρρύνουμε τη διεθνή κοινότητα να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.
Προσπάθησα να περιγράψω τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επιδημία, αλλά ούτε προς στιγμή δεν θέλησα να δεχθώ ότι πρέπει να τρομάξουμε μπροστά στο μέγεθος του καθήκοντος που έχουμε να επιτελέσουμε. Για να το πετύχουμε, όμως, θα πρέπει από τώρα να αρχίσουμε. Να μην ανεχθούμε την αδιαφορία και μετριότητα. Να μη δικαιολογούμε τις γραφειοκρατικές πράξεις, να μη δεχόμαστε ότι στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου δεν υπάρχει απάντηση. Όπως δήλωσε και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Λουίτζι ντι Μάιο, «χωρίς το παρόν το μέλλον δεν υπάρχει. Το μέλλον κτίζεται αυτή τη στιγμή». 
Πιστεύω στις ικανότητες και ιδίως στη δημιουργικότητα του Κυπρίου, που γνωρίζει ότι το νησί μας είναι μικρό αλλά ο κόσμος είναι μεγάλος και μέσα σ’ αυτό τον κόσμο μπορούμε να πετύχουμε να κτίσουμε το μέλλον που χρωστούμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. 

*Πρόεδρος Κυπριακής Δημοκρατίας (1988-1993).