Το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου έχει υποστεί τεράστιο πλήγμα από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2013. Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει οκτώ χρόνια, οι απώλειες και οι δυσκολίες δεν έχουν ξεπεραστεί. Υπήρξε πρόοδος, ιδιαίτερα όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) τη ρευστότητα αλλά  υπάρχει ακόμη μακρύς δρόμος  για πλήρη ομαλοποίηση.  
Το 2020 και ο επόμενος χρόνος  φαίνεται να είναι χρονιές σταθεροποίησης και αναδιάρθρωσης των δομών για ένα νέο μοντέλο τραπεζικών εργασιών.
Τα ΜΕΔ εξακολουθούν να παραμένουν κοντά στο 30% των δανείων, ποσοστό  πολύ πιο ψηλό από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Η διαχείρισή τους παραμένει μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες. Οι προσπάθειες για αναδιαρθρώσεις και πωλήσεις χαρτοφυλακίων ΜΕΔ πρέπει να εντατικοποιηθούν και οι νομοθετικές ρυθμίσεις που ψήφισε η Βουλή τον Ιούλιο του 2018, πρέπει να αξιοποιηθούν για να βοηθήσουν στην περαιτέρω μείωση. 
Όσον αφορά το Σχέδιο Εστία που στοχεύει στην προστασία της πρώτης κατοικίας, το ενδιαφέρον ήταν κάτω από το προβλεπόμενο και η Κυβέρνηση θα πρέπει να εγκύψει στο θέμα για τις ευάλωτες ομάδες.
Άλλη εξίσου σημαντική πρόκληση, είναι η κερδοφορία, που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Εκτός από την ανάγκη για αύξηση των προβλέψεων που απορροφά λειτουργικά κέρδη, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά.
Τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (net interest margins) έχουν μειωθεί αισθητά, λόγω των χαμηλών επιτοκίων, που σχετίζονται με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής. Μεταξύ των μέτρων είναι τα αρνητικά επιτόκια, που η  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εφαρμόζει για καταθέσεις τραπεζών με την Κεντρική Τράπεζα. Στην ουσία οι τράπεζες για τις καταθέσεις τους στην Κεντρική Τράπεζα πληρώνουν, εδώ και αρκετό καιρό (αυτή την στιγμή -0.60 %). 
Παράλληλα η ζήτηση για δανεισμό είναι περιορισμένη, ενώ τα κριτήρια έχουν γίνει πιο αυστηρά. Οι τράπεζες κυνηγούν νέα δάνεια που θα τους αποφέρουν εισόδημα. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός για την πίττα των δανείων, που είναι πολύ μικρότερη από ότι πριν την κρίση, οδηγεί στην περαιτέρω συμπίεση του επιτοκιακού περιθωρίου, εφόσον το επιτόκιο είναι σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την απόφαση.
Οι τράπεζες διαθέτουν πλεονάζουσα ρευστότητα, λόγω αύξησης των καταθέσεων τα τελευταία χρόνια, που δυσκολεύονται να διοχετεύσουν επικερδώς. Η διαχείριση της πλεονάζουσας ρευστότητας είναι μια άλλη μεγάλη πρόκληση.
Να προσθέσω και τις συνεχώς αυξανόμενες εποπτικές και νομοθετικές ρυθμίσεις και τις ενέργειες για παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που συνεπάγονται πρόσθετο κόστος για τις τράπεζες. Όλα τα πιο πάνω έχουν επηρεάσει  αρνητικά την κερδοφορία των τραπεζών.
Μια άλλη ουσιώδης πρόκληση είναι η διαχείριση των εργασιακών σχέσεων. Εκκρεμούν συμφωνίες με κάποιες τράπεζες για ανανέωση των συμβάσεων. Υπάρχει επίσης στο τραπέζι το καυτό θέμα για κατάργηση των οριζόντιων αυξήσεων (ετησίων προσαυξήσεων και ΑΤΑ) και αλλαγή στο σύστημα αμοιβών και προαγωγών. Σοβαρά θέματα που πρέπει να τύχουν κατάλληλων χειρισμών. Το ίδιο ισχύει και για τη διαχείριση ακίνητων, που έχουν συσσωρευθεί στους ισολογισμούς των τραπεζών από την απόκτηση ακινήτων έναντι χρέους.
Εφόσον τα έσοδα από τόκους έχουν μειωθεί σημαντικά, εγείρεται επείγουσα ανάγκη εξορθολογισμού των εξόδων, επέκτασης των δραστηριοτήτων των τραπεζών για πρόσθετα έσοδα και τεχνολογικής αναβάθμισης για αύξηση της παραγωγικότητας. 
Η μειωμένη κερδοφορία μειώνει και την ικανότητα των τραπεζών να προσελκύσουν κεφάλαια (νέους επενδυτές), κάτι που είναι επίσης ζητούμενο. Η εμπειρία του Συνεργατικού πιστωτικού τομέα είναι απτό παράδειγμα. Μόνο όταν οι τράπεζες καταστούν κερδοφόρες σε ικανοποιητικό βαθμό που να ανταμείβουν τους κάτοχους κεφαλαίου (τους μετόχους ή κάτοχους ομολόγων) θα μπορούν να προσελκύσουν κεφάλαια. Να προσθέσω επίσης ότι υπό τις σημερινές συνθήκες είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για το κράτος (και τα κράτη της ΕΕ γενικά) να συνεισφέρουν κεφάλαια για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. 
Δυστυχώς, το αρνητικό κλίμα για τις τράπεζες (και η αρνητική διάθεση από τους πολιτικούς και τον κόσμο) και συχνά ο λαϊκισμός, χειροτερεύουν την κατάσταση κάτι που δεν εξυπηρετεί το καλώς νοούμενο συμφέρον για την ανάπτυξη του τόπου. Οι τράπεζες, όπως και κάθε επιχείρηση, πρέπει να καλύπτουν τα κόστα τους για να επιβιώσουν. 
Παρά τις προκλήσεις και τους εξωγενείς κίνδυνους για την οικονομία ευρύτερα, το τραπεζικό σύστημα έχει προοπτικές. Ο ρυθμός επέκτασης της κυπριακής οικονομίας παραμένει ισχυρός, (έστω και με κάποια επιβράδυνση). Ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιανουάριο του 2020, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας προσαρμοσμένα για εποχικότητα, μειώθηκε στο πιο χαμηλό επίπεδο των τελευταίων 10 χρόνων (από τον Ιανουάριο του 2011 ), κάτι που υποβοηθά τη ζήτηση (αύξηση κατανάλωσης κ.λπ.).
Τα κεφάλαια των τραπεζών βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο, πιο πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις, (να μη ξεχνάμε ότι η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση προκλήθηκε από ανεπάρκεια κεφαλαίων) ενώ τα χαμηλά επιτόκια ευνοούν τον δανεισμό.
Επίσης πάρα το γεγονός ότι τα αρνητικά επιτόκια χτυπούν την κερδοφορία των τραπεζών, την ίδια ώρα έχουν θετικό αντίκτυπο στις τιμές των ακινήτων (τάση για επενδύσεις σε ακίνητα με καλύτερη απόδοση) που επηρεάζουν θετικά τις αξίες των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες και επομένως μειώνει τις ανάγκες για προβλέψεις.
Οι τράπεζες έχουν μάθει από τα παθήματα τους και έχουν βελτιώσει τις πρακτικές και τις διαδικασίες τους. Προσαρμόζονται ήδη για να προσφέρουν ψηφιακές υπηρεσίες, ενώ αν επιτύχουν σε σημαντική μείωση των ΜΕΔ θα μειωθεί σημαντικά και η πίεση στην κερδοφορία λόγω πιο χαμηλών προβλέψεων. Οφείλουν βέβαια να βελτιώσουν περαιτέρω την εταιρική τους διακυβέρνηση, να εισάξουν μεγαλύτερη διαφάνεια, να έχουν πιο γρήγορες και αποτελεσματικές διαδικασίες, να φροντίσουν για το μακροπρόθεσμο όφελος και να κάνουν το καλύτερο για τους πελάτες τους, όπως βέβαια πρέπει και όλες οι επιχειρήσεις.   
Η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα είναι αλληλένδετα, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το κλειδί για την ανάπτυξη είναι η προώθηση των επενδύσεων και χωρίς δανεισμό οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να δουλέψουν και επενδύσεις δεν μπορεί να γίνουν.
Γι’ αυτό οι μεταρρυθμίσεις για καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, που θα βοηθήσουν την παραγωγικότητα και θα προωθήσουν την ανάπτυξη πρέπει να προχωρήσουν. Αναγκαία επίσης η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός του δικαστικού συστήματος για επιτάχυνση της δικαστικής διαδικασίας  και απονομής δικαιοσύνης καθώς και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και άλλες  που αναμένεται να φέρουν εξοικονομήσεις και οφέλη για τους πολίτες και τον τόπο. 
Για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας, να προχωρούμε σοφότεροι και με μεγαλύτερη σύνεση.  
 
 
Να βελτιωθεί  η κουλτούρα των πολιτών 
Άλλος σημαντικός τομέας που πρέπει να βελτιωθεί είναι η κουλτούρα των πολιτών όσον αφορά τις πληρωμές και τις υποχρεώσεις τους. Από μελέτες που έγιναν διαφαίνεται ότι η Κύπρος υστερεί σ’ αυτόν τον τομέα. Σημαντική ανάγκη και για αλλαγή στην κουλτούρα των πολιτικών. Οι παρεμβάσεις των κομμάτων και των πολιτικών ή άλλων παραγόντων πρέπει να γίνονται με πρώτιστο μέλημα το κοινό καλό (δημόσιο συμφέρον), τι είναι ωφέλιμο για τον τόπο, και όχι με βάση την εξυπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και συμφερόντων ομάδων πίεσης. Υπάρχει δουλειά να γίνει για να αλλάξουν αντιλήψεις.
 
Οικονομολόγος