Στο προηγούμενο Γλωσσοσκόπιο, που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου 2020, έγινε αναφορά σε δύο θεαματικές μεταβολές και διαφοροποιήσεις που υπέστη η γλώσσα μας στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου (323 – 30 π.Χ.). Συγκεκριμένα, στα χρόνια αυτά έγινε αντικατάσταση του μουσικού τόνου της αρχαίας γλώσσας με τον δυναμικό τόνο, που επικρατεί από τότε μέχρι σήμερα. Δεύτερη σημαντική αλλαγή ήταν η εξομοίωση των βραχύχρονων και των μακρόχρονων φωνηέντων, ήτοι αυτά προφέρονταν, τώρα, σε ίσο χρόνο.
Στο σημερινό Γλωσσοσκόπιο θα γίνει σύντομη αναφορά και σε μερικές άλλες βασικές αλλαγές, που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα της γλώσσας μας και έγιναν αιτία να διαφοροποιήσουν την Κοινή της ελληνιστικής περιόδου από τη γλώσσα της κλασικής αρχαιότητας (5ος – 4ος αι. π.Χ.). 
Διάφοροι, λοιπόν, φθόγγοι αλλάζουν, τώρα, προφορά και αρχίζουν να προφέρονται με τον τρόπο που αυτοί προφέρονται, σήμερα, από εμάς. Στη διάρκεια των κλασικών χρόνων, τα τρία πιο κάτω φωνήεντα, ήτοι το η, το ι και το υ, είχαν το καθένα τους διαφορετική προφορά από τα άλλα. Στα χρόνια της Κοινής άρχισαν να προφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ήτοι και τα τρία φωνήεντα προφέρονταν όπως προφέρεται το σημερινό ι.
Άλλη σημαντική αλλαγή σημειώθηκε στην προφορά των διφθόγγων της αρχαίας ελληνικής, που ήταν οι εξής: ει, οι, αι, υι, ου, αυ, ευ, ηυ. Προηγουμένως, το κάθε φωνήεν του διφθόγγου είχε τη δική του ξεχωριστή φωνή, ήτοι το πρώτο φωνήεν προφερόταν ξεχωριστά από το δεύτερο. Όμως, οι δύο διαφορετικοί φθόγγοι (φωνές) προφέρονταν και οι δύο στον χρόνο μιας συλλαβής, δηλ. πολύ γρήγορα. Όμως, από τα χρόνια της Κοινής, οι δίφθογγοι συνταυτίζονται πλέον με απλά σύμφωνα και, έτσι, αποκτούν τη σημερινή τους προφορά και τη σημερινή τους ονομασία, ήτοι δεν λέγονται πια δίφθογγοι αλλά δίψηφα φωνήεντα. Κατόπιν τούτου, οι δίφθογγοι της αρχαίας γλώσσας ή τα σημερινά δίψηφα φωνήεντα προφέρονταν με μια φωνή μόνο. Με αυτήν την εξέλιξη ο φθόγγος ι απέκτησε, στην ουσία, έξι διαφορετικές γραφές, τις εξής: ι, η, υ, ει, οι και υι. Στην προφορά, όμως, έχουμε ένα μονάχα, και ακριβώς τον ίδιο, φθόγγο (φωνή), δηλ. προφέρονται όλοι όπως προφέρεται το φωνήεν ι. Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη των φωνηέντων ο και ω. Η προφορά τους, που προηγουμένως διέφερε, τώρα εξομοιώνεται και, έτσι, τα δύο φωνήεντα προφέρονται όπως ακριβώς γίνεται σήμερα.
Άλλη αλλαγή, που σημειώθηκε γύρω στην ίδια εποχή, ήταν η προφορά είτε ως β είτε ως φ του δεύτερου φωνήεντος των διφθόγγων αυ (αύριο, αυτός), ευ (εύγε, ευτυχώς) και ηυ (εξηύρε, ηυτύχησε).
Επίσης, σημαντική αλλαγή ήταν ο περιορισμός σε δύο των τριών αριθμών της αρχαίας γλώσσας. Εγκαταλείπεται, οριστικά πια, ο δυϊκός αριθμός, που δήλωνε δύο πράγματα ή δύο όντα (οφθαλμώ = οι δύο οφθαλμοί, ιατρώ = οι δύο ιατροί) και παραμένουν ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός.
Εκτός από όλα αυτά, η δοτική πτώση (τω αδελφώ, τοις αδελφοίς, τη μητρί, ταις μητράσι, τω εδάφει, τοις εδάφεσι) αρχίζει να μπαίνει στο περιθώριο και, τελικώς, αχρηστεύεται. Τη θέση της παίρνει είτε η αιτιατική είτε και η γενική. Εγκαταλείπονται, ακόμη, τα αττικόκλιτα ονόματα, που πήραν αυτήν την ονομασία, επειδή γινόταν χρήση τους από όσους μιλούσαν την αττική διάλεκτο. Αυτά τα ονόματα ανήκαν στη δεύτερη κλίση, αλλά είχαν καταλήξεις σε -ως, -ω και όχι τις κανονικές καταλήξεις των δευτερόκλιτων ονομάτων, που είναι -ος, -ου. Τώρα, αντί ο νεώς, του νεώ, έλεγαν και έγραφαν ο ναός, του ναού.
Με όλες αυτές τις αλλαγές και διαφοροποιήσεις, όπως και με άλλες μικρότερης σημασίας, η ελληνική γλώσσα των κλασικών χρόνων έδωσε τη σκυτάλη στην Κοινή της ελληνιστικής περιόδου.                  
                              
*Φιλόλογος.