Στην ολόμαυρή της ράχη, ή σε ό,τι απόμεινε τέλος πάντων από την ΕΔΕΚ, όπου περπατάει η αλλοτινή δόξα μονάχη. Προτού δε αρχίσουν οι ζηλωτές της πολιτικής ορθότητας να ωρύονται, ας προλάβω να πω ότι το «δόξα» είναι βεβαίως σχήμα λόγου. Το οποίο χρησιμοποιώ για να περιγράψω τα χρόνια που το κόμμα διέθετε ακόμα ακροατήριο. Τότε, που όπως γλαφυρά είχε πει ο Βάσος Λυσσαρίδης «πολλοί μας ερωτεύονται αλλά λίγοι μας παντρεύονται». 
Η ΕΔΕΚ φυσικά και δεν υπήρξε ένα κόμμα αγίων κι ούτε η ιστορία της ήταν ανέφελη. Ως κατ’ εξοχήν αρχηγικό κόμμα υπέφερε από παθογένειες, καθώς η κυρίαρχη άποψη απηχούσε τις πεποιθήσεις του ηγέτη της. Έχει χυθεί για παράδειγμα πολύ μελάνι για τους δεσμούς (οικονομικούς και άλλους) με το καθεστώς Καντάφι. Αλλά και σε σχέση με την εσωκομματική δημοκρατία που στιγματίστηκε  από τις διαγραφές της Αριστερής Πτέρυγας το 1978. 
Η κριτική στο σημερινό κόμμα λοιπόν δεν σημαίνει και τον εξευμενισμό του παρελθόντος. Απ’ την άλλη, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ΕΔΕΚ δεν έζησε ξανά ανάλογες στιγμές ανυποληψίας. Ένα κόμμα που άγεται και φέρεται από έναν ανασφαλή αρχηγό, ο οποίος δεν διστάζει να λειτουργήσει ρεβανσιστικά για να υπερασπιστεί την καρέκλα του. Ο Σιζόπουλος κατέβασε τον πήχη τόσο χαμηλά, ώστε να περάσουν οι φιλοδοξίες της ηγετικής ομάδας με ευκολία από πάνω. Η καρατόμηση του Δημήτρη Παπαδάκη δε, έγινε στο όνομα της κομματικής καθαρότητας με σκοπό να πνίξει και τις τελευταίες φωνές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Γιατί εάν η ΕΔΕΚ βγει λαβωμένη από την εκλογική αναμέτρηση του 2021 σίγουρα θα κτυπήσει η καμπάνα για τον αρχηγό. Σε αυτή την περίπτωση ο Παπαδάκης θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει. Όχι τώρα πια. Όχι μετά τη διαγραφή από το Πειθαρχικό που μας θύμισε (ως προς το ύφος του κατηγορητηρίου κυρίως) τις χειρότερες ημέρες των «ιδεολογικά καθαρών» κομμουνιστικών κομμάτων.
Δεν θα αναλύσουμε εδώ τις λεπτομέρειες των εκατέρωθεν κατηγοριών. Ούτε το εάν δεν έδινε το 10% από τις απολαβές του ο Παπαδάκης μας ενδιαφέρει, ούτε αν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τα λεφτά της ΕΕ για να προσλάβουν κομματικούς υπαλλήλους, κι ούτε εάν ο ευρωβουλευτής χρηματοδοτούσε ιδιωτική επιχείρηση. Το πολιτικό ξεκατίνιασμα το αφήνουμε για τους άμεσα εμπλεκόμενους σε αυτήν την άχαρη ιστορία. Από τη στιγμή άλλωστε που αναμίχθηκε και ο Γενικός Εισαγγελέας, θα μαθαίνουμε υποθέτω τα νέα της ΕΔΕΚ, εκτός από το κοινοβουλευτικό, και από το δικαστικό ρεπορτάζ.
Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε είναι στην αμιγώς πολιτική διάσταση του θέματος. Μετά τις ευρωεκλογές είχα γράψει για τον Σιζόπουλο: «Ακούγοντάς τον την επομένη το πρωί να θριαμβολογεί για τη δικαίωση των θέσεών του, μου δημιούργησε την εύλογη απορία εάν κατάλαβε τι ακριβώς συνέβηκε την περασμένη Κυριακή». Οκτώ μήνες μετά, μπορώ μετά βεβαιότητας να ισχυριστώ πως τίποτε δεν κατάλαβε. Παραδομένος στην οίηση αυτού που διαθέτει το αλάθητο, καταφεύγει στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών δίχως να αντιλαμβάνεται ότι δεν θα είναι πάντα του… αγίου ΕΛΑΜ. 
Ο Μαρίνος Σιζόπουλος κατάφερε να μετατρέψει την ΕΔΕΚ σε ένα κόμμα που αργοπεθαίνει κάτω από τη σκιά του αειθαλούς ιστορικού ηγέτη της. Έτσι οδεύει προς τις εκλογές του 2021 με το ιδεολογικό δόγμα «λίγοι αλλά σιδεροκέφαλοι». Πώς το είπε ο Γιαννάκης Ομήρου; Α ναι, «θλίψη για τον ασυγκράτητο κατήφορο». 
 
Φιλελεύθερα, 16/2/2020.