Όταν η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μπορούν να ληφθούν και μέτρα που θα ήταν απαράδεκτα και παράνομα σε κανονικές περιόδους. Τα έκτακτα μέτρα μπορούν ακόμα να περιλαμβάνουν αναστολή εφαρμογής συγκεκριμένων δικαιώματων, δηλαδή παραβιάσεις δικαιωμάτων οι οποίες δικαιολογούνται ενόψει της ανάγκης να αντιμετωπισθεί η έκτακτη κατάσταση. Ποια είναι η ατομική και συλλογική ευθύνη των πολιτών και όλων όσων ζουν σε μια χώρα που κηρύσσεται σε έκτακτη ανάγκη; Ποια τα όρια της κρατικής ευθύνης όταν λαμβάνονται τέτοια μέτρα;  Στην περίπτωση της Κύπρου, τόσο το Άρθρο 183 του Συντάγματος  (Σ) όσο και το Άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιώματων (ΕΣΔΑ) προνούν για την περίπτωση αναστολής εφαρμογής συγκεκριμένων δικαιωμάτων εν καιρώ κρίσης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 183 Σ,  σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημόσιου κινδύνου ο οποίος απειλεί την ύπαρξη της Δημοκρατίας ή οποιοδήποτε τμήμα της, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να προκηρύσσει με απόφασή του την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, όμως, ξεχωριστά ο καθένας ή από κοινού, έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας οποιασδήποτε τέτοιας απόφασης και θα πρέπει να ασκήσουν το δικαίωμά τους μέσα σε 48 ώρες από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης στο γραφείο τους. Ενόψει του δικαίου της ανάγκης και την μη ύπαρξη του Αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, το εν  λόγω δικαίωμα αρνησικηρίας ανήκει σήμερα μόνο στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημορκατίας.
 
Τα δικαιώματα των οποίων η εφαρμογή μπορεί να ανασταλεί, με βάση το Α. 183 Σ είναι τα εξής: το δικαίωμα της ζωής μόνον όσο αφορά σε θάνατο που προκαλείται από θεμιτή πολεμική ενέργεια (Α.7Σ), απαγόρευση εξαναγκασμού σε εκτέλεση αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας (Α.10 (2) και (3) Σ), το δικαίωμα στην ελευθερία και στην προσωπική ασφάλεια (Α.11 Σ), το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης (Α. 13 Σ), το δικαίωμα στο απαραβίαστο της κατοικίας (Α.16 Σ), το απόρρητο της αλληλογραφίας και άλλης επικοινωνίας(Α.17 Σ), η ελευθερία της έκφρασης (Α.19 Σ), το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (Α21 Σ), το δικαίωμα στην ιδιοκτησία μόνον όσον αφορά το δικαίωμα στην καταβολή το ταχύτερον δυνατό δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης λόγω επίταξης περιουσίας (εδάφιο (δ) της ογδόης παραγράφου του Α. 23 Σ), το δικαίωμα στην εργασία (Α. 25 Σ) και το δικαίωμα στην απεργία (Α. 27 Σ).
Παρομοίως το άρθρο 15 ΕΣΔΑ προνοεί για παρέκκλιση από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.  Σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να λάβει μέτρα “κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους”, οι οποίες προβλέπονται στη Σύμβαση, “στο απαιτούμενο από την κατάσταση απολύτως αναγκαίο όριο” και “υπό τον όρο ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αντιτίθενται σε άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν απο το διεθνές δίκαιο”.  Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του Α. 15 ΕΣΔΑ  δεν επιτρέπεται παράβαση του δικαιώματος της ζωής, εκτός από την περίπτωση θανάτου ως συνέπεια κανονικών πολεμικών πράξεων (Α. 2 ΕΣΔΑ), της απαγόρευσης των βασανιστηρίων (Α. 3 ΕΣΔΑ) και της δουλείας (Α. 4 (1) ΕΣΔΑ), όπως και του δικαιώματος στην ελευθερία και στην επιβολή ποινής  άνευ νόμου (Α. 7 ΕΣΔΑ). Τα Συβαλλομενα Μέρη που ασκούν το δικαίωμα της ‘παράβασης’ τηρούν τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πλήρως ενήμερο για τα μέτρα τα οποία έλαβαν και των αιτίων τα οποία τα προκάλεσαν.  
Για την αντιμετώπιση κάθε έκτακτης κατάστασης που τελεί μια δημοκρατική χώρα υπάρχει τόσο ατομική, συλλογική αλλά και κρατική ευθύνη. Από τη μια, κάθε άνθωπος που ζει στη συγκεκριμένη χώρα θα πρέπει να συμμορφώνεται με κάθε νόμιμο μέτρο για την αντιμέτώπιση της έκτακτης ανάγκης. Έπειτα, τα μέλη αυτής της κοινωνίας θα πρέπει, ως μέλη μιας  κοινότητας, συλλογικά να υποστηρίξουν όλα τα νόμιμα μέτρα για να επιτευχθεί η όσο το δυνατόν γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Τα μέλη μιας πραγματικής κοινότητας δεν είναι άτομα αποσυνδεδεμένα και αποξενωμένα μεταξύ τους που απλώς ζουν σε μια εδαφική επικράτεια. Τα μέλη μιας πραγματικής κοινότητας είναι συνδεδεμένα με κάποιες κοινές αξίες και αρχές και κυρίως με την κοινή πίστη και αγάπη προς την κοινότητά τους και την πατρίδα τους. Η τόνωση της ενότητας και ομοψυχίας τους για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης είναι σημαντικά για την αίσθηση της ατομικής και συλλογικής ευθύνης που έχουν.
 
Από την άλλη, το Κράτος έχει την ευθύνη να λαμβάνει τα μέτρα που θα οδηγήσουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης για να σωθεί το κράτος. Την ίδια στιγμή τα έκτακτα μέτρα πρέπει να  σέβονται το Σύνταγμα και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όσον αφορά τον περιορισμό των δικαιωμάτων, θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των δικαιωμάτων των οποίων η εφαρμογή τους δεν μπορεί να ανασταλεί, ούτε σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, και των δικαιωμάτων των οποίων η εφαρμογή τους μπορεί να ανασταλεί σε περιόδους έκτακτης κατάστασης.
Αναφορικά με τα  δικαιώματα, των οποίων η εφαρμογή τους δεν μπορεί να ανασταλεί, ούτε σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, το Κράτος μπορεί να τα περιορίζει μόνον στο μέτρο που είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Γενικά, από τη στιγμή που ένα μέτρο λαμβάνεται για την αντιμετώπιση ενός νόμιμου σκοπού και νοουμένου ότι γίνεται σεβαστός ο πυρήνας του δικαιώματος, τα μέτρα πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.  Αυτό συμβαίνει και με τον σκοπό της αντιμετώπισης της έκτακτης ανάγκης, αν και αναπόφευκτα ο εν λόγω σκοπός δίνει ένα ειδικό αξιολογικό υπόβαθρο στην ανάλυση του ερωτήματος αν το μέτρο δικαιολογείται σε μια δημοκρατική κοινωνία τη δεδομένη στιγμή. Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, το πρώτο ερώτημα είναι αν τα εν λόγω μέτρα είναι κατάλληλα για την επίτευξη του εν λόγω νόμιμου σκοπού. Αν δεν είναι, τότε υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος. Αν είναι κατάλληλα, το επόμενο ερώτημα είναι αν τα μέτρα είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω νόμιμου σκοπού. Αν δεν είναι, αναγκαία, τότε υπάρχει παραβιαση του δικαιώματος. Αν τα μέτρα είναι αναγκαία, το επόμενο ερώτημα είναι αν το κόστος από τον περιορισμό του δικαιώματος είναι μεγαλύτερο από το όφελος από την επίτευξη του εν λόγω νόμιμου σκοπού, για τον οποίο λαμβάνονται τα περιοριστικά μέτρα. Αν το κόστος του περιορισμού είναι μεγαλύτερο από το όφελος της επίτευξης του νόμιμου σκοπού, τότε υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος. Αν το κόστος είναι μικρότερο από το όφελος, τότε δεν υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος και ο περιορισμός θεωρείται αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία.
 
Αναφορικά με τα δικαιώματα των οποίων η εφαρμογή μπορεί να ανασταλεί, η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να προχωρήσει σε παρέκκλιση από την προστασία τους με βάση το Α. 183 Σ, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του Α. 15 ΕΣΔΑ. Όταν το κράτος προχωρεί στην αναστολή της εφαρμογής κάποιων δικαιωμάτων, και μόνο των δικαιωμάτων των οποίων η εφαρμογή τους μπορεί συνταγματικά να ανασταλεί,  στην πραγματικότητα το κράτος παραβιάζει τα συγκεκριμένα δικαιώματα, όμως η παραβίαση μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το φως της έκτακτης ανάγκης ή με άλλα λόγια, ενός δικαίου της ανάγκης. Η παρέκκλιση από την προστασία αυτών των δικαιωμάτων δικαιολογείται όμως μόνο αν τηρούνται οι απαιτήσεις του Συντάγματος, στην περίπτωση της Κύπρου, το Α 183 Σ,  υπό το φως του άρθρου 15 ΕΣΔΑ. Η παρέκκλιση πρέπει να είναι τέτοια ώστε να είναι απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Το επίπεδο της αναγκαιότητας των μέτρων είναι το απολύτως αναγκαίο. Επίσης οι παρεκκλίσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να ισχύουν μόνο όσο χρόνο είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης και να σέβονται την αρχή της ισότητας και το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι μπορεί το Κράτος σε περιόδους έκτακτης κατάστασης να έχει την εξουσία να αναστέλλει την εφαρμογή κάποιων δικαιωμάτων, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να καταχράζεται την εξουσία του. Το δίκαιο της ανάγκης όπως αυτό πολύ εμπεριστατωμένα αναπτύσσεται στην Υπόθεση The Attorney General of the Republic v Mustafa Ibrahim (1964) C.L.R. 195 (Υπόθεση Ιμπραχίμ) μπορεί να αποτελέσει πολύ χρήσιμο οδηγό και να εφαρμοστεί για τις παρεκκλίσεις από την προστασία κάποιων δικαιωμάτων που μπορεί να περιληφθούν στα κρατικά μέτρα αντιμετώπισης της έκτακτης ανάγκης.
 
Ακόμα και σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το δημοκρατικό κράτος πρέπει να σέβεται τις συνταγματικές αρχές για τον περιορισμό των δικαιωμάτων, ενώ η ατομική και συλλογική ευθύνη των μελών της δημοκρατικής κοινωνία είναι ‘εκ των ων ουκ άνευ’ παράγοντας για την αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Τα δικαιώματα των οποίων η εφαρμογή τους δεν μπορεί να ανασταλεί μπορούν να περιοριστούν μόνο με βάση τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες προστατεύονται και κάθε περιορισμός τους θα πρέπει να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η οποιαδήποτε παρέκκλιση από την προστασία κάποιων δικαιωμάτων σε περιόδους έκτακτης κατάστασης πρέπει να σέβεται τις συνταγματικές αρχές του Α.183 Σ, τις αρχές του Α 15 ΕΣΔΑ, τις αρχές της Υπόθεσης Ιμπραχίμ και ιδίως τις αρχές της αναλογικότητας, ίσης μεταχείρισης και μη κατάχρησης εξουσίας. Την ίδια στιγμή άτομα και κοινότητες σε μια δημοκρατική κοινωνία έχουν ατομική και συλλογική ευθύνη να στηρίξουν όλα τα νόμιμα μέτρα για αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης και το κοινό καλό.
 
* Δικηγόρος και μέλος του διδακτικού προσωπικού της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.