Η σημερινή διεθνής διάσκεψη στο Βερολίνο για την κατάσταση στη Λιβύη έχει ως βασικό της θέμα την επίτευξη συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Δεν υπάρχει στην ατζέντα, όπως ήταν οι τοποθετήσεις που έγιναν από γερμανικής πλευράς το προηγούμενο διάστημα, οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με εξωτερικές σχέσεις της Λιβύης. 
 
Γι’ αυτό και η Γερμανία επέλεξε να προσκαλέσει εκείνες τις χώρες που η ίδια κρίνει ότι μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη ειρήνης και τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη. Προσκλήθηκαν να παραστούν εκείνοι οι ηγέτες οι οποίοι, πιστεύεται ότι, θα μπορούν να πιέσουν τις δύο πλευρές στη Λιβύη να καταλήξουν σ’ ένα συμβιβασμό ώστε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες στοχεύοντας μακροπρόθεσμα σε επιστροφή της βορειοαφρικανικής χώρας στην ομαλότητα. 
 
Εδώ και μέρες παρακολουθούμε να αναπτύσσεται μια έντονη συζήτηση για την παρουσία ή απουσία συγκεκριμένων χωρών από τη Διάσκεψη του Βερολίνου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλες οι προσεγγίσεις ήταν στη βάση του τι θέλουν κάποιοι να συμβεί και όχι στο τι πραγματικά γίνεται στον σκληρό κόσμο της διεθνούς πολιτικής σκηνής. 
 
 
Στη διεθνή πολιτική σκηνή τα πράγματα δεν συμβαίνουν στη βάση των επιθυμιών των πολλών, γιατί εάν συνέβαιναν θα μιλούσαμε για έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Γίνεται στη βάση των επιδιώξεων που έχουν μια συγκεκριμένη μικρή ομάδα ισχυρών κρατών. Απ’ εκεί και πέρα, εναπόκειται στους υπόλοιπους να βρουν τρόπο να πλασαριστούν. 
 
Μπαίνει από πολλές πλευρές το ερώτημα για την συμμετοχή της Τουρκίας στη Διάσκεψη του Βερολίνου. Ανάλογα ερωτήματα έμπαιναν και στο πρόσφατο παρελθόν σε σχέση με τη Συρία, καθώς και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις. 
 
 
Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η Τουρκία εδώ και καιρό εφαρμόζει μια συγκεκριμένη τακτική η οποία στην προκειμένη περίπτωση της αποδίδει. Πρώτα γίνεται μέρος του προβλήματος πριν αποτελέσει παράγοντα λύσης. Και μέσω αυτής της τακτικής πλασάρεται στο τραπέζι των διεθνών διασκέψεων εμφανιζόμενη ως παράγοντας σταθερότητας. 
 
Και για να το πετύχεις αυτό χρειάζονται δύο χαρακτηριστικά: Να έχεις κότσια για να εισβάλεις ή να στείλεις στρατεύματα εκεί που νομίζεις ότι έχεις συμφέρον, να έχεις και τσαμπουκά να περάσεις τον εαυτό σου ως ειρηνοποιό. 
 
Αυτό που κάνει ο Ερντογάν τα δύο-τρία τελευταία χρόνια κινείται στη δική του λογική που θέλει την Τουρκία να πλασαριστεί ανάμεσα στις ισχυρές ή καλύτερα τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Με βάση αυτή τη πολιτική σκέψη προχωρά και αντιγράφει πράξεις και ενέργειες που θα δούμε από χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ρωσία ή η Γαλλία. Δεν είναι με την ίδια λογική, των τάχατες συμφερόντων της, που η Αμερική έστελνε και στέλνει στρατεύματα σε διάφορα μέρη του πλανήτη; Αυτό ακριβώς πράττει και ο Τούρκος Πρόεδρος. 
 
 
Στο Βερολίνο δεν θα πάει για να κερδίσει κάτι περισσότερο για τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου. Θα πάει για να εδραιώσει τη θέση του στη Λιβύη και ως περιφερειακή δύναμη. Για τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου έχει ήδη λάβει τις αποφάσεις του και τις υλοποιεί. 
 
Την περασμένη Πέμπτη, μιλώντας σε μια φαντασμαγορική τελετή παρουσίασης του κυβερνητικού έργου κατά το 2019, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν πολύ ξεκάθαρος σ’ ότι αφορά τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου. Διαμήνυσε ότι οι έρευνες θα συνεχιστούν και εντός του 2020 και θα προχωρήσει με έρευνες στην περιοχή που περιλαμβάνεται στη συμφωνία της Τουρκίας με τη Λιβύη. Ήδη ετοιμάζεται για την πρώτη του αποστολή τουρκικό ερευνητικό σκάφος. 
 
Η κίνηση αυτή της Τουρκίας θα έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την Ελλάδα και το πώς η χώρα θα αντιδράσει. Γιατί, ανάλογες κινήσεις στην θαλάσσια περιοχή της Κύπρου έμειναν σχεδόν αναπάντητες – καθώς η Κύπρος δεν έχει την ναυτική δύναμη ώστε να κινηθεί κατάλληλα. Τώρα με την Ελλάδα θα είναι ένα μεγάλο τεστ τόσο για την Αθήνα όσο και για την Άγκυρα. 
 
 
Η Τουρκία ενδεχομένως να πιστεύει ότι η αντίδραση της Ελλάδας δεν θα είναι παρά φραστική και άρα θα ισχύσει ότι και στην περίπτωση της Κύπρου. Με την πάροδο του χρόνου να εδραιώσει την παρουσία της σε μια θαλάσσια συγκεκριμένη περιοχή. Γι’ αυτό και θα έχει ιδιαίτερη σημασία το πώς η Ελλάδα θα αντιδράσει στην προκειμένη περίπτωση που είναι πολύ διαφορετική απ’ ότι προηγουμένως. 
 
Τα δείγματα γραφής από τις δύο πλευρές για έναν τρίτο παρατηρητή (και είναι κάτι που καταγράφεται διεθνώς) σ’ ότι αφορά το νέο μέτωπο αντιπαράθεσης Τουρκίας και Ελλάδας είναι πως από τη μια υπάρχει ένας Ερντογάν που ξέρει πολύ καλά τη κάνει, έχει έναν οδικό χάρτη τον οποίο προσπαθεί να υλοποιήσει και από την άλλη είναι ο Μητσοτάκης ο οποίος προσπαθεί να βρει μια άκρια στο πρόβλημα που προέκυψε. 
 
Η ανάγνωση αυτή που γίνεται από τρίτους αποτυπώθηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την περασμένη Πέμπτη κατά τις δημόσιες παρεμβάσεις των δύο ηγετών. Ο Ερντογάν πέραν από τις έρευνες ανακοίνωσε και την αποστολή στρατευμάτων στην Τρίπολη για στήριξη της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης του Σαράζ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε τηλεοπτική του συνέντευξη ήταν εμφανώς αμήχανος ως προς το πώς θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τις δραστηριότητες της Τουρκίας στην δική του περιοχή. Εμφανίστηκε έτοιμος να συγκρουστεί με του τους Ευρωπαίους σε περίπτωση που οι αποφάσεις για το μέλλον της Λιβύης δεν περιλαμβάνουν την ακύρωση του μνημονίου με την Τουρκία για το καθορισμό θαλάσσιων ζωνών: 
 
«Η Ελλάδα σε επίπεδο Συμβουλίου Κορυφής δεν πρόκειται να δεχθεί καμιά πολιτική λύση για τη Λιβύη η οποία να μην έχει ως προϋπόθεση την ακύρωση αυτού του μνημονίου. Θα βάλουμε βέτο πριν φτάσει στο Συμβούλιο Κορυφής. Θα βάλουμε βέτο στο Συμβούλιο των Υπουργών. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση η Ελλάδα να συναινέσει σε πολιτική λύση στη Λιβύη η οποία να μην έχει ως προϋπόθεση την ακύρωση αυτών των απαράδεκτων μνημονίων». 
 
Είναι εμφανές ότι η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού απευθυνόταν προς το εσωτερικό και το δικό του ακροατήριο. Γιατί, εκτός Ελλάδας και σε διπλωματικό επίπεδο η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού δεν ήταν αρκούντως ξεκάθαρη, ως προς τι ακριβώς προτίθεται να κάνει. Ρώτησα έμπειρο Κύπριο διπλωμάτη με πολύ καλή γνώση στα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα να μου εξηγήσει τι ακριβώς θα κάνει η Ελλάδα. Με έκπληξή μου είδα ότι κι αυτός είχε την ίδια απορία. Γιατί είναι εμφανές ότι αυτό που ανακοίνωσε δεν είναι τίποτε άλλο από μια αοριστολογία που είναι αδύνατο να υλοποιηθεί.
 
Γιατί όταν φτάσουν τα δύο μέρη στη Λιβύη σε μια συμφωνία ειρήνευσης πόσο άραγε εύκολο είναι για την Ευρωπαϊκή Ένωση να μην την εγκρίνει επειδή ένα από τα κράτη–μέλη έχει ενστάσεις για ένα διμερές μνημόνιο που υπέγραψαν Τρίπολη και Άγκυρα; Το ερώτημα είναι γιατί ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να προκύψει ή να μην προκύψει ποτέ στο μέλλον και δεν προβαίνει σε πιο άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα μέσω της ίδιας οδού. Να πιέσει μέσω της Ευρώπης την Τουρκία, γιατί το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν προέκυψε από ενέργειες της Τρίπολης αλλά ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας της Άγκυρας. 
 
Τα κριτήρια της επιλογής
 
Στο Βερολίνο η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι η συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης για την ΑΟΖ των δύο χωρών στη Μεσόγειο δεν συνιστά αντικείμενο της διάσκεψης την Κυριακή. Επεσήμανε δε πως επανειλημμένα η γερμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι τα θαλάσσια σύνορα θα πρέπει να χαράζονται σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας και όχι από δύο κράτη σε βάρος τρίτων. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η Ελλάδα αισθάνεται ότι τα συμφέροντά της πλήττονται από τη συμφωνία Άγκυρας – Τρίπολης δεν την καθιστούν εμπλεκόμενο μέρος στα εσωτερικά της Λιβύης.
 
Όπως τόνισε η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ, η επιλογή των συμμετεχόντων «είχε ως γνώμονα το αντικείμενο» της διάσκεψης. Και αυτό είναι η συνεννόηση των «διεθνών παραγόντων» που διαδραματίζουν ρόλο στη Λιβύη προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία για την αποκατάσταση της ειρήνης. Όπως πρόσθεσε ακόμη, στην πορεία μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία και κράτη που «αποδεδειγμένα» θα θελήσουν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. 
 
Πέρασαν τρεις μήνες από την ανακοίνωση
 
Από τότε που η Γερμανία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να οργανώσει μια διεθνή σύναξη για τη Λιβύη έχουν παρέλθει τρεις μήνες. Στο μεταξύ, άλλαξαν πολλά και πολιτικά και επί του εδάφους. 
 
Η αρχική ιδέα για τη διεθνή συνάντηση ήταν κάπως αόριστη. Ακόμα και το ποιοι θα συμμετείχαν σ’ αυτή τη σύναξη δεν ήταν ξεκάθαρο μέχρι και την περασμένη εβδομάδα, παραμονές της Διάσκεψης του Βερολίνου. Κάποιοι στο μεταξύ είχαν εργαστεί από τη μια για να εξασφαλίσουν θέση στη Διάσκεψη και από την άλλη για να δημιουργήσουν εκείνα τα δεδομένα ώστε η σύνοδος στο Βερολίνο να είναι επιβεβλημένη. 
 
Στο αρχικό πλάνο των Γερμανών ούτε ο στρατάρχης Χαλίφα Χαφτάρ ούτε και ο πρωθυπουργός Φαγιέζ αλ-Σαράζ περιλαμβάνονταν στους προσκεκλημένους. Αρχικά αυτό που επεδίωκε η Γερμανία ήταν μια σύναξη των βασικών δυνάμεων προκειμένου να δεσμευτούν για σεβασμό των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για τη Λιβύη και ειδικότερα να επαναβεβαιωθεί η διατήρηση του εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε στη Λιβύη από τον Φεβρουάριο του 2011. 
 
Η ιδία η Γερμανία φρόντισε να μείνει μακριά από τη Λιβύη από την αρχή και ως μέλος του ΝΑΤΟ δεν έπαιξε και ιδιαίτερο ρόλο στην προσπάθεια για ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι το 2011. Και τα τελευταία χρόνια ήταν σχεδόν ουδέτερη. Η εμπλοκή ξεκίνησε μετά από έκκληση του Χασάν Σάλαμε, απεσταλμένου του ΟΗΕ στη Λιβύη, προς την Άνγκελα Μέρκελ. 
 
Καταλυτικός παράγοντας για να αναθεωρήσει το Βερολίνο την προσέγγισή του φαίνεται πως ήταν η εμπλοκή της Τουρκίας προς την κατεύθυνση της Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας και η ξαφνική διασύνδεση μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας στη Λιβύη. Κι αυτή η αλλαγή έφερε και τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές της λιβυκής αντιπαράθεσης στο Βερολίνο.