O δρ Άγγελος Χρυσόγελος associate professor διεθνούς πολιτικής στο London Metropolitan University και συνεργαζόμενος εταίρος του Chatham House, αναλύει πώς περάσαμε από τη φάση του γνήσιου λαϊκισμού στον «λαϊκισμό από τα πάνω».

Δύσκολα θα διαφωνήσει κάποιος ότι το πολιτικό φαινόµενο της δεκαετίας που τελειώνει ήταν ο λαϊκισµός. Αρχικά περιθωριακός στις περισσότερες χώρες το 2010, ο λαϊκισµός βρίσκεται στο κατώφλι του 2020 να επηρεάζει τις αποφάσεις κυβερνήσεων παγκοσµίων δυνάµεων όπως οι ΗΠΑ και η Ινδία, να απειλεί τη συνοχή περιφερειακών (ΕΕ) και διεθνών οργανισµών (ΠΟΕ) και να αµφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της φιλελεύθερης δηµοκρατίας παγκοσµίως.

Η ιστορία του λαϊκισµού στη δεκαετία του 2010 ξεκινά το 2008 µε την παγκόσµια οικονοµική κρίση. Η κρίση δεν δηµιούργησε αλλά όξυνε τάσεις που η παγκοσµιοποίηση είχε ήδη δηµιουργήσει σε πολλές χώρες: οικονοµική ανασφάλεια, πολιτιστικό άγχος έναντι της µετανάστευσης, ραγδαίες αλλαγές στην αγορά εργασίας, αίσθηση έλλειψης αντιπροσωπευτικότητας των κοµµάτων και πολιτικών συστηµάτων.
Η κρίση δεν συντάραξε µόνο οικονοµικά τις κοινωνίες. Κατέδειξε και την αδυναµία των ελίτ να συµµορφωθούν µε τους κανόνες που οι ίδιες είχαν καταρτήσει. Τα bailout των τραπεζών στις ΗΠΑ και των νότιων χωρών της Ευρωζώνης (και αυτές δανείστριες των µεγάλων τραπεζών του βορρά) µπορεί να ήταν αναπόφευκτα ως διαχείριση κρίσης, αλλά δηµιούργησαν και την εντύπωση ότι το πολιτικό σύστηµα µετέφερε το κόστος της προσαρµογής στους πολλούς.
Οι πρώτες εκρήξεις του λαϊκισµού στη δεκαετία του 2010 ξεκινούν από τα κάτω, προβάλλοντας ριζοσπαστικά αιτήµατα πολιτικής αλλαγής. Το κίνηµα Occupy στην Αµερική, οι Αγανακτισµένοι στην Ευρώπη και οι διαδηλώσεις της Αραβικής Άνοιξης τη χρονική περίοδο 2010-11 εξέφρασαν µια γενικευµένη οργή για τις δοµές εξουσίας µε καταλύτη τις συνέπειες της κρίσης (ανεργία, λιτότητα). Αυτή η πρώτη φάση είναι η φάση του καθαρού και γνήσιου λαϊκισµού, όταν τα αιτήµατα αλλαγής είναι ακόµα ακαθόριστα και διατυπώνονται στους δρόµους και τις πλατείες.
Γρήγορα όµως αυτή η πρώτη στιγµή λαϊκής κινητοποίησης περνά αφήνοντας πίσω της ανάµικτα αποτελέσµατα. Στις αραβικές χώρες κάποια αυταρχικά καθεστώτα επιβιώνουν, άλλα καταρρέουν δηµιουργώντας ευκαιρίες για εκδηµοκρατισµό και αλλού ξεσπούν εµφύλιοι. Στην Ευρώπη η αµφισβήτηση της λιτότητας βαθαίνει το ρήγµα Βορρά-Νότου χωρίς να αλλάζουν στην ουσία τους οι πολιτικές της Ευρωζώνης. Και στις ΗΠΑ το Occupy εξασθενεί καθώς ο Μπαράκ Οµπάµα συσπειρώνει προοδευτικές δυνάµεις επιζητώντας την επανεκλογή του το 2012.
Η επόµενη φάση του λαϊκισµού είναι η µεταφορά του από τους δρόµους στο πεδίο της κοµµατικής πολιτικής, καθώς παλιές και νέες δυνάµεις προσπαθούν να εκµεταλλευθούν το κύµα αµφισβήτησης. Η ακροδεξιά στην Ευρώπη που µέχρι τότε µιλούσε αποκλειστικά για τη µετανάστευση ξεκινά να µιλά για την οικονοµία – στη Γαλλία και την Ιταλία ενάντια στη λιτότητα, στη Γερµανία και τη Φινλανδία ενάντια στις διασώσεις του Νότου. Στην Ελλάδα και την Ισπανία νέες λαϊκιστικές δυνάµεις της αριστεράς καταφέρνουν µεγάλες νίκες το 2015. Νωρίτερα, το 2013, το ίδιο κάνει το ιδιάζον κίνηµα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία.
Καθώς η διακυβέρνηση Οµπάµα φτάνει στο τέλος της, τα αιτήµατα που η µετριοπαθής πολιτική του είχε αφήσει ανικανοποίητα δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για πρώτη φορά για την άνοδο της λαϊκιστικής αριστεράς στους κόλπους του Δηµοκρατικού Κόµµατος υπό τον Μπέρνι Σάντερς. Στη Μεγάλη Βρετανία το ίδιο διάστηµα (2015-16) το Εργατικό Κόµµα συνταράσσεται από την εκλογή στην αρχηγία του Τζέρεµι Κόρµπυν, ριζοσπάστη µε λαϊκιστικές τάσεις.
Η τρίτη φάση του λαϊκισµού έρχεται εντυπωσιακά το 2016 µε τις νίκες του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία και του Ντόναλντ Τραµπ στις ΗΠΑ. Είναι η στιγµή που ο λαϊκισµός παύει να είναι ένα κίνηµα αντιπολιτευτικό και περιφερειακό, αλλά εισέρχεται δυναµικά στους διαδρόµους της εξουσίας καταλαµβάνοντας από µέσα το «σύστηµα» που (λέει ότι) θέλει να αλλάξει. Είναι ακόµα η στιγµή που η αντισυστηµικότητα του λαϊκισµού διατυπώνεται πια όχι τόσο µε οικονοµικούς και υλιστικούς όρους αλλά µε πολιτιστικούς και ταυτοτικούς: η αντίθεση στη µετανάστευση και η έµφαση στην εθνική κυριαρχία συναρθρώνονται ως αιτήµατα του «λαού» και υποκατάστατα πολιτικών οικονοµικής δικαιοσύνης και αναδιανοµής.
Αυτός ο «λαϊκισµός από τα πάνω» όµως περισσότερο µετριάζει παρά µεταφράζει την ορµή του «λαϊκισµού από τα κάτω» σε πραγµατικές πολιτικές. Ο συµβιβασµός Τσίπρα µε την ΕΕ, η ανανέωση της NAFTA µε ελάχιστες αλλαγές από την κυβέρνηση Τραµπ, και η νίκη του Μπόρις Τζόνσον µε µια µεγάλη πλειοψηφία που του επιτρέπει να συνάψει µια εµπορική σχέση µε την ΕΕ χωρίς τον φόβο της Ευρωσκεπτικιστικής πτέρυγας του κόµµατός του δείχνουν ότι ο λαϊκισµός στην εξουσία είναι πιο πολύ δύναµη στυλιστικής αναστάτωσης παρά διάλυσης του συστήµατος.
Η δεκαετία κλείνει όπως ξεκίνησε, µε τον λαό ξανά στους δρόµους από τη Χιλή και τη Βολιβία στον Λίβανο και το Χονγκ Κονγκ. Και αυτά τα κινήµατα πάσχουν όµως από την «τραγωδία του λαϊκισµού»: όσο παραµένουν στον δρόµο συνιστούν µια αυθεντική δύναµη λαϊκής αµφισβήτησης, δεν έχουν όµως πολιτική κατεύθυνση και προγραµµατική συνοχή. Όταν αποκτούν ποτέ τέτοια, κινδυνεύουν πάντα να µετατραπούν από δύναµη ανατροπής σε πηγή ανανέωσης των δοµών εξουσίας που σήµερα αντιπαλεύονται.

Φιλgood, τεύχος 253.