Ως επικίνδυνο θα ταξινομείται προληπτικά το απόβλητο σε αδυναμία εντοπισμού επικίνδυνων ουσιών έκρινε χθες το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
 
Σύμφωνα με απόφαση, η σχετική οδηγία της ΕΕ για τα απόβλητα υποβάλλει σε ειδικές απαιτήσεις τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων όσον αφορά την ιχνηλασιμότητά τους, τη συσκευασία και την επισήμανσή τους και τα επιπλέον, τα επικίνδυνα απόβλητα μπορούν να τύχουν επεξεργασίας μόνο σε ειδικώς καθορισμένες εγκαταστάσεις οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια.
 
Το ΔΕΕ απεφάνθη μετά από υπόθεση που του παρέπεμψε Ιταλικό Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο και έκρινε ότι ο  κάτοχος αποβλήτου, ο οποίος φέρει την ευθύνη για τη διαχείρισή του, οφείλει να συλλέξει πληροφορίες από τις οποίες να μπορεί να αντλήσει επαρκείς γνώσεις σχετικά την εν λόγω σύνθεση και, κατά συνέπεια, να το ταξινομήσει με τον κατάλληλο κωδικό.
 
Τονίστηκε ότι υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για τη συγκέντρωση των αναγκαίων πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση των
αποβλήτων, μεταξύ των οποίων πληροφορίες για τη διαδικασία παρασκευής ή τη χημική διαδικασία «που παράγει το απόβλητο» καθώς και δεδομένα από δειγματοληψία και χημική ανάλυσή τους οι οποίες πρέπει να παρέχουν εχέγγυα αποτελεσματικότητας και αντιπροσωπευτικότητας.
 
Ταυτόχρονα επεσήμανε ότι η οδηγία για τα απόβλητα δεν επιβάλλει στον κάτοχο αποβλήτου δυσανάλογες υποχρεώσεις, τόσο από τεχνική όσο και από οικονομική άποψη, όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων.
 
Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι γενικές αρχές της προφύλαξης και της αειφορίας, αλλά και το τεχνικώς εφικτό και η οικονομική βιωσιμότητα των μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος, όπως η ταξινόμηση αποβλήτου στο οποίο μπορούν να αντιστοιχούν κατοπτρικές καταχωρίσεις ως επικίνδυνου.
 
Συνεπώς, ο κάτοχος αποβλήτου στο οποίο μπορούν να αντιστοιχούν κατοπτρικές καταχωρίσεις, του οποίου η σύνθεση δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή, δεν είναι υποχρεωμένoς, για τους σκοπούς της ταξινόμησής του ως επικίνδυνο ή μη επικίνδυνο απόβλητο, να αναζητήσει την παρουσία όλων των επικίνδυνων ουσιών, αλλά, σύμφωνα με την αρχή της προφυλάξεως, μόνον εκείνες τις ουσίες που είναι ευλόγως δυνατό να περιέχονται σε αυτό.
 
Διαπιστώθηκε, βάσει της απόφασης, ότι, μόλις ο κάτοχος αποβλήτου συγκεντρώσει τις σχετικές με τη σύνθεση του αποβλήτου πληροφορίες, οφείλει να προβεί στην εκτίμηση των πιθανών επικίνδυνων ιδιοτήτων του είτε βάσει του υπολογισμού των συγκεντρώσεων των επικίνδυνων ουσιών στο απόβλητο και ανάλογα με τις οριακές τιμές που ορίζονται για κάθε ουσία στην οδηγία για τα απόβλητα, είτε βάσει δοκιμών είτε βάσει αμφότερων των μεθόδων.
 
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν καθίσταται πρακτικώς αδύνατο για τον κάτοχο του αποβλήτου να προσδιορίσει αν υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες ή να αξιολογήσει την επικινδυνότητα του εν λόγω αποβλήτου, μια τέτοια πρακτική αδυναμία δεν μπορεί να απορρέει από αυτή καθεαυτή τη συμπεριφορά του, η αρχή της προφύλαξης απαιτεί την ταξινόμηση των αποβλήτων αυτών ως επικίνδυνων αποβλήτων.
 
Της Ζήνας Χριστοφή
 
Επιμέλεια: Γιώργος Αγκαστινιώτης