Η επεκτατική νομισματική πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών που είχε ως σκοπό την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, συνέπεσε χρονικά με τη σοβαρή διατάραξη της ομαλής ροής και τον περιορισμό της προσφοράς κρίσιμων αγαθών (αφενός λόγω του υγειονομικού προβλήματος σε πρώτη φάση, αφετέρου και κυρίως, εξ αιτίας του πολέμου στην Ουκρανία στη συνέχεια).

Αυτές, καθώς και η ενίσχυση της ισοτιμίας του δολαρίου και η συνακόλουθη αύξηση του κόστους των (πολλών) εισαγόμενων αγαθών που πληρώνονται σε δολάριο, είναι οι κύριες αιτίες πυροδότησης  του πληθωρισμού – δηλαδή  του ρυθμού της αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών – σε βαθμό που η παγκόσμια οικονομία είχε να αντιμετωπίσει εδώ και περισσότερο από 40 χρόνια. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με ένταση και λόγω αυτής της διττής υπόστασής του. Ταυτόχρονα, δηλαδή, ως πληθωρισμού ζήτησης και ως πληθωρισμού κόστους, γεγονός που καθιστά περισσότερο επισφαλείς τις προβλέψεις για την εξέλιξη και το βάθος των ευρύτερων συνεπειών του στην οικονομία (και όχι μόνον), αλλά και ιδιαίτερα λεπτούς τους χειρισμούς και τις ισορροπίες που απαιτούνται για τη διαχείριση και την τιθάσευσή του.

Όπως και οι λιγότερο  εξοικειωμένοι με τους οικονομικούς όρους αντιλαμβάνονται, το φαινόμενο του πληθωρισμού είναι αρνητικά φορτισμένο, τόσο, που ο μεν νομπελίστας Μilton Friedman να το χαρακτηρίσει  “μορφή φορολογίας η επιβολή της οποίας δεν  χρειάζεται να νομοθετηθεί”, ενώ από πολλούς εύστοχα του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του “σιωπηλού κλέφτη”. Είτε αόρατος και σιωπηλός όμως, είτε ορατός και θορυβώδης, είναι γεγονός ότι συνδέεται κυρίως με την μείωση της αγοραστικής δύναμης, δηλαδή της πραγματικής αξίας των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων. Αυτή δεν είναι, βέβαια, η μόνη επίπτωση του φαινομένου, η εκτενής παρουσίαση  των συνεπειών του όμως  δεν αποτελεί σκοπό της παρούσας προσέγγισης.

Το πολυσύνθετο τοπίο της σύγχρονης οικονομικής ζωής, με τις συνεχείς βαθιές αλλαγές και την ποικιλομορφία των νέων παραμέτρων και  αναγκών, επιβάλλει τη διόρθωση της άκαμπτα αρνητικής στάσης απέναντι στο φαινόμενο του πληθωρισμού. Επιβάλλει τον προβληματισμό, την έρευνα και την αναζήτηση εκείνων των πλευρών και των συνεπειών του, που μπορούν να αποτελέσουν  ευκαιρίες και εργαλεία για την αντιμετώπιση αδυναμιών και την βελτίωση των όρων βιωσιμότητας, τόσο σε μακροοικονομικό, όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο  Οι σκέψεις που παρατίθενται εδώ εντάσσονται ακριβώς στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας πιο ισορροπημένης εκτίμησης του πληθωριστικού φαινομένου σε σχέση με τη λειτουργία των εταιρικών οντοτήτων (κυρίως όσων βρίσκονται ήδη σε κρίση), τη βιωσιμότητα και την ανάκαμψή τους.

Υπό γενική θεώρηση, στην περίπτωση που δεν αξιοποιείται πλήρως το δυναμικό της οικονομίας π.χ υφίσταται προσφορά εργασίας που δεν απορροφάται από την αγορά (ανεργία) ή άλλοι αχρησιμοποίητοι πόροι, ο πληθωρισμός βοηθά (βραχυπρόθεσμα) στην αύξηση της παραγωγής. Περισσότερο διαθέσιμο χρήμα, σημαίνει μεγαλύτερα περιθώρια για κατανάλωση και δαπάνες. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η αύξηση της ζήτησης που πυροδοτείται από τις προσδοκίες των καταναλωτών για περαιτέρω αύξηση των τιμών, ώστε να εκμεταλλευτούν τις τρέχουσες χαμηλότερες τιμές Η μεγαλύτερη συνολική ζήτηση κινητοποιεί μεγαλύτερη παραγωγή για την κάλυψή της  και ενισχύει τα εταιρικά μεγέθη, την απασχόληση και  τα ατομικά εισοδήματα.

Καλύτερη κατανόηση των πιθανών θετικών επιδράσεων του πληθωρισμού προσφέρει η διάκρισή του από τον αποπληθωρισμό, δηλαδή την πτώση του γενικού επιπέδου τιμών. Σ αυτήν την περίπτωση  μειώνεται η ζήτηση και δευτερογενώς, καθώς οι καταναλωτές τείνουν να αναβάλλουν τις αγορές τους προσδοκώντας συνεχώς καλύτερες τιμές. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή αγαθών και η προσφορά υπηρεσιών συρρικνώνονται και οι απολύσεις αυξάνονται. Μαζί μειώνονται και οι μισθοί, ελαττώνοντας περαιτέρω τη συνολική αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, γεγονός που μειώνει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση και πλήττει ακόμα περισσότερο τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, σε ένα φαύλο κύκλο οικονομικής διάβρωσης. Ο Βρετανός οικονομολόγος John Maynard Keynes  περιέγραψε το φαινόμενο ως το παράδοξο της λιτότητας (the Thrift Paradox).

Ο πληθωρισμός, επομένως, μπορεί να αποβεί ωφέλιμος για τη μεσοπρόθεσμη οικονομική ευημερία, όταν παρακινεί τους καταναλωτές να ενεργούν ως τέτοιοι, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων τιμών που διευκολύνουν και τους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς, συμβάλλοντας, υπό προϋποθέσεις, στη δημιουργία ενός ενάρετου κύκλου, αυτή τη φορά.

Συνεπώς, διαφαίνεται ότι οι εταιρείες και οι διοικήσεις τους μπορούν να επωφεληθούν από αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, χωρίς, προφανώς. να παραγνωρίζονται και οι αρνητικές επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων στους εταιρικούς ισολογισμούς. Μπορούν, ειδικά οι προβληματικές επιχειρήσεις να αφυπνισθούν και να δουν την κρίση ως ευκαιρία.

Οι προβληματικές εταιρείες, (ή αλλιώς εταιρείες “ζόμπι”) είναι αυτές οι οποίες, μεταξύ άλλων συμπτωμάτων, παρουσιάζουν μια διαχρονικά αναιμική και ιδιαίτερα υποτονική συμπεριφορά και απόδοση στην αγορά. Στις οντότητες αυτές “λιμνάζουν” αναξιοποίητα περιουσιακά στοιχεία και εργαζόμενοι, η καινοτομία υστερεί και οι επιπτώσεις επηρεάζουν το σύνολο της δεδομένης αγοράς, διότι οι πόροι κατανέμονται αναποτελεσματικά και η παραγωγικότητα επιβραδύνεται.

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων τους απαιτεί πολλές φορές δραστικές λύσεις στρατηγικής αναδιοργάνωσης και οικονομικής αναδιάρθρωσης. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν αναλαμβάνονται συνήθως, ή τουλάχιστον δεν αναλαμβάνονται εγκαίρως από τις εταιρικές διοικήσεις και οι ελπίδες εναποτίθενται σε παρεμβάσεις εξωτερικών  παραγόντων.

Στην περίπτωση των πληθωριστικών επιδράσεων, η προσδοκία για τη δημιουργία ενός κύκλου βελτίωσης ορισμένων  εταιρικών δεικτών, δίνει μια λίγο – πολύ προφανή διέξοδο στις διοικήσεις αυτές. Οι managers έχουν τη δυνατότητα να «ανεβάσουν στροφές» στην παραγωγή, τρέχοντας πλέον στον ίδιο δρόμο που πριν βάδιζαν, για να ανταποκριθούν την ενισχυμένη ζήτηση. Ταυτόχρονα αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να αναπτύξουν   πρωτοβουλίες για να βελτιώσουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, να αποσπάσουν έτσι μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς και να διευρύνουν τα περιθώρια κερδοφορίας.

Η δεύτερη πτυχή σχετίζεται με την αφύπνιση. Συνήθως οι προβλέψεις για τις δυσμενείς επιδράσεις του πληθωριστικού κύματος  κάνουν τους διοικούντες περισσότερο ανήσυχους για την πορεία της εταιρείας και τους παρακινούν (ενώπιον του φάσματος του επερχόμενου κινδύνου ) να εγκαταλείψουν την επανάπαυση και να αναλάβουν τολμηρότερες  κινήσεις οργανωτικής αναδιάταξης,  και  οικονομικής εξυγίανσης, κεντρικό ρόλο στην οποία παίζουν οι παράμετροι της διάρθρωσης των δανειακών τους υποχρεώσεων και της πιστοληπτικής τους ικανότητας.

Εταιρικός δανεισμός – αύξηση επιτοκίων

Οι προβληματικές επιχειρήσεις είναι συνήθως επιχειρήσεις υπερδανεισμένες και ο πληθωρισμός διευκολύνει τους οφειλέτες, οι οποίοι αποπληρώνουν τα δάνειά τους με χρήματα των οποίων η σχετική «αξία» είναι χαμηλότερη από αυτή που ήταν στο χρονικό σημείο κατά το οποίο δανείστηκαν.  Αυτό, εξάλλου, ενθαρρύνει τον δανεισμό γενικότερα, γεγονός που αυξάνει συνολικά τις δαπάνες στην αγορά και ευνοεί περαιτέρω τα εταιρικά μεγέθη.

Από την άλλη πλευρά, όσο τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά, οι πιστωτές δεν έχουν αρκετούς λόγους να διακόψουν τη χρηματοδότηση σε μη παραγωγικές εταιρείες («pulling the plug», κατά τη βρετανική βιβλιογραφία), όσο διακρίνουν ότι δεν υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι αθέτησης των πληρωμών. Έτσι δεν είναι παράξενο που πολλές φορές η διατήρηση στη ζωή αυτών των εταιρικών καρκινωμάτων παρατείνεται σε βάθος χρόνου, σε περιόδους ομαλότητας. Η επανάπαυση τείνει να κρατά την παραγωγή και την καινοτομία χαμηλά και διαιωνίζει τον φαύλο κύκλο της παρακμής.

Συνεπώς, η αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων που αποτελεί ένα από τα κυριότερα όπλα αναχαίτισης του πληθωρισμού, παρουσιάζει μία επιπλέον χρησιμότητα. Η αύξηση του κόστους του χρήματος, μπορεί να εξορθολογήσει πολλές τραπεζικές και εταιρικές πρακτικές και να βάλει πολλούς διοικούντες και μετόχους (αλλά και τραπεζικά στελέχη) ξανά στο δρόμο της σωφροσύνης και της λογικής. Καθώς η πρόσβαση σε φρέσκο και φθηνό χρήμα θα αρχίσει να γίνεται όλο και πιο δύσκολη και κοστοβόρα, η διαχείριση του θα αρχίσει να αποκτά μεγαλύτερη σημασία και οι δραστηριότητες των εταιρικών διοικήσεων θα υπόκεινται σε εντονότερο έλεγχο.

Η διέξοδος των συγχωνεύσεων

Μια δημοφιλής τακτική στο πεδίο των αναδιαρθρώσεων είναι οι εταιρικές συγχωνεύσεις. Δεν αμφισβητείται ότι σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων, οι αγοραστές, αντιμετωπίζουν υψηλότερα κόστη συναλλαγών και δυνητικά μικρότερες αποδόσεις επενδύσεων (λόγω πιθανής επιβάρυνσης των λειτουργιών της εταιρείας στόχου). Τα στοιχεία αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε συμπίεση της προσφερόμενης τιμής. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, ο πληθωρισμός  οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων, πράγμα που σημαίνει υψηλότερο κόστος  χρηματοδότησης μίας εξαγοράς.

Ωστόσο, θα ήταν επιπόλαιο να πούμε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις επιδρούν απαγορευτικά στις σχετικές συναλλαγές:  είναι ακριβώς αυτός ο εξορθολογισμός που ήδη αναφέρθηκε , ο οποίος θα ωθήσει πολλές διοικήσεις να προβούν σε τέτοιου είδους αποφασιστικές κινήσεις. Σε αποφάσεις που δε θα λάμβαναν υπό διαφορετικές, πιο ήπιες συνθήκες. Ακόμα, η επιδείνωση κάποιων εταιρικών μεγεθών και το πιθανό κλείσιμο της «στρόφιγγας» του τραπεζικού δανεισμού, θα ωθήσει τα εταιρικά επιτελεία να αναζητήσουν καταφύγιο σε συγχωνεύσεις με δυνατότερους και υγιέστερους παίκτες της αγοράς, εξασφαλίζοντας ανταλλάγματα τα οποία μπορεί άλλοτε να φάνταζαν πενιχρά, σήμερα όμως κάνουν τη διαφορά μεταξύ «ζωής και θανάτου». Οι επιτυχημένες και εύστοχες συγχωνεύσεις μπορούν να επιτρέψουν τις αναδιοργανώσεις των ασθενών μονάδων που εντάσσονται στα ευρύτερα εταιρικά σχήματα-ομίλους, αφού εκλείπουν οι ανασταλτικοί παράγοντες, και να κάνουν σαφέστερο και ταχύτερο το δρόμο προς την ανάπτυξη, μέσω οικονομιών κλίμακας και συνεργειών.

Εν τέλει, με την προσεκτική εξέταση και ανάλυση των ειδικών λόγων που επηρεάζουν κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση (μεταξύ αυτών που οδήγησαν στις παρούσες έντονες πληθωριστικές πιέσεις) και την  συσχέτισή τους με τα μέτρα που θα ληφθούν σε επίπεδο κυβερνήσεων και Κεντρικών Τραπεζών για την διαχείριση τους, οι πιέσεις αυτές μπορούν να λειτουργήσουν θετικά στην προσπάθεια εξυγίανσης και εξεύρεσης λύσεων σε προβλήματα βιωσιμότητας πολλών επιχειρήσεων. Αναγκαία συνθήκη είναι η κινητοποίηση των διοικήσεων τους και η ικανότητα τους να εκμεταλλευθούν προς όφελος των οργανισμών τους τις ευκαιρίες που δημιουργεί η συγκυρία.

*Ιωάννης Σιδηρόπουλος (LL.M LSE, UvA), δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία Ηλίας Νεοκλέους και ΣΙΑ ΔΕΠΕ, ακαδημαϊκός συνεργάτης νομικής σχολής Πανεπιστημίου Leiden, Χάγη, επι ζητημάτων διάσωσης επιχειρήσεων