Οι εξωγενείς κλυδωνισμοί στην οικονομία και στον τραπεζικό τομέα απαιτούν από τις εποπτικές αρχές να επιδεικνύουν εξαιρετική προσοχή και όταν αντιμετωπίζουν γεγονότα αυτού του είδους, στην τραπεζική εποπτεία ή αλλού, είναι γενικά καλύτερο να νιώθουν ασφαλείς παρά να ζητούν συγγνώμη, ανέφερε την Τρίτη ο Αντρέα Ενρία, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Διαπίστωσε απροθυμία εκ μέρους των τραπεζών να συμμετάσχουν σοβαρά σε εποπτικές συζητήσεις σχετικά με τους καθοδικούς κινδύνους που διέπουν τις μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές προοπτικές. Πιστεύω, συνέχισε ο κ. Ενρία, ότι η βασική αιτία αυτής της στάσης βρίσκεται στην προειδοποίηση που εκδώσαμε, μαζί με άλλα θεσμικά όργανα και δημόσιους φορείς, κατά την έναρξη της πανδημίας COVID-19 το 2020, όταν εκφράσαμε τις ανησυχίες μας για μια μαζική υποβάθμιση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.
Οι εκτιμήσεις μας, εξήγησε, για την πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εκ των υστέρων αποδείχθηκαν, τουλάχιστον, υπερβολικά απαισιόδοξες, υπό το πρίσμα της ταχύτερης από την αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομίας. Ως εκ τούτου, ανέφερε, μπορεί να έχουμε την ίδια μοίρα με το αγόρι που φώναξε «βοήθεια, λύκοι», στους μύθους του Αισώπου, και μπορεί να εξαπλώνεται μια τάση στις τράπεζες να απορρίπτουν τις εκκλήσεις των εποπτών τους για σύνεση. Το ανησυχητικό, πρόσθεσε, είναι ότι αυτό συμβαίνει την ίδια στιγμή που η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εξελίσσεται σε ένα επίμονο και πλήρως μακροοικονομικό σοκ. Επίσης πιστεύω, συνέχισε ο κ. Ενρία, ότι τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας θα πρέπει να οδηγήσουν τόσο τις εποπτικές αρχές όσο και τις τράπεζες να είναι ταπεινές όσον αφορά την προγνωστική ικανότητα των μοντέλων τους, σε έναν κόσμο που υπόκειται σε μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ένρια: Να μην υπολογίζουν σε κρατική βοήθεια οι τράπεζες
«Οι εποπτικές προβλέψεις για το 2020 αναμφίβολα υποτίμησαν την αυξημένη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της δευτερογενούς αγοράς για τα ΜΕΔ, γεγονός που επέτρεψε στις τράπεζες να συνεχίσουν να καθαρίζουν τους ισολογισμούς τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ομοίως, οι τράπεζες θα πρέπει τώρα να φροντίσουν να μην προβάλλουν τυφλά στο μέλλον τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων που βιώσαμε τα τελευταία δύο χρόνια, όταν εκτιμούν τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, ενόψει μιας ταχέως επιδεινούμενης οικονομικής προοπτικής. Ένας σοφός και ισορροπημένος συνδυασμός όλων των στοιχείων και της κρίσης δικαιολογείται για τη συνετή διασφάλιση της ασφάλειας και της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα», ανέφερε. Δεύτερον πρόσθεσε, δεν υπάρχουν δύο εξωγενείς κρίσεις που να είναι όμοιες, γι’ αυτό κανένα συγκεκριμένο πρότυπο νομισματικής και δημοσιονομικής στήριξης δεν μπορεί ή πρέπει να θεωρείται δεδομένο.