Του Marcus Ashworth

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται ξεκάθαρα σε εγρήγορση έναντι της απειλής του πληθωρισμού. Η ομόφωνη ψήφιση της αύξησης κατά 75 μονάδες βάσης – την Πέμπτη – στο βασικό της επιτόκιο καταθέσεων είναι η μεγαλύτερη στην 24χρονη ιστορία της ΕΚΤ. Η εποχή των αρνητικών επιτοκίων βρίσκεται πλέον οριστικά πίσω μας. Η “καθοδήγηση” της τράπεζας για τον μέλλον είναι δραματικών τόνων: εάν χρειαστεί, θα ακολουθήσουν περισσότερες αυξήσεις κατά τις επόμενες συνεδριάσεις, τουλάχιστον μέχρι και τις αρχές του 2023.

Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ κατέστησε σαφές ότι τέτοια μεγάλα άλματα δεν θα αποτελέσουν τον κανόνα. Είπε ωστόσο ότι τα επιτόκια απέχουν ακόμη πολύ από ένα επίπεδο το οποίο θα μπορούσε να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Το ευρώ δεν κατάφερε να μπει σε ανοδική τροχιά μετά τις σχετικές ανακοινώσεις, ωστόσο οι αποδόσεις των ομολόγων έλαβαν υπόψη το “γερακίσιο” μήνυμα, ενισχυόμενες σε γενικές γραμμές μετρίως.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Τα γεράκια στο τιμόνι

Εκείνο που οδήγησε το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ στη συγκεκριμένη στάση είναι το αντίστοιχο hawkish “μάντρα” της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve) και η αδυναμία του ευρώ, το οποίο έχει υποχωρήσει πλέον κάτω από την ισοτιμία 1 προς 1 με το δολάριο.

Μιλώντας ταυτόχρονα με τη Λαγκάρντ, έναν ωκεανό μακριά, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ επανέλαβε ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα συνεχίσει τις αυξήσεις της μέχρι να τελειώσει τη δουλειά της καθυπόταξης του πληθωρισμού. Το γεγονός αυτό κονιορτοποιεί την ιδιαίτερα σταδιακή στρατηγική πολλαπλών βημάτων υπερ της οποίας είχε ταχθεί ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Philip Lane στις 29 Αυγούστου. Αφήνει στα “γεράκια”, με επικεφαλής τους δύο εκπροσώπους της Γερμανίας στο διοικητικό συμβούλιο – τον επικεφαλής της Bundesbank Joachim Nagel και την Isabel Schnabel – τον έλεγχο του πηδαλίου της νομισματικής πολιτικής.

Δεν υπήρξαν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το Μέσο Προστασίας Μεταφοράς (TPI), το υποτιθέμενο όπλο της ΕΚΤ για να αποτρέψει την υπερβολική διεύρυνση των spread των αποδόσεων των ομολόγων μεταξύ των κρατών-μελών.

Μένουν έτσι πολλά ζητήματα στα οποία πρέπει να αφήσουμε τη φαντασία μας να οργιάσει, ειδικά όσο πλησιάζουμε στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου στην Ιταλία. Επίσης, δεν υπήρξαν ιδιαίτερες μετατοπίσεις ως προς τα αγοράσμένα μέσω ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ομόλογα από την ΕΚΤ ύψους 5 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Η ποσοτική σύσφιγξη είναι συζήτηση για άλλη μέρα. Ή, ίσως, η σιωπή να ήταν ο συμβιβασμός με τα “περιστέρια” προκειμένου να ψηφίσουν όλοι την ιστορική αύξηση επιτοκίων.

Το καλοκαίρι των αυξημένων αποδόσεων

Αποφάσεις

Λήφθηκαν εξάλλου μερικές περίεργες αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση των τραπεζών: το σύστημα δύο επιπέδων για τα πλεονάζοντα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών τα οποία κατετίθεντο στην ΕΚΤ καταργήθηκε. Τα τελευταία χρόνια, οι εξαιρετικά γενναιόδωρες στοχευμένες μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης επέτρεπαν στις τράπεζες να δανείζονται ελεύθερα με επιτόκια ακόμη και σε επίπεδα -1%. Οποιαδήποτε εφεδρικά μετρητά μπορούν πλέον να “παρκάρονται” στο +0,75%. Αυτό είναι ένα δωρεάν γεύμα για το τραπεζικό σύστημα. Με τα επιτόκια ωστόσο να ξεφεύγουν από τη ζώνη του 0%, αυτό δεν είναι πλέον εφικτό.

Τώρα που το επιτόκιο καταθέσεων είναι θετικό, η ΕΚΤ αίρει προσωρινά το ανώτατο όριο του 0% και θα πληρώνει επιστροφή στις κυβερνήσεις της ΕΕ που έχουν καταθέσει περίπου 600 δισεκατομμύρια ευρώ σε μετρητά στην κεντρική τράπεζα. Αυτό ανακουφίζει από κάποιους φόβους για έλλειψη εξασφαλίσεων και προωθεί την ελεύθερη ροή κεφαλαίων σε όλο το νομισματικό σύστημα.

Η Γερμανία και η Αυστρία έχουν ήδη πραγματοποιήσει αλλαγές στο σύστημα επαναγορών κρατικών ομολόγων τους προκειμένου να αποκομίσουν ουσιαστικά θετική απόδοση, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αυξημένη συμπίεση των επιτοκίων δανεισμού. Ωστόσο  τα συγκεκριμένα μεταβατικά μέτρα είναι λίγο ακατάστατα και θα πρέπει να κανοναρχηθούν σωστά.

Οι οικονομικές προβλέψεις τις οποίες δημοσίευσε η ΕΚΤ αυτή την εβδομάδα εξακολουθούν να είναι απογοητευτικές. Αν και η εκτίμηση για τον πληθωρισμό για το σύνολο του 2022 αναθεωρήθηκε στο 8,1% από 6,8%, εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από τον τρέχοντα ρυθμό του 9,1%. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η εκτίμηση για τον πληθωρισμό για το τέλος του 2024 έχει εκτοξευθεί στο 2,3% από 2,1%. Ο διακηρυγμένος στόχος της ΕΚΤ είναι 2%. Αυτός είναι ο ένας λόγος για τον οποίο το διοικητικό αυμβούλιο πιστεύει ότι μπορεί να χρειαστεί να εφαρμοστούν πολύ περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων.

Ανάπτυξη;

Η πιο συγκλονιστική αποκάλυψη από τη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης ήταν οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη. Η φετινή αναθεωρείται στο 3,1% από 2,8%. Αλήθεια; Με αυτή την κατάσταση στην οικονομία; Ακόμη και μια υποβαθμισμένη εκτίμηση για το επόμενο έτος στο 0,9% δεν φαίνεται να είναι σε επαφή με την πραγματικότητα. Η ΕΚΤ στοιχηματίζει ότι δεν θα υπάρξει ύφεση στην ευρωζώνη. Αυτό είναι ένα πραγματικά τολμηρό στοίχημα.

Η ΕΚΤ αποφάσισε να αντιμετωπίσει την πρόκληση του “έξαλλου” πληθωρισμού αυξάνοντας προληπτικά τα επιτόκια. Μια πιθανή συνέπεια, ωστόσο, είναι ότι η εύθραυστη οικονομία του μπλοκ – η οποία μόλις έχει ανακάμψει από την πανδημία του κορονοϊού – μπορεί να ωθηθεί σε μια ταχεία συρρίκνωση.

Ας ελπίσουμε ότι η ΕΚΤ θα έχει περισσότερα περιθώρια κινήσεων προς τον χειμώνα, αν και πιθανότατα είναι υπερβολικό να στοιχηματίσει κανείς ότι η ελπίδα θα θριαμβεύσει έναντι της εμπειρίας.

Πηγή: BloombergOpinion