Του Andreas Kluth

Από την ημέρα που ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν επιτέθηκε απρόκλητα στην Ουκρανία – ακόμη και πριν από εκείνη – ένας συγκεκριμένος τύπος πολιτικών και ειδικών απαιτούσε από το Κίεβο και τη Δύση να “διαπραγματευτούν” με το Κρεμλίνο.

Δεν υπάρχουν “στρατιωτικές λύσεις” σε αυτόν τον πόλεμο ή σε οποιαδήποτε σύγκρουση με τη Ρωσία, μονάχα “διπλωματικές”, υποστηρίζεται στο συγκεκριμένο αφήγημα. Όποιος δεν το καταλαβαίνει, έστω υπόρρητα, απλώς δεν θέλει την “ειρήνη” αρκετά.

Η πραγματικότητα… ανάποδα

Άλλοι υποστηρίζουν ότι αυτή η συλλογιστική ανατρέπει την πραγματικότητα. Αν υπάρχει κάτι το οποίο έχει κάνει ασταμάτητα η “Δύση” από τότε που ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία πριν από δύο δεκαετίες – και συνέχισε να προσπαθεί να κάνει και μετά από την εισβολή του στη γειτονική του χώρα – είναι διάλογο μαζί του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η Ευρώπη αργά ή γρήγορα θα ξαναγοράσει ρωσικό φυσικό αέριο

Απλώς σκεφτείτε τα προσκυνήματα στο Μινσκ το 2014-15 από τους ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας ή την ουρά δυτικών ηγετών στο Κρεμλίνο που προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Ρώσο πρόεδρο να πραγματοποιήσει εισβολή στις αρχές του έτους.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Πούτιν όλα αυτά τα χρόνια “διαπραγματευόταν” κακή τη πίστει. Από την επίθεσή του φέτος, επιπλέον, έχει κλιμακώσει και έχει μπερδέψει τους πολεμικούς του στόχους τόσο απερίσκεπτα, που δεν είναι καθόλου σαφές τι ακριβώς θα διαπραγματευόταν μαζί του το Κίεβο ή οι υποστηρικτές του.

Εάν ο Πούτιν έλεγε σταθερά ότι θέλει “μονάχα” την Κριμαία και το Ντονμπάς και ότι είναι διατεθειμένος να δώσει κάτι σε αντάλλαγμα, ένας συμβιβασμός – αν και ηθικά αποκρουστικός – θα ήταν τουλάχιστον ορατός. Ο Πούτιν, όμως, θέλει να σβήσει την Ουκρανία ως έθνος-κράτος και ισχυρίζεται ότι η “ειδική στρατιωτική του επιχείρηση” είναι απαραίτητη για να “απο-ναζιστοποιηθεί” η συγκεκριμένη χώρα.

Πώς να πάρει κανείς θέση γύρω από ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων όταν αυτό το τραπέζι είναι γεμάτο με τέτοια φαντάσματα; Σε αντάλλαγμα για μια εκεχειρία, θα επιτρέπατε στον Πούτιν να διαπράξει μόνο μισή γενοκτονία ή το ένα τρίτο μιας τέτοιας; Θα διαπραγματευόσασταν το ένα τέταρτο της εθνικής σας επιβίωσης, με αντάλλαγμα την “ειρήνη”; Κι ακόμη και τότε, πώς θα ξέρατε ότι ο Πούτιν δεν θα επιστρέψει έναν χρόνο αργότερα για το υπόλοιπο τμήμα; Αυτό, στην πραγματικότητα, συνέβη μεταξύ των Συμφωνιών του Μινσκ το 2014-15 και της ολοκληρωτικής επίθεσής του σε ολόκληρη την Ουκρανία φέτος.

Πλευρές

Όπως συμβαίνει συχνά, καθεμία από τις δύο πλευρές στη συζήτηση έχει μια ενσάρκωση στο πρόσωπο ενός δυτικού ηγέτη. Εκπρόσωπος της παράταξης του “Ας Διαπραγματευτούμε” είναι ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν. Το αντεπιχείρημα αρθρώνει ισχυρότερα η Εσθονή πρωθυπουργός Κάγια Κάλας.

Ο Μακρόν προέρχεται από μια μακρά γκωλική παράδοση, στην οποία η Γαλλία γενικά τάσσεται στο πλευρό της “αγγλοσαξονικής” και ευρύτερης Δύσης, αλλά ταυτόχρονα μένει γεωπολιτικά απόμακρη εντός της. Αυτή η στάση περιλαμβάνει κυρίως τη διατήρηση μιας ξεχωριστής – και μάλλον διευκολυντικής – σχέσης με τη Μόσχα.

Αυτή η κληρονομιά “χρωμάτισε” τις αντιδράσεις του Μακρόν ακόμη και μετά την εισβολή του Πούτιν φέτος. Φυσικά, είναι τόσο τρομοκρατημένος από τις ρωσικές θηριωδίες στην Ουκρανία όσο όλοι μας. Ταυτόχρονα, βλέπει τον δικό του ρόλο ως μεσολαβητικό και έχει εκφράσει δημόσια την άποψη ότι “δεν πρέπει να ταπεινώσουμε τη Ρωσία”, αλλά “να δημιουργήσουμε μια ράμπα εξόδου με διπλωματικά μέσα”. Αυτό τον μήνα, ενώ επισκεπτόταν τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, ο Μακρόν δήλωσε μάλιστα ότι η Δύση θα πρέπει “να δώσει εγγυήσεις στη Ρωσία την ημέρα κατά την οποία εκείνη θα επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων”.

Ο Μακρόν “αγοράζει” έτσι την κυνική φαντασίωση του Πούτιν ότι η Ρωσία πραγματικά τρομοκρατεί την Ουκρανία επειδή βρίσκεται δήθεν σε “αυτοάμυνα” ενάντια στο ΝΑΤΟ. Εμμέσως, ο Μακρόν συμβαδίζει με την προπαγάνδα του Πούτιν, η οποία βασίζεται στην αντιστροφή των ρόλων του θύματος και του θύτη. Αν κάποιος πρέπει να δώσει εγγυήσεις ασφάλειας στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, αυτός είναι η Ρωσία. Αν κάποιος πρέπει να τις λάβει, είναι η Ουκρανία.

Η Κάγια Κάλας εκπροσωπεί τη σταθερή πλευρά. Μιλάει από την οπτική γωνία των τριών δημοκρατιών της Βαλτικής – της δικής της Εσθονίας, καθώς και της Λετονίας και της Λιθουανίας – τις οποίες κάποτε η Σοβιετική Ένωση είχε “καταπιεί” και οι οποίες, στην πραγματικότητα, υποτάχθηκαν και αποικίστηκαν από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Όπως πολλοί βαλτικοί, Πολωνοί, Φινλανδοί και άλλοι, η Κάλας είναι πεπεισμένη ότι εάν δεν μπει φρένο στον Πούτιν στην Ουκρανία, εκείνος θα συνεχίσει και τελικά θα έλθει για να καταλάβει και την ευρύτερη περιοχή. Δεν σταματάς έναν νταή με το να τον κατευνάζεις, υποστηρίζει, αλλά θέτοντάς του όρια.

Η εμπειρία της χώρας της ως πρώην αποικίας της Μόσχας και ως γείτονα”διπλανής πόρτας” με τη Ρωσία έχει επίσης δώσει στην Κάλας πολύτιμες γνώσεις για τη διαπραγματευτική νοοτροπία του Κρεμλίνου. Όπως αφηγείται η ίδια, ο Αντρέι Γκρομίκο, κορυφαίος Σοβιετικός διπλωμάτης, την είχε συνοψίσει καλύτερα: πρώτον, οι Ρώσοι απαιτούν το μέγιστο – και κυρίως κάτι που δεν είχαν καν πριν. Σε αυτή την περίπτωση, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αποχώρηση του ΝΑΤΟ από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Δεύτερον, παρουσιάζουν τελεσίγραφα και εξαπολύουν εξωφρενικές απειλές. Μάρτυρας του τελευταίου είναι η έξαλλη πυρηνική ρητορική του Πούτιν. Και τρίτον, δεν παραχωρούν ούτε εκατοστό των θέσεών τους στις διαπραγματεύσεις, γιατί υποθέτουν ότι πάντα θα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στη Δύση (όπως ο Μακρόν;) οι οποίοι θα τους προσφέρουν κάτι.

Με αυτόν τον τρόπο, συνοψίζει η Κάλας, οι Ρώσοι πιστεύουν ότι μπορούν να καταλήξουν με το ένα τρίτο ή ακόμα και το μισό από κάτι το οποίο δεν είχαν πριν. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Διαπραγματεύσεις

Οι πόλεμοι τελειώνουν είτε με την παράδοση της ηττημένης πλευράς είτε με διαπραγματεύσεις. Σε αυτή την περίπτωση, η παράδοση είναι απίθανη. Η Ουκρανία δεν μπορεί και δεν πρόκειται να συνθηκολογήσει, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε τον αφανισμό της. Ο Πούτιν δεν θα παραδεχτεί την ήττα του γιατί αυτό θα σήμαινε τον πολιτικό (ή ακόμα και φυσικό) χαμό του.

Μια μέρα, λοιπόν, εκεί πρέπει και πράγματι θα γίνουν διαπραγματεύσεις. Το να το επισημαίνει κανείς απλώς είναι κοινότοπο. Η ουσία είναι: πότε και με ποιους όρους;

Συλλογιζόμενη το συγκεκριμένο το ερώτημα, η Δύση θα κάνει καλά να δώσει περισσότερη έμφαση σε όσα λέει η Κάγια Κάλας και όχι σε όσα λέει ο Εμανουέλ Μακρόν – και να συνεχίσει να ενδυναμώνει στρατιωτικά τους Ουκρανούς όσο περισσότερο μπορεί.

Πηγή: BloombergOpinion