Εάν τελικώς μετουσιωθεί σε πράξη, θα μπορούσε να αποτελέσει τομή στην – κατά τα άλλα λυπηρά άτονη – αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πανδημία του κορωνοϊού.

Η Γερμανία και η Γαλλία, οι δύο μεγαλύτερες χώρες του μπλοκ των “27”, προτείνουν από κοινού ένα γενναιόδωρο “Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης”. Η διαχείρισή του θα περνά μέσα από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, θα χρηματοδοτείται από χρέος που έχει εκδοθεί στο όνομα της ΕΕ και οι πόροι του θα διοχετεύονται στις χώρες και περιφέρειες εκείνες που έχουν πληγεί περισσότερο από τον κορωνοϊό, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας και της Ισπανίας.

Το εάν η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μπορούν να πείσουν και τους υπόλοιπους 25 ηγέτες κρατών μελών να ακολουθήσουν την ιδέα τους, παραμένει ανοικτό.

Ειδικότερα για τη Γερμανία, ωστόσο, ακόμη και αυτό το πρώτο βήμα ισοδυναμεί ήδη με μια δραστική αλλαγή “δραματικών” διαστάσεων. Μια χώρα που σταθερά απορρίπτει οποιαδήποτε έννοια ευρωπαϊκής “ένωσης μεταβιβάσεων πόρων” ή “κοινού δανεισμού” πιέζει τώρα για μια ήπια και προσωρινή μορφή και των δύο. Πώς προέκυψε αυτή η στροφή; Και πόσο διαφορετική είναι τελικά η νέα κατεύθυνση του Βερολίνου;

Το αίτιο – “κλειδί” της στροφής

Η Μέρκελ, στο 15ο έτος της στην εξουσία, μπορεί να παραμένει δημοφιλής στις δημοσκοπήσεις στη χώρα της για τη σχετικά καλή διαχείριση εκ μέρους της της πανδημίας.

Τελευταία ωστόσο υφίσταται μεγάλη πίεση εντός ΕΕ. Ειδικά στην Ιταλία και την Ισπανία, πολιτικοί και ψηφοφόροι θεωρούν ότι ο “Βορράς” δεν στέργει σε βοήθεια του Νότου, όπου η υγειονομική και οικονομική καταστροφή είναι μεγαλύτερη.

Η Μέρκελ και ολόκληρο το γερμανικό κατεστημένο έχουν κλονιστεί πραγματικά από δημοσκοπήσεις οι οποίες δείχνουν ότι οι Ιταλοί μετατρέπονται σε ευρωσκεπτικιστές και ευρύτερα από την προοπτική η ΕΕ να αρχίσει να θεωρείται παρωχημένο σχήμα ή ακόμη και να διαλυθεί πλήρως.

Η μεταπολεμική εξωτερική πολιτική της Γερμανίας βασίζεται τόσο στη διατλαντική όσο και στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με την αμερικανο-γερμανική σχέση ήδη να απειλείται με εκθεμελίωση, η προοπτική μιας ΕΕ που θα βρίσκεται υπό διάλυση γεννά σχεδόν υπαρξιακούς φόβους στο Βερολίνο.

Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά η Μέρκελ – και οι συμπατριώτες της – παραμένει γενικά απρόθυμη, όπως ήταν πάντοτε η σύγχρονη Γερμανία, να αναλάβει τα σκήπτρα του ηγέτη της Ευρώπης ή αλλιώς της “ηγεμονικής” δύναμης. Έχει αποφασίσει ωστόσο ξεκάθαρα ότι η Γερμανία πρέπει τουλάχιστον να φανεί ότι αναλαμβάνει ξανά την παραδοσιακή της θέση ως συν-αναβάτης του γαλλο-γερμανικού “tandem” το οποίο έχει τραβήξει την Ευρώπη προς τα εμπρός, με την ιστορία του να ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του 1950.

Πώς αναθερμάνθηκε η σχέση Μακρόν – Μέρκελ

Μέχρι τη στιγμή που ο ιός SARS-CoV-2 άρχισε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη, αυτή η γαλλο-γερμανική σχέση είχε ουσιαστικά καταρρεύσει.

Ο Μακρόν είχε προτείνει πάρα πολλές φορές τολμηρά νέα μέτρα για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, για να βλέπει τη Μέρκελ να τα υποστηρίζει χλιαρά και στη συνέχεια να παραμένει απαθής, όταν κράτη-μέλη γνωστά ως “γεράκια” της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, οδηγούσαν σε ψυχρολουσία τον πρόεδρο της Γαλλίας.

Ο τελευταίος δεν προσπαθούσε μάλιστα καν το τελευταίο διάστημα να κρύψει την ενόχληση και απογοήτευσή του για τη στάση της Μέρκελ.

Σε αυτή την κομβική στιγμή της κρίσης, ωστόσο, το δίδυμο αποφάσισε να δώσει ακόμη μια ευκαιρία στη σχέση του. Ο Μακρόν θα παρακολουθεί βεβαίως πολύ στενά τι θα κάνει η Μέρκελ στη συνέχεια και η επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης το γνωρίζει αυτό καλά. Ο Γάλλος πρόεδρος αναμένει από εκείνη να ξοδέψει σημαντικό μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου προκειμένου να ασκήσει πειθώ στα υπόλοιπα κράτη-μέλη προκειμένου αυτά να αποδεχθούν το προτεινόμενο Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι “ανατολικοί” και τα “γεράκια του Βορρά”

Πρώτον, υπάρχουν χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία που βρίσκονταν στο παρελθόν πίσω από το “Σιδηρούν Παραπέτασμα” και σήμερα είναι οι μεγαλύτεροι δικαιούχοι του υφιστάμενου προϋπολογισμού της ΕΕ, ως εκ τούτου δεν επιθυμούν να δουν περισσότερα χρήματα από τον κοινό κορβανά να κατευθύνονται στις χώρες του Νότου.

Αυτά τα ανατολικά μέλη πρέπει βασικά να “εξαγοραστούν” με υποσχέσεις ότι το νέο Ταμείο δεν θα θέσει σε κίνδυνο τις μεταβιβάσεις προς τα ίδια.

Στη συνέχεια, υπάρχουν οι “συνήθεις ύποπτοι” στον βορρά, συμπεριλαμβανομένων της Αυστρίας, της Δανίας, της Σουηδίας και της Ολλανδίας. Όπως και οι Γερμανοί, είναι οικονομικά συντηρητικοί και αντιτίθενται από θέση αρχής στο αμοιβαίο χρέος και στις άμεσες μεταβιβάσεις πόρων εντός της Ευρώπης. Στέκονται δε εμβρόντητοι μπροστά στην ιδέα το νέο ταμείο να πρέπει να παρέχει επιχορηγήσεις και όχι δάνεια. Μια αντίθετη πρόταση από την συγκεκριμένη ομάδα χωρών βρίσκεται ήδη στο στάδιο της επεξεργασίας.

Αυτό που θα μπορούσε να γείρει την ευρωπαϊκή ισορροπία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι επομένως το πώς θα αναπτυχθεί η σχετική συζήτηση στο εσωτερικό της μεγαλύτερης χώρας, της Γερμανίας. Ήδη, εξάλλου, Γερμανοί πολιτικοί στο κεντροδεξιό τμήμα του φάσματος συμφωνούν με τους σκεπτικιστές του Βορρά. Έτσι, συντηρητικές “φράξιες” εντός της Χριστιανικής Δημοκρατικής Ένωσης (CDU) της Μέρκελ έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους. “Είναι οι Ολλανδοί μας”, όπως το θέτει ο Christian Odendahl, Γερμανός think-tanker.

Το γενικό κλίμα, ωστόσο, του ντιμπέιτ στη Γερμανία κλίνει υπέρ της πρότασης των Μέρκελ και Μακρόν. Ισχυρά στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών στο γερμανικό κοινοβούλιο την έχουν ήδη υποστηρίξει. Το ίδιο έχουν πράξει και οι Armin Laschet και Friedrich Merz, οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι για την προεδρία της CDU και άρα πιθανότατα και για τη διαδοχή της Μέρκελ στην καγκελαρία. Η υποστήριξη του Merz, γνωστού για τη σκλήρή του στάση στα ζητήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν ήταν αναμενόμενη, εξ ου και δίνει το στίγμα της κατάστασης.

Ο ρόλος της απόφασης του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου

Ένας παράγοντας ο οποίος έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της συναίνεσης είναι η απόφαση-σοκ του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας, νωρίτερα εντός του Μαΐου.

Με αυτήν, ετίθεντο αυστηρότατα όρια στη δυνατότητα της Γερμανίας να συμμετέχει στα προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων από μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έχουν ως στόχο την τόνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης.

Στην ουσία, το δικαστήριο κάλεσε να σταματήσει η υφέρπουσα αλλαγή/διεύρυνση της αποστολής της ΕΚΤ ή αλλιώς η “άτυπη αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ”. Οι πολιτικοί στο Βερολίνο εξέλαβαν την απόφαση ως “σήμα” ότι πρέπει πια να παίξουν τον ρόλο τους στη σωτηρία της Ευρώπης με τον κατάλληλο, δημοκρατικά και νομοθετικά χρηστό τρόπο.

Πώς η Μέρκελ “ανακουφίζει” τους διαφωνούντες

Το συγκεκριμένο Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα προς μια τέτοια μεταρρύθμιση. Όπως το συνηθίζει, ωστόσο, η Μέρκελ “μασκάρεψε” την πρότασή της ως οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που είναι, προκειμένου να διευκολύνει τους αντιπάλους της να στοιχηθούν πίσω από το γαλλογερμανικό σχέδιο.

Στον βαθμό που το Ταμείο συνεπάγεται κοινό χρέος από πλευράς ΕΕ, για παράδειγμα, εκείνη το “πουλά” ως μια λιγότερο ριζοσπαστική κίνηση σε σχέση με τα κορονο-ομόλογα τα οποία ζητούν οι Νοτιοευρωπαίοι και τρέμουν οι Γερμανοί.

Έτσι, στο γαλλο-γερμανικό σχέδιο, είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκείνη η οποία θα δανείζεται, ενώ τα κράτη μέλη θα φέρουν ευθύνη μόνον μέχρι του ποσού του μεριδίου τους στον προϋπολογισμό της ΕΕ – στην περίπτωση της Γερμανίας, περίπου το ένα πέμπτο του συνόλου ή 100 δισεκατομμύρια ευρώ.

Οι πόροι, επίσης, δεν θα παραδίδονται απλώς στις χώρες για να τους χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν. Θα εκταμιεύονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τους πόρους του προϋπολογισμού της ΕΕ, για την εκπλήρωση συγκεκριμένων έργων. Πάνω απ’ όλα, όπως επιμένει σχολαστικά να τονίζει η Μέρκελ, η όλη ιδέα πρέπει να εκλαμβάνεται ως προσωρινή εξαίρεση, οφειλόμενη στις εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες της τρέχουσας περιόδου.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η μετατόπιση της Γερμανίας δεν είναι “στροφή” και σίγουρα όχι η “στιγμή του Χάμιλτον” η οποία θα μετέτρεπε την ΕΕ από ένα σύνολο κυρίαρχων κρατών σε Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.

Η Μέρκελ εξακολουθεί να είναι η Μέρκελ, πράγμα που σημαίνει ότι θα προχωρεί προς τα εμπρός με τα μικρότερα δυνατά βήματα. Ωστόσο η ίδια και η Γερμανία προσεγγίζουν τώρα σε μια διαφορετική, πιο ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Για μια τόσο μεγάλη χώρα, αυτό αποτελεί μεγάλης σημασίας ιστορική εξέλιξη.

Του Andreas Kluth

Πηγή: Bloomberg Opinion