Των Hank Tucker και Maneet Ahuja

Σε μια εποχή όπου οι στρατηγικοί μακροχρόνιοι επενδυτές έχουν “παραμεριστεί” από τους πιο ελκυστικούς manager για να φέρουν μεγάλες επιδόσεις και ανάπτυξη, η υπομονετική -και κόντρα στις κυρίαρχες τάσεις- προσέγγιση του John W. Rogers Jr. έχει αποδειχθεί ανθεκτική στις καταιγίδες της αγοράς.

Ο Rogers, ιδρυτής και συνδιευθύνων σύμβουλος της Ariel Investments, λάνσαρε την εταιρεία το 1983, μόλις τρία χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το Princeton. Σαράντα χρόνια μετά, η παλαιότερη επενδυτική εταιρεία που ανήκει σε Αφρομερικάνους στις ΗΠΑ διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 16 δισ. δολαρίων. Τα περισσότερα από αυτά είναι σε αμοιβαία κεφάλαια και SMA (Separately Managed Accounts), αν και 1,45 δισ. δολάρια βρίσκονται σε ένα νέο fund ιδιωτικών μετοχών με την ονομασία Project Black. Το πνευματικό παιδί του συν-διευθύνοντος συμβούλου Mellody Hobson στοχεύει στην εξαγορά μεσαίων επιχειρήσεων και στη στελέχωσή τους με Αφροαμερικανούς και Λατίνους που θα τις μετατρέψουν σε σημαντικά “χαρτιά” του S&P 500. 

Στο μεταξύ, ο Rogers παραμένει επικεφαλής του επενδυτικού βραχίονα της Ariel και “συλλέκτης” μετοχών. Το Ariel Fund, αξίας 2,5 δισ. δολαρίων, ξεκίνησε το 1986, και είναι το μακροβιότερο fund στην κατηγορία μεσαίας κεφαλαιοποίησης όπως την καταρτίζει η Morningstar. Από την ίδρυσή του, καταγράφει μέση ετήσια απόδοση 10,5%, ελαφρώς καλύτερη από του δείκτη Russell 2500 Value Index και του S&P 500. Οι αριθμοί αυτοί δεν αποδίδουν την τάση της εταιρείας για θηριώδεις επιδόσεις, καθώς οι μετοχές ανακάμπτουν την πτωτική πορεία που ακολούθησαν το 2022.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πώς να αποφύγετε τα λάθη που θα κάνουν οι επενδυτές το 2023

Το Ariel Fund ήρθε αντιμέτωπο με την πρώτη κρίση στις 19 Οκτωβρίου 1987: ήταν το κραχ που έγινε γνωστό ως “Μαύρη Δευτέρα”. Ο τότε 29χρονος  Rogers βρισκόταν σε φρενίτιδα: μεταξύ τηλεφωνημάτων σε πελάτες και χρηματιστές και συναντήσεων με τον διοργανωτή του γάμου του. Το μήνυμα που έστελνε; Οι μετοχές είχαν φτηνύνει ξαφνικά και οι επενδυτές έπρεπε να αγοράσουν περισσότερες. Η Ariel είχε κέρδη σε διψήφιο ποσοστό το 1987.

Μετά τη “φούσκα των dot-com” το 2000, το Ariel Fund σημείωσε και πάλι μεγάλη άνοδο, αποδίδοντας 29% το ίδιο έτος και 14% το 2001. Κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τα στοιχήματα του Rogers σε μετοχές όπως η εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητα CBRE Group και του εκδότη εφημερίδων Gannett έφεραν απώλειες της τάξης του 48%, ενώ το fund έκανε την αντεπίθεσή του το 2009 με κέρδη 63%.

Το 2022 ήταν ακόμη μία δύσκολη χρονιά για το Ariel Fund: υποχώρησε κατά 19%, σε σύγκριση με την πτώση 13% του Russell 2500 Value Index, κυρίως επειδή είχε λίγους τίτλους από τον κλάδο της ενέργειας (μεγάλος κερδισμένος του 2022). Το fund είναι περισσότερο σταθμισμένο σε τομείς όπως ΜΜΕ και ψυχαγωγία, οι οποίοι υπο-απέδωσαν. Είναι ένας κίνδυνος που απορρέει από το επενδυτικό στυλ του Rogers: υψηλή αυτοπεποίθηση και μεγάλη συγκεντρωτικότητα – το 39% των επενδύσεων του fund εστιάζει στις 10 κορυφαίες μετοχές του. Τον Ιανουάριο, το αμοιβαίο κεφάλαιο του Ariel σκαρφάλωσε κατά 14%, ξεπερνώντας σημαντικά το +6% του S&P 500.

“Αυτή η καταιγίδα είναι χειρότερη από του ’08 και του ’09. Υπάρχουν όμως πολλές εξαιρετικές ευκαιρίες”, λέει ο Rogers, ο οποίος εθίστηκε στις επενδύσεις σε ηλικία μόλις 12 ετών, όταν ο πατέρας του άρχισε να του δίνει μετοχές ως δώρο γενεθλίων ή Χριστουγέννων. Η προτίμησή του στην αγορά μη δημοφιλών μετοχών καλλιεργήθηκε στο Princeton, όπου ο οικονομολόγος Burton Malkiel, συγγραφέας του κλασικού επενδυτικού βιβλίου “A Random Walk Down Wall Street”, έγινε μέντοράς του.

Η αγαπημένη επιλογή του Rogers αυτή την περίοδο είναι η μεγαλύτερη συμμετοχή που έχει η Ariel: η Madison Square Garden Entertainment, η οποία διαπραγματεύεται με λόγο τιμή/λογιστική αξία στο 0,89. O Rogers αναφέρεται συχνά στους εμβληματικούς χώρους της, όπως το ίδιο το Garden και το Radio City Music Hall, και ενθουσιάζεται μιλώντας για το MSG Sphere, έναν χώρο ψυχαγωγίας αξίας 2,2 δισ. δολαρίων που πρόκειται να ανοίξει στο Λας Βέγκας εντός του 2023. Επιπλέον, πιστεύει ότι η Wall Street υποτιμά το MSG Network, το περιφερειακό καλωδιακό τηλεοπτικό δίκτυο που μεταδίδει τους αγώνες των New York Knicks και των Rangers. “Κάποια μέρα, οι Knicks θα είναι νικητές ξανά”, λέει ο πρώην αρχηγός της ομάδας μπάσκετ του Princeston, ο οποίος κάποτε κέρδισε τον Μάικλ Τζόρνταν σε μονό.

Ο Rogers συμμετέχει επίσης στην Paramount Global. Η μητρική εταιρεία του CBS εξακολουθεί να έχει υψηλή τηλεθέαση για τις live αθλητικές μεταδόσεις της και το “60 Minutes”, ενώ η υπηρεσία Paramount Plus φιλοξενεί τη μεγάλη περσινή επιτυχία “Top Gun: Maverick” ενώ θα μεταδώσει και την ταινία Mission: Impossible που θα βγει φέτος. “Ο Sumner Redstone έλεγε πάντα ότι το περιεχόμενο είναι “ο βασιλιάς” και η κόρη του, Shari, πιστεύει ακριβώς το ίδιο”, σημειώνει ο Rogers. Προσθέτει ότι οι επενδυτές επικεντρώνονται τόσο πολύ στη “μάχη του streaming”, ώστε υποτιμούν την παγκόσμια εμβέλεια της Paramount και την αξία των εμπορικών σημάτων της, στα οποία περιλαμβάνονται τα BET Networks και Showtime. “Θα βρουν κάποιον τρόπο να αξιοποιήσουν αυτό το σπουδαίο περιεχόμενο”.

Πέραν των ΜΜΕ και του ψυχαγωγικού κλάδου, ο Rogers προτιμά μετοχές εταιρειών που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως η επενδυτική τράπεζα Lazard, την οποία κατέχει η Ariel από το 2009, και η Carlyle Group. Του αρέσουν επίσης οι σταθερές αμοιβές που δημιουργούνται από τις ιδιωτικές συμμετοχές – η KKR ήταν ένα κερδοφόρο στοίχημα για την Ariel πριν γίνει πολύ μεγάλη για τα κεφάλαια μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης και αποσυρθεί ο ίδιος.

Ένας τομέας που ο Rogers στοιχηματίζει ότι θα είναι η ευχάριστη έκπληξη τα επόμενα χρόνια είναι η στέγαση. Η Ariel έχει θέση στην εταιρεία δαπέδων Mohawk Industries και πρόσφατα αγόρασε μετοχές της Generac, η οποία κατασκευάζει γεννήτριες ενέργειας. Η Generac είχε εξαιρετική απόδοση κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η Ariel τετραπλασίασε τα κέρδη της από αυτήν μεταξύ Φεβρουαρίου 2019 και Δεκεμβρίου 2020. Τώρα που η Generac έχει κατρακυλήσει κατά 80% από το υψηλό της που σημείωσε τον Οκτώβριο του 2021, ο Rogers πιστεύει ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να ανακάμψει ο τίτλος της, αφού οι ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και τις διακοπές ρεύματος που προκαλούν οι τυφώνες και οι πυρκαγιές θα στρέψουν το καταναλωτικό κοινό στις γεννήτριες της εταιρείας.

Πηγή: Forbes