“If my people say continue on this path in the elections, i say i will emerge with victory in the fight against this curse of interest rates. because my belief is: interest rates are the mother and father of all evil”

Ταγίπ Ερντογάν, 11 Μάιου 2018

Πολλά ειπώθηκαν και γραφτήκαν  για την σημασία και κρισιμότητα των τούρκικων προεδρικών εκλογών αυτού του περασμένου μηνά. Η ανάλυση αυτή ολοκληρώθηκε μεταξύ πρώτου και δευτέρου γύρου των εκλογών που έφεραν τον Ταγίπ Ερντογάν να έχει σταθερό προβάδισμα έναντι του αντίπαλου του  για τον δεύτερο γύρο.

Η σημερινή τουρκική οικονομία είναι μια σημαντική μεσαίου εισοδήματος αναδυόμενη οικονομία. Αυτό δεν μας λέει τίποτα. Αναπροσαρμόζοντας όμως για το κόστος ζωής, η Τουρκία είναι η 11η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μπροστά από χώρες όπως ο Καναδάς και η Ιταλία. Είναι μια χώρα με ιδιαίτερη γεωγραφική θέση  που της προσθέτει πλεονεκτήματα, με ένα διευρυνόμενο πληθυσμιακά μέγεθος που φτάνει τα 85 εκατομμύρια και που την καθιστά μια δυνητικά ελκυστική αγορά δίπλα στην ΕΕ. Αλλά πάνω από όλα είναι μια χώρα που φαίνεται να βρίσκεται διαρκώς σε σύγκρουση με τις δυτικές φιλοδοξίες του ιδρυτή της και της ανατολικής της παράδοσης.

Ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας του 1923, Κεμάλ Ατατούρκ, είχε ένα καθαρά δυτικό προσανατολισμό και όραμα για τον λαό του. Και αυτό σήμαινε απαλλαγή από τα κατάλοιπα και τις νοοτροπίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ένα νέο ξεκίνημα βασισμένο στον εξευρωπαϊσμό της τουρκικής κοινωνίας.  Υπό την καθοδήγηση των Κεμαλιστών και σε μερικές δεκαετίες η οικονομία της Τουρκίας προχώρησε. Και ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας πρόβαλαν το σύγχρονο  προσωπείο μιας Ευρωπαϊκής Τουρκίας, στο εσωτερικό της χώρας, στην Ανατολία, ο πληθυσμός έμεινε βαθιά παραδοσιακός και προσκολλημένος στα θρησκευτικά και κοινωνικά του έθιμα. Μια Τουρκία, λοιπόν, δυο κόσμοι, με το ανατολίτικο κομμάτι να ορθώνεται σταδιακά και να αναζητά την δική του θέση στη νέα Τουρκία.

Οι Κεμαλιστές  είχαν τον έλεγχο της χώρας πρακτικά από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέχρι το 2000. Με ένα μοντέλο διακυβέρνησης  μιας ελεγχόμενης  από το στρατό δημοκρατίας, η οικονομία πέρασε στα χέρια μιας μικρής ελίτ και του στρατιωτικοοικονομικού συμπλέγματος.

Το γεγονός που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ μιας αλλαγής ήταν η οικονομία, που είχε βρεθεί για πολλοστή φορά σε δεινή θέση από την τελευταία κυβέρνηση των Κεμαλιστών, τόσο λόγω κακοδιαχείρισης  αλλά και διαφθοράς.    

Η αλλαγή στην διακυβέρνηση της χώρας ήρθε από το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που δημιουργήθηκε το 2001 από την συγχώνευση διαφόρων κομμάτων όπως το Κόμμα Ισλαμικής Αρετής που περιλάμβανε στελέχη όπως τον Abdullah Gül και το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας του πρώην πρωθυπουργού Turgut Özal. Στις εκλογές του 2002 το ΑΚΡ με ηγέτη τον Recep Tayyip Erdoğan πέτυχε συντριπτική νίκη παρά την σθεναρή αντίσταση από τους Κεμαλιστές και το βαθύ κράτος. Ο Erdoğan παρόλο που ήταν ηγέτης του κόμματος, δεν μπορούσε να αναλάβει την πρωθυπουργία λόγω προηγούμενης καταδίκης του, οπότε πρωθυπουργός ανέλαβε ο Abdullah Gül.

Η άνοδος του ΑΚΡ  έφερε μια τεράστια αλλαγή στην διακυβέρνηση της Τουρκίας. Παρόλο που το αρνιόταν, το ΑΚΡ είχε ισλαμικές ρίζες, αντλούσε δε την δύναμη του  από τις μάζες της Ανατολίας που αγνοημένες για δεκαετίες από τους Κεμαλιστές, έκαναν την δική τους ειρηνική επανάσταση ζητώντας το μερίδιο τους από τον πλούτο της οικονομίας αλλά και την αποδοχή και επαναφορά των θρησκευτικών και ηθικών πεποιθήσεων τους  από το επίσημο κράτος. Η Τουρκία έμπαινε σε ένα πείραμα, ήταν μια δημοκρατικά εκλεγμένη, ισλαμική κυβέρνηση.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΚΡ – Η ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ

To AKP παρέλαβε μια οικονομία σε βαθιά κρίση. Το τραπεζικό σύστημα ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης , το ισοζύγιο πληρωμών ήταν σε ελεύθερη πτώση, η ανεργία και ο πληθωρισμός κάλπαζαν. Και το πιο σημαντικό, ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα έλεγχαν σημαντικούς τομείς της οικονομίας μέσα από ένα δίκτυο διαπλοκής και διαφθοράς. 

Κατά την πρώτη δεκαετία το ΑΚP πολιτεύτηκε έξυπνα. Αξιοποιώντας τις πολιτικές που έθεσε σε εφαρμογή μετά την κρίση του 1999-2001, ο τότε Υπουργός Οικονομικών Kemal Derviş καθώς και τη βάση που δημιούργησε το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας 2000-2001 του ΔΝΤ, στο οποίο είχε τότε προσφύγει η Τουρκία, αντιμετώπισε με επιτυχία ορισμένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Το τραπεζικό σύστημα  ανακεφαλαιοποιήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Ο πληθωρισμός τέθηκε υπό έλεγχο για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Το ΑΚΡ προχώρησε σε μια σειρά από ιδιωτικοποιήσεις ζημιογόνων κρατικών εταιρειών, ελευθεροποίησε την συναλλαγματική ισοτιμία της τουρκικής λίρας, αυστηροποίησε την δημοσιονομική πειθαρχία, ήρε τους περιορισμούς σε εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και ενίσχυσε την ανεξαρτησία της Κεντρικής της Τράπεζας.

Τα αποτελέσματα ήταν θεματικά. Μεταξύ 2002 και 2007 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ξεπέρασε το 7% ετησίως. Κατά τα έτη 2008-2009 η οικονομία επηρεάστηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο ρυθμός ανάπτυξης  μειώθηκε στο 0.6% το 2008 και στο -4.6% το 2009. Ακόμη όμως και σε αυτή τη δύσκολή συγκυρία, οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις βοήθησαν το τραπεζικό σύστημα να αντέξει και την οικονομία να διατηρήσει την παραγωγική της ικανότητα. Έτσι το 2010 και 2011 οι ρυθμοί ανάπτυξης  έφτασαν το 8.5% και 9.2% αντίστοιχα με την χώρα να απολαμβάνει ρεκόρ νέων επενδύσεων από ξένους επενδυτές.

 Ακόμη πιο σημαντικό  ήταν το γεγονός ότι ο νέος πλούτος δεν κατέληξε στα χέρια των λίγων επιχειρηματιών της Κωνσταντινούπολης.

Μέσα από τις ενέργειες της κυβέρνησης για πάταξη της διαπλοκής κι διαφθοράς νέοι επιχειρηματικοί πόλοι άρχισαν να δημιουργούνται σε άλλες πόλεις όπως η Άγκυρα το Καϊσερι και η Gazinantep. Κατά  την περίοδο αυτή το μέσο εισόδημα αυξήθηκε κατά 40% βγάζοντας από το επίπεδο φτώχειας εκατομμύρια τούρκων πολιτών που έβλεπαν την χώρα και την προσωπική τους ζωή να προοδεύει. Η νέα αυτή δυναμική έδωσε στην Τουρκία την ευχέρεια να αξιοποιήσει πιο αποτελεσματικά το νεοεισερχόμενο εργατικό δυναμικό  Κατά αυτή την περίοδο ο πληθυσμός της Τουρκίας αυξήθηκε κατά 10 εκατομμύρια φτάνοντας τα 85 εκατομμύρια!

ΤΑ ΛΑΘΗ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ

Τα λάθη της δεύτερης δεκαετίας δεν ήταν απλά τα αναμενόμενα λάθη φθοράς από την πολύχρονη παραμονή στην εξουσία. Η αλλαγή του πολιτειακού συστήματος από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό, η συγκέντρωση εξουσιών στο αξίωμα του Προέδρου, η σταδιακή κατάργηση των θεσμών  ανεξάρτητου ελέγχου που είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατία, η υφέρπουσα ευνοιοκρατία  και το όλο και πιο προσωποπαγές του καθεστώτος, ήταν σημαντικοί παράγοντες που επηρέασαν την πορεία της Τουρκίας τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο.

Στην οικονομία η επιτυχία της πρώτης δεκαετίας αφέθηκε να ατονήσει με σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Η Τουρκία είχε και έχει πολλά φυσικά πλεονεκτήματα αλλά και σημαντικές αδυναμίες. Η μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση μείωσε το ηλικιακό προφίλ του πληθυσμού και αύξησε το μέγεθος μιας ήδη δυνητικά μεγάλης καταναλωτικής αγοράς. Δημιούργησε  όμως και μεγάλη πίεση στην αγορά εργασίας αφού περίπου 5 εκατομμύρια νεοεισερχόμενοι αναζητούσαν εργασία. Για να δημιουργηθούν τόσες πολλές θέσεις εργασίας χρειάζονταν επενδύσεις για διεύρυνση της παραγωγικής βάσης. Και εδώ είναι μια από τις μεγάλες αδυναμίες της Τουρκικής οικονομίας – για να γίνουν αυτές οι επενδύσεις χρειάζονται κεφάλαια. Και η τουρκική οικονομία δεν είναι σε θέση να σχηματίσει τέτοιου μεγέθους κεφάλαια . Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κεφάλαια από το εξωτερικό για να μπορέσει να μεγαλώσει. Και αυτά τα κεφάλαια  για να επιλέξουν την Τουρκία για επενδύσεις χρειάζονται νομισματική και επενδυτική σταθερότητα. Με άλλα λόγια ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και σταθερότητα στο νόμισμα.

Όλα αυτά τα στοιχεία είχαν οριοθετηθεί κατά την πρώτη δεκαετία με τα γνωστά καλά αποτελέσματα. Καθώς όμως προχωρούσαν τα χρόνια και η κυβέρνηση Erdoğan γινόταν όλο και πιο προσωποπαγής, άρχισε η διασπάθιση κυβερνητικών πόρων σε μεγαλειώδη έργα με χαμηλή ή μηδαμινή οικονομική απόδοση. Έργα όπως το αεροδρόμιο κοντά στην γενέτειρα του Προέδρου, αυτοκινητόδρομοι που οδηγούσαν στο πουθενά, σχέδια για νέα διώρυγα που να ενώνει την Μαύρη Θάλασσα με την Μεσόγειο και άλλα πολλά, φόρτωσαν το χρέος του κράτους.

Ακολούθησε η ανορθόδοξη οικονομική θεωρεία του Προέδρου Erdoğan για τον πληθωρισμό. Ο Erdoğan πίστευε και πιστεύει ότι ο πληθωρισμός προκαλείται από τα ψηλά επιτόκια. Τη θεωρία του αυτή την βασίζει στα θρησκευτικά του πιστεύω και στην εμπειρία που είχε ως διευθυντής σε εταιρείες εμπορίας τροφίμων. Με τις διευρυμένες εξουσίες του ως Πρόεδρος υποχρέωσε την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας να μειώνει τα επιτόκια την ίδια ώρα που στον υπόλοιπο κόσμο οι Κεντρικές Τράπεζες αύξαναν τα επιτόκια τους για να πολεμήσουν τον πληθωρισμό. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν προβλεπτά για τους περισσότερους οικονομολόγους. Ο πληθωρισμός  ανέβηκε μέχρι το 120%, το νόμισμα κατέρρευσε, η Κεντρική Τράπεζα εξάντλησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα στην προσπάθεια να συγκρατήσει την κατρακύλα του νομίσματος.

Το φτηνό χρήμα προκάλεσε υπέρμετρη ζήτηση δανείων με αποτέλεσμα τον κατ’ επιλογή δανεισμό     (credit rationing)  από τις Τράπεζες. Η εισροή ξένων κεφαλαίων όχι μόνο μειώθηκε αλλά οι ξένοι επενδυτές μείωσαν ενεργά τις υπάρχουσες επενδυτικές τους θέσεις. Όπως ήταν επακόλουθο  το φτηνό χρήμα δούλεψε ως μια υπερβολική δόση ενέργειας σε μια ήδη υπέρ-θερμαινόμενη οικονομία τροφοδοτώντας την ανάπτυξη, η οποία σε ένα φαύλο κύκλο τροφοδοτεί με την σειρά της τον πληθωρισμό. H επιμονή σε αυτή την πορεία θα οδηγήσει τη χώρα στην οικονομική κατάρρευση.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Όποιος κι αν είναι ο νικητής των εκλογών θα έχει να πάρει δραστικές αποφάσεις για την οικονομία. Με τα αποθεματικά της χώρας σε ξένο συνάλλαγμα να έχουν ήδη εξαντληθεί (εικάζεται ότι βρίσκονται στα μείον 17 δισεκ. δολάρια αφού η χώρα έχει πρόσφατα δανειστεί ξένο συνάλλαγμα από φίλα προσκείμενες χώρες του Αραβικού Κόλπου), η Τουρκία θα αναγκαστεί να εξετάσει στα σοβαρά την άμεση προσφυγή στο ΔΝΤ για παροχή στήριξης.

 Όπως καλά γνωρίζουμε, μια τέτοια στήριξη θα συνοδευτεί από προγράμματα οικονομικής περισυλλογής και μεταρρυθμίσεις που θα αποκαθιστούν την ομαλή λειτουργία τόσο του νομισματοπιστωτικού συστήματος όσο και της πραγματικής αγοράς. Ειδικά, θα πρέπει να επανέλθει η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, να εξορθολογιστεί η επιτοκιακή πολιτική με γνώμονα την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και να περικοπούν δαπάνες ώστε να  μειωθεί η ζήτηση στην αγορά και να αποκλιμακωθεί η υπερθέρμανση της. Με τον πληθωρισμό γύρω στο 40%-50% σήμερα, θα χρειαστούν μερικά χρόνια αυστηρής λιτότητας  και δημοσιονομικής πειθαρχίας για να μπορέσει η Τουρκία να ξαναβρεί τον φυσικό δυναμισμό της.

Σε περίπτωση επανεκλογής του Erdoğan στην προεδρία θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν θα επιλέξει να ακολουθήσει τις πολιτικές του ΑΚΡ της πρώτης δεκαετίας ή τις πολιτικές της δικής του επινόησης της δεύτερης δεκαετίας με όλα τα συνεπακόλουθα της .