«ΜΑ(Τ)ΤΕΡ» σε σύλληψη, σκηνοθεσία, χορογραφική διεύθυνση Ανδρομάχης Δημητριάδου Λίνταλ.
 
Η ίδια η ζωή, ο προγραμματισμός, αλλά και οι υποχρεώσεις έναντι των επιχορηγήσεων τα έφεραν έτσι που μέσα σε διάστημα δύο μόλις εβδομάδων οι Ασώματες Δυνάμεις της Μάχης Δημητριάδου Λίνταλ παρουσίασαν δύο εξίσου απαιτητικές, παρόμοιας θεματικής αλλά και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, σε επίπεδο αισθητικής και προσέγγισης, παραγωγές. Τόσο, που σε κάνουν να διερωτάσαι πώς είναι δυνατόν δημιουργός τους να είναι το ίδιο πρόσωπο. Τόσο η «Πνοή» που είδαμε περί τα τέλη Νοεμβρίου στο Εγκώμιο, όσο και το «ΜΑ(Τ)ΤΕΡ» που παρουσιάστηκε στα μέσα του Δεκέμβρη στη Στέγη Χορού Λευκωσίας, εκκινούν από τις θεματικές της αρχής και του τέλους, της ύλης και της δημιουργίας, του χρόνου και της ταυτότητας. Κεντρικό θέμα είναι πάντα η ζωή.
 
Η «Πνοή» ήταν μια πιο αφαιρετική εργασία που λειτουργούσε στο black box του Εγκώμιου αξιοποιώντας τις τεχνικές λεπτομέρειες και ειδικότερα τον φωτισμό, για να εξωτερικεύσει τους προβληματισμούς της ομάδας πάνω στις έννοιες της βιοπροστασίας και της συμβίωσης. Στο τέλος, ωστόσο, αποχωρούσες με την εντύπωση ότι σε σχέση με προηγούμενες δουλειές της Μάχης Δημητριάδου η πρόταση είναι ατελής, σαν να κλείνει μ’ ένα μετέωρο βήμα. Λόγω της χρονικής εγγύτητας των δύο προτάσεων, εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να την εκλάβει ως εισαγωγή για το «ΜΑ(Τ)ΤΕΡ». Η δεύτερη δουλειά σαν να τεκμηρίωνε καλύτερα την πρώτη.
 
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ενότητα λειτουργεί ως επιστέγασμα της διαπίστωσης ότι η χορογράφος διάγει την πιο δημιουργική περίοδο στην πορεία της. Μοιάζει να έχει αστείρευτη έμπνευση, αχαλίνωτη φαντασία, χωρίς να διστάζει παράλληλα να πειραματίζεται με τη φόρμα, να εξερευνά τα ίδια της τα όρια, να δοκιμάζει νέα εκφραστικά μέσα και ποικίλους τρόπους πραγμάτευσης.
 
Το «ΜΑ(Τ)ΤΕΡ», στο οποίο θα σταθούμε σ’ αυτό εδώ το σημείωμα, έμοιαζε να είναι η πιο προσωπική, η πιο φιλόδοξη, η πιο απελευθερωμένη, αλλά και η πιο φορμαλιστική δουλειά της. Η εικόνα, όμως, η αισθητική του πλαισίου ενίσχυε δραστικά το περιεχόμενο που δεν ήταν καθόλου άδειο, κάθε άλλο. Ήταν ένας βαθιά προσωπικός όσο και πανανθρώπινος στοχασμός για τον χρόνο, τη γέννηση, την πορεία της ζωής, τον θάνατο, έννοιες που λειτουργούν ως μια οντότητα. Γεννιόμαστε κι είμαστε ήδη αυτό που θα γίνουμε. Υπάρχουμε μόνο σε μηδενική χρονική στιγμή, στο τώρα. Ο Ηράκλειτος το εξηγούσε πολύ καλύτερα: ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας. Σε κάθε σημείο του κύκλου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν.
 
Η Μάχη Δημητριάδου επέλεξε μια site specific προσέγγιση, εκκινώντας την εμπειρία με μια ξενάγηση του κοινού στα έγκατα της Στέγης. Επένδυσε πολλά στην εικαστική υποστήριξη με τη δουλειά της Κλίτσας Αντωνίου και τους πότε ατμοσφαιρικούς και πότε «επιθετικούς» φωτισμούς του στενού της συνεργάτη, Γιώργου Λάζογλου, καθώς επίσης στον εμπλουτισμό της ομάδας των ερμηνευτών που λειτούργησαν ως συν-δημιουργοί και πλάστες εικόνων. Θα σας έχει τύχει να προσπαθείτε να θυμηθείτε ένα όνομα ή μια λέξη κι αυτή η παροδική «αμνησία» να μεταδίδεται στον διπλανό σας όταν τον ρωτάτε. Τη στιγμή εκείνη δημιουργείται μια λανθάνουσα αίσθηση ότι έχετε μια κοινή και μεταλαμπαδεύουσα εμπειρία. Και ταυτόχρονα εντελώς ιδιωτική και ιδωμένη μέσα από διαφορετικά κάδρα για τον καθένα. Κάπως έτσι οι ερμηνευτές, αλλά και οι συν-θεατές αλληλομεταδίδουν τις συχνότητες του δικού τους βιώματος, επεικτείνοντάς το ο ένας στον άλλο. 
 
Ο ομφάλιος λώρος ως αφετηρία, η ένωση αρσενικού- θηλυκού, η σωματική ρώμη, η νεανική ανυπομονησία, η φύση, η υπέρβαση, η πάλη, ο ανταγωνισμός, ο θάνατος. Ο θάνατος που κατά τον Καζαντζάκη είναι αλάτι «και τη ζωή πολύ τη νοστιμίζει». Η θεογονία και η σύνδεση Αφροδίτης και Παναγίας ως μητέρες της αγάπης. Το πένθος. Ο θηλυκού γένους θεός του θανάτου που απεκδύεται τα μαύρα φορέματα (που ανήκουν στην οικογένεια της χορογράφου) και τα πετάει από ψηλά στους θνητούς. Μοιάζει με μια υπερβατική, μια ψυχοτροπική ανθρωποκεντρική περιπέτεια με τον θεατή να προσκαλείται να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς του. Μια χαοτική τελετή σκανδαλιάρικη και ταυτόχρονα σπαρακτική, μια ανηλεής προς το κοινό μαθηματική φόρμουλα, που ξύνει τραύματα, νευρώσεις, φοβίες, που τραβά το πέπλο μιας εκτυφλωτικής, αρχέγονης αλήθειας που λυτρώνει.
 
Φιλgood, τεύχος 252