H επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της Κύπρου αποτελεί βασικό άξονα της στρατηγικής κατεύθυνσης και της αποστολής της Cyta, σύμφωνα με την πρόεδρο του δ.σ. του οργανισμού Ρένα Ρουβιθά Πάνου. «Πρόκειται», είπε η κ. Ρουβιθά απευθυνόμενη στα μέλη της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών «για μια εξαιρετικά μεγάλη πρόκληση, στην οποία η Cyta μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα και με επιτυχία, αξιοποιώντας τις προηγμένες τεχνολογικές της υποδομές, σε συνδυασμό με την υψηλού επιπέδου εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη του ανθρώπινου δυναμικού της».

Η ενημέρωση από την πρόεδρο της Cyta στην Επιτροπή Οικονομικών έγινε στο πλαίσιο της παρουσίασης και εξέτασης του προϋπολογισμού για το 2021. Την περασμένη Πέμπτη, τέσσερις μέρες μετά τη σημαντική επιτυχία της Cyta να θέσει σε εμπορική λειτουργία το πρώτο δίκτυο 5G στην Κύπρο, εξέλιξη που ο οργανισμός συνδύασε, τη Δευτέρα, με προσφορές στους πελάτες της κινητής τηλεφωνίας, η Ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε τον προϋπολογισμό του οργανισμού, με 44 θετικές ψήφους και δύο αποχές (Οικολόγοι).

Πάλι για την ιδιωτικοποίηση

Κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού ενώπιον της Ολομέλειας, το ενδιαφέρον των βουλευτών σχεδόν μονοπώλησε για ακόμα μια φορά η συζήτηση για την πρόθεση της κυβέρνησης να αποκρατικοποιήσει, μερικώς, τον οργανισμό, μέσω της επιλογής στρατηγικού επενδυτή, ή να τον ιδιωτικοποιήσει πλήρως, προθέσεις ή σκέψεις που απορρίπτονται, κατηγορηματικά, σχεδόν απ’ όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Στο πλαίσιο της συζήτησης την Πέμπτη και σύμφωνα με το ΚΥΠΕ, ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Μάριος Μαυρίδης υποστήριξε ότι η Κύπρος έχει πολύ ψηλότερες χρεώσεις στις τηλεπικοινωνίες από άλλες χώρες, επειδή, κατά τον ίδιο, η Cyta έχει υψηλό κόστος, με αποτέλεσμα οι ανταγωνιστές να χρεώνουν ελαφρώς χαμηλότερα, κάνοντας υπερκέρδη. «Αυτό το μοντέλο», είπε, «δεν πρέπει να συνεχιστεί και η αγορά θα πρέπει να ελευθεροποιηθεί εντελώς, για να απολαμβάνουν οι καταναλωτές χαμηλότερες τιμές. Μερίσματα», κατέληξε, «δεν πρέπει να δίνονται στο κράτος, αλλά να επιστρέφονται στους καταναλωτές».

Κάπως διαφορετικά από τον κ. Μαυρίδη τα είπε ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Ονούφριος Κουλλάς, υποστηρίζοντας ότι δεν έγινε ποτέ λόγος για ιδιωτικοποίηση της CYTA αλλά για μερική αποκρατικοποίηση, έτσι ώστε ένας μόνο στρατηγικός επενδυτής, ο οποίος θα έχει τεχνογνωσία, να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική της αναβάθμιση. Σημείωσε, παράλληλα, ότι είναι αυτό το δ.σ., που διορίστηκε από την παρούσα κυβέρνηση, που έκανε εξαιρετική δουλειά στη Cyta, κλείνοντας τρύπες, όπως ήταν η περίπτωση της CYTA Hellas, αλλά και σχετικά με το ταμείο συντάξεων».

Αρνητική η αντιπολίτευση

Την πλήρη αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε σκέψη ιδιωτικοποίησης ή αποκρατικοποίησης εξέφρασαν βουλευτής της αντιπολίτευσης. Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Στέφανος Στεφάνου είπε ότι τα τελευταία χρόνια η Cyta έδωσε στο κράτος, με τη μορφή μερισμάτων ή φόρων, 850 εκατ. ευρώ, ενώ φέτος το κράτος θα λάβει άλλα 20 εκατ. Επιπλέον, είπε, ο οργανισμός κάνει μια πολυδάπανη επένδυση 130 εκατ. ευρώ για το δίκτυο οπτικών ινών για το κράτος, κάτι που δεν θα έκανε κανένας ιδιωτικός οργανισμός. Συνεχάρη επίσης τα κόμματα που στάθηκαν εμπόδιο στην ιδιωτικοποίηση της Cyta, γιατί, όπως είπε, αυτά τα χρήματα θα πήγαιναν στις τσέπες των ιδιωτών και όχι του κράτους και των πολιτών αν γινόταν κάτι τέτοιο. Από το ίδιο κόμμα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Γιώργος Λουκαΐδης διερωτήθηκε τι θα γινόταν αν ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ, ως υπουργός Συγκοινωνιών επί Γλαύκου Κληρίδη, κατάφερνε τότε να ξεπουλήσει τη Cyta «έναντι πινακίου φακής», ενώ σημείωσε ότι οργανισμός όχι μόνο κατάφερε να δώσει 850 εκ ευρώ στο κράτος, αλλά έδωσε και αξιοπρεπείς μισθούς στους εργαζόμενους. 

Η αναπληρώτρια πρόεδρος του ΔΗΚΟ Χριστιάνα Ερωτοκρίτου ανέφερε ότι το ΔΗΚΟ δεν πρόκειται να συναινέσει στο ξεπούλημα του κρατικού πλούτου σε οποιονδήποτε βαφτίσει η κυβέρνηση στρατηγικό επενδυτή. Από το ΔΗΚΟ, επίσης, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Πανίκος Λεωνίδου είπε ότι ο οργανισμός έχει προσφέρει διαχρονικά πάρα πολλά σε αυτό τον τόπο και σε σε δύσκολους καιρούς έδωσε χέρι βοήθειας για ανάπτυξη του κράτους και τη βελτίωση της ζωής των πολιτών.

Ο βουλευτής της Συνεργασίας Δημοκρατικών Δυνάμεων Άγγελος Βότσης είπε ότι σήμερα λειτουργεί ο ανταγωνισμός και υπάρχουν αρκετές ιδιωτικές εταιρείες, ενώ είπε ότι θα πρέπει η Cyta να στηριχθεί, για να γίνουν κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση για εκσυγχρονισμό και βελτίωσή της. Παράλληλα, είπε, θα πρέπει η κυβέρνηση να βγάλει από το μυαλό της ότι θα στηρίξουν ιδιωτικοποίηση της Cyta, ενώ ανέφερε ότι στρατηγικοί επενδυτές μπήκαν και στα λιμάνια και τώρα οι πρώτοι που διαμαρτύρονται για τις τιμές είναι η ΟΕΒ και το ΚΕΒΕ.

Σημαντική η κερδοφορία από το 2018

Αναφερόμενη προς τους βουλευτές της Επιτροπής Οικονομικών, η πρόεδρος της Cyta, Ρένα Ρουβιθά, είπε πως οι προβλέψεις που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2021 και στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2023, έχουν ως εφαλτήριο τη σημαντική κερδοφορία της Cyta σε επίπεδα πέραν των €60 εκατ. μετά φόρων, κατ’ έτος, για την τριετία 2018-2020.  «Παρά την αβεβαιότητα που προκαλεί η πανδημία, οι εξαιρετικές επιδόσεις των τελευταίων ετών μάς επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι, και συνάμα υπερήφανοι, για τη δυναμική πορεία και τις προοπτικές του οργανισμού», πρόσθεσε η κ. Ρουβιθά. Σύμφωνα με την ίδια, σταθμός για την πορεία των οικονομικών αποτελεσμάτων της Cyta ήταν το έτος 2018, χρονιά κατά την οποία η καθαρή κερδοφορία ξεπέρασε τα €60 εκατ., επίπεδο κατά πολύ υψηλότερο από τα αντίστοιχα αποτελέσματα των προηγούμενων ετών. Η εξέλιξη αυτή ήταν, σε μεγάλο βαθμό, είπε, αποτέλεσμα της ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης που υιοθετήθηκε και που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην πώληση της Cyta Hellas. Ως επακόλουθο, οι οικονομικές καταστάσεις  της Cyta είναι έκτοτε απαλλαγμένες από πρόσθετες επιβαρύνσεις λόγω απομειώσεων στην αξία των επενδύσεων σε θυγατρικές εταιρείες του εξωτερικού.  Πρόσθεσε ότι «η θετική πορεία των οικονομικών αποτελεσμάτων ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο το 2019, έτος σημαδιακό για τη Cyta, αφού με στοχευμένες εμπορικές ενέργειες επιτεύχθηκε, για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, ετήσια αύξηση στα έσοδα από υπηρεσίες της τάξης του 2,6%, ανατρέποντας την πτωτική τάση της προηγούμενης περιόδου. Παράλληλα, ο δείκτης  συγκράτησης πελατών κατά το 2019 ανήλθε στο 93,5%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο συγκράτησης πελατών των τελευταίων ετών και που συντείνει καθοριστικά στην πορεία των εσόδων». Η πρόεδρος του οργανισμού πρόσθεσε πως για το 2020, με βάση τα προκαταρκτικά οικονομικά αποτελέσματα, «διαπιστώνουμε ότι η θετική πορεία συνεχίστηκε και ενδυναμώθηκε, παρά τις πρωτόγνωρες συνθήκες που βιώσαμε. Τα έσοδα του 2020 αναμένονται μεν χαμηλότερα από τα έσοδα του 2019, αλλά ξεπερνούν το επίπεδο του 2018, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητά τους». Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2021, η προβλεπόμενη  κερδοφορία μετά τη φορολογία προβλέπεται να ανέλθει σε €39,3 εκατ., αυξημένη κατά €3 εκατ. από την προβλεπόμενη κερδοφορία στον προϋπολογισμό του 2020. Η πορεία των οικονομικών αποτελεσμάτων του Οργανισμού αναμένεται ανοδική και για τα έτη 2022 και 2023, σύμφωνα με τη Ρένα Ρουβιθά.

Έσοδα – δαπάνες για το 2021

Τα έσοδα από υπηρεσίες στον προϋπολογισμό του 2021 προβλέπονται στα €352 εκατ., δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με τα πραγματοποιηθέντα έσοδα του 2019, αυξημένα κατά €9 εκατ. σε σχέση με τα έσοδα στον προϋπολογισμό του 2020. Σημαντικό μέρος των εσόδων αναμένεται ότι θα προέλθει από τη χρήση της κινητής τηλεφωνίας, παράλληλά με τη συνεισφορά των υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας, διαδικτύου και τηλεόρασης. Όσον αφορά στα επίπεδα των συνολικών εσόδων, που περιλαμβάνουν δηλαδή και εισοδήματα πέραν αυτών από υπηρεσίες, η πρόβλεψη για το 2021 ανέρχεται σε €357,2 εκ σε σχέση με την αντίστοιχη πρόβλεψη των €349,1 εκ για το 2020, παρουσιάζοντας αύξηση δηλαδή κατά €8,0 εκ.

Οι συνολικές δαπάνες στον προϋπολογισμό 2021 προβλέπονται €422,2 εκατ., σε σύγκριση με αντίστοιχες προϋπολογιζόμενες δαπάνες για το 2020 ύψους €419,6 εκ. Διευκρίνισε ότι ο όρος «δαπάνες», στο πλαίσιο του προϋπολογισμού, περιλαμβάνει και το συνολικό ποσό των προβλεπόμενων κεφαλαιουχικών δαπανών (98 εκατ.) που αφορούν στη δημιουργία υποδομών με μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι οποίες αποσβένονται σε βάθος χρόνου στις οικονομικές καταστάσεις.