Την Κυριακή 20 Μαρτίου 1994, λίγες ώρες πριν τον δολοφονήσουν έξω από το σπίτι του στην Αγλαντζιά, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης έγραψε και παρέδωσε προς δημοσίευση το τελευταίο του κείμενο. Τρία χειρόγραφα, με τον γνώριμο γραφικό χαρακτήρα, καθαρή ευανάγνωστη γραφή, με μαύρο στυλό όπως πάντα. Το άρθρο αναφερόταν στις διώξεις που εξαπέλυσε το τουρκικό κράτος εναντίον έξι βουλευτών του Κόμματος Δημοκρατίας. «Οι διώξεις των Κούρδων βουλευτών και η μέρα του Νεβρόζ» ήταν ο τίτλος που έδωσε ο ίδιος στο άρθρο του, το οποίο είχε ετοιμάσει για την εφημερίδα «Χαραυγή». Θα δημοσιευόταν τη Δευτέρα 21 Μαρτίου 1994 και ο Θεόφιλος έγραφε, 20 Μαρτίου, στην τελευταία του παράγραφο: «Σήμερα, 21 Μαρτίου, ο κουρδικός λαός γιορτάζει το Νεβρόζ (νέα μέρα) που συμβολίζει την άνοιξη, το πέρασμα από τον χειμώνα, με το λιώσιμο των χιονιών, στη ζωή με τον ερχομό της άνοιξης. Σήμερα το Νεβρόζ συμβολίζει την ίδια την ανάσταση του κουρδικού λαού».

Ο Θεόφιλος, από την πρώτη στιγμή που ήρθε σε επαφή με το κουρδικό κίνημα, το καλοκαίρι του 1987, δεν σταμάτησε να αγωνιά για αυτό τον λαό. Δεν αντιμετώπισε ποτέ τη σχέση με όρους εκμετάλλευσης ή χρησιμοποίησης για το δικό μας πρόβλημα, αλλά επέμεινε μέχρι την ύστατη ώρα του, για έναν κοινό αγώνα εναντίον της τουρκικής κατοχής, του φασισμού, του ιμπεριαλισμού. Επέμεινε ότι «η ελευθερία της Κύπρου περνά μέσα από τα βουνά του Κουρδιστάν» και ότι εμείς αφού δεν αξιωθήκαμε να διεξάγουμε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, πρέπει να βοηθάμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε, τους Κούρδους που πολεμούν και για εμάς. Αυτός ήταν και ο σκοπός της κυπριακής Επιτροπής Αλληλεγγύης στο Κουρδιστάν, η οποία ιδρύθηκε το 1988 από τον Θεόφιλο Γεωργιάδη, τον Λάκη Πίγγουρα και άλλους συντρόφους τους, με σκοπό αρχικά την ενημέρωση της κοινής γνώμης για το κουρδικό ζήτημα.

Έκτοτε, αυτή η μεγάλη μορφή της σύγχρονης κυπροκουρδικής ιστορίας, συνδέθηκε με σχέσεις φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης με τους Κούρδους αγωνιστές και βεβαίως, με τον Κούρδο ηγέτη Αμπντουλλάχ Οτσαλάν. Ο Θεόφιλος, που εκτελέστηκε από πληρωμένους δολοφόνους των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών γιατί αποτελούσε αγκάθι στην επιβολή της τουρκικής ατζέντας τόσο στην Κύπρο όσο και του Κουρδιστάν, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει, να μιλά και να διακηρύσσει την ανάγκη ενός κοινού και καθοριστικού αγώνα απελευθέρωσης για τις δύο πατρίδες του. Επέμεινε ότι η Κύπρος και η Ελλάδα όφειλαν να βοηθούν την κουρδική επανάσταση ώστε να δημιουργηθεί μια σχέση αλληλεγγύης και σε θεσμικό επίπεδο. Τόνιζε στην τελευταία του συνέντευξη, που παραχώρησε στην εφημερίδα «Αγών» στις 9 Φεβρουαρίου 1994: «Η δική μας βοήθεια πρέπει να είναι πολλαπλή. Ξεκινώντας από την πολιτική πτυχή, το κουρδικό πρόβλημα θα πρέπει να τοποθετηθεί στα διεθνή βήματα από φιλικές χώρες, όπως η Κύπρος, να καταγγελθεί η τρομοκρατία του τουρκικού κράτους, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ν’ ασκηθεί διεθνής πίεση από μέρους της διεθνούς κοινωνίας για το Κουρδικό, να δοθεί πρακτική, οικονομική βοήθεια προς έναν λαό που αγωνίζεται, από όλους, κόμματα, οργανώσεις και τον λαό γενικά. Γιατί εξασφαλίζουν την ασφάλειά μας».

Τα γραπτά του Θεόφιλου έμειναν και διαβάζονται ως επίκαιρες αγωνίες ενός αγωνιστή που είχε έγνοια τόσο για την Κύπρο όσο και για το Κουρδιστάν. Δυστυχώς, αντί οι κυπριακές ηγεσίες να απορροφήσουν έστω και στο ελάχιστο τις ιδέες αυτού του μεγάλου αγωνιστή, εξελίσσονται σε απολογητές του τουρκικού κράτους και αντιμετωπίζουν τους Κούρδους με πρωτόκολλα των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών –η υπόθεση της έκδοσης του Κενάν Αγιάς στη Γερμανία είναι τρανταχτή απόδειξη. Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης δεν τιμήθηκε όσο έπρεπε, έστω κι αν στέλνουν εκπροσώπους στο μνημόσυνό του οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, οι οργανώσεις. Στους Κούρδους δεν δόθηκε η απαραίτητη βοήθεια, παρόλο που οι ίδιοι πολεμούν και για εμάς και θα συνεχίσουν να πολεμούν μέχρι να γιορτάσουν το «Νεβρόζ» σε συνθήκες ελευθερίας. Και δεν θα ησυχάσουν αν δεν ολοκληρωθεί το όραμα του Θεόφιλου για την ελευθερία της Κύπρου και του Κουρδιστάν. Εμείς;