«Θεωρώ ότι πρέπει ως Κράτος να τραβήξουμε τη γραμμή μεταξύ ελευθερίας του λόγου και ασυδοσίας. Και δεν αναφέρομαι σε θέματα κριτικής», διαμηνύει ο Γενικός Εισαγγελέας, κληθείς να σχολιάσει προηγούμενες του δηλώσεις, με τις οποίες τάχθηκε υπέρ της ψήφισης νομοσχεδίου για ποινικοποίηση αξιόμεμπτων συμπεριφορών στο Διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Υποστήριξε ότι έ«χουν παρεξηγηθεί και τείνουν να παρεξηγούνται, ίσως τεχνηέντως, κάποιες δηλώσεις» που έχει κάνει για ένα θέμα, το οποίο κατά τη γνώμη του «είναι και απλό και σύμφωνο με την επιθυμία της πλειοψηφίας του κόσμου», διαμηνύοντας ότι υπάρχει πλήρης σεβασμός, τουλάχιστον από πλευράς του προσωπικά στο θέμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης.

Αυτούσια η απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα

Σε σχέση με πρόσφατες προηγούμενες του δηλώσεις στο ΚΥΠΕ [σ.σ. 8 Απριλίου 2024], με τις οποίες τάχθηκε υπέρ της ψήφισης νομοσχεδίου για ποινικοποίηση αξιόμεμπτων συμπεριφορών στο Διαδίκτυο και τα ΜΚΔ, οι οποίες -όπως ελέχθη από δημοσιογράφο- προκάλεσαν συζήτηση, και ερωτηθείς κατά πόσον εξακολουθεί να επιμένει ότι θα πρέπει οι συμπεριφορές αυτές να ποινικοποιηθούν, ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε:

«Έχουν παρεξηγηθεί και τείνουν να παρεξηγούνται, ίσως τεχνηέντως, κάποιες δηλώσεις που έχω κάνει για ένα θέμα το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι και απλό και σύμφωνο με την επιθυμία της πλειοψηφίας του κόσμου. Υπάρχει πλήρης σεβασμός, τουλάχιστον από εμένα προσωπικά, στο θέμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Η τοποθέτησή μου υπέρ ενός συγκεκριμένου νομοσχεδίου, το οποίο είναι από το 2020 που πηγαινοέρχεται μεταξύ Βουλής και Υπουργείου Δικαιοσύνης, είναι γιατί θεωρώ ότι πρέπει ως Κράτος να τραβήξουμε τη γραμμή μεταξύ ελευθερίας του λόγου και ασυδοσίας. Και δεν αναφέρομαι σε θέματα κριτικής.

Αν διαβάσει κάποιος το νομοσχέδιο όπως διαφοροποιήθηκε μετά από πολλές συνεδρίες στη Βουλή, θα δείτε ότι το νομοσχέδιο αυτό, στην παρούσα του μορφή, είναι πάρα πολύ περιορισμένης έκτασης και αναφέρεται σε έκδηλα απειλητικές και άλλες συμπεριφορές, οι οποίες είναι σαφέστατα κατακριτέες, και οι οποίες, αν γίνονταν με άλλο τρόπο και όχι μέσω του Διαδικτύου, θα ήταν αντίθετες με τον νόμο.

Η νομοθετική αυτή ρύθμιση πρέπει να γίνει επειδή υπάρχει αυτό το κενό ότι η ανάρτηση στο Διαδίκτυο δεν είναι κάτι που καλύπτεται με τις απηρχαιωμένες νομοθεσίες του Ποινικού Κώδικα. Πιστεύω ότι με τον τρόπο που έχει γραφεί το νομοσχέδιο και με τον τρόπο που έχουν μπει οι εξαιρέσεις στο νομοσχέδιο, δεν υπάρχει κάποιος που εύλογα θα πρέπει να ανησυχεί, είτε για το θέμα της αντιμετώπισης των ψευδών ειδήσεων είτε για το θέμα της αντιμετώπισης της έκδηλα απειλητικής ή εξυβριστικής συμπεριφοράς. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει κριτική. Σκληρή κριτική. Είναι ένα δικαίωμα, το οποίο έχει γίνει δεκτό και από τα δικαστήρια της χώρας μας ότι η ελευθερία του λόγου επιτρέπει ακόμα και σκληρή κριτική σε δημόσια πρόσωπα. Αλλά το να προχωράς με εξύβριση και με απειλές κατά της ζωής ανθρώπων, ξεπερνάς μια γραμμή που πιστεύω ότι πρέπει να ρυθμιστεί νομικά. Αυτή είναι η προσωπική μου θέση και είναι θέμα της Βουλής να αποφασίσει πώς θα το προχωρήσει.

Ερωτηθείς κατά πόσον το υπό αναφορά νομοσχέδιο εξαιρεί τα ΜΜΕ, ο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας απάντησε: «Εγώ θεωρώ ότι τα ΜΜΕ έχουν σοβαρούς και επαγγελματίες δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν πιστεύω ότι θα φτάσουν ποτέ στο σημείο να προβαίνουν σε εξύβριση ή να προβαίνουν σε εσκεμμένη παράθεση ψευδών ειδήσεων προκειμένου να ξεγελάσουν τον κόσμο. Άρα δεν θεωρώ ότι οι δημοσιογράφοι, τα Μέσα που αναφέρεστε, έχουν κάτι να φοβούνται από το νομοσχέδιο αυτό. Είναι τόσο έντονα διατυπωμένο που δεν καλύπτει ούτε την έκφραση γνώμης, ούτε την έκφραση κριτικής.»

Σε τοποθέτηση δημοσιογράφου ότι κάποιοι εκλαμβάνουν το νομοσχέδιο αυτό ως ένα μέτρο φίμωσης, και ερωτηθείς αν το νομοσχέδιο θα επηρεάσει και τους δημοσιογράφους που ασκούν κριτική σε δημόσια πρόσωπα, ο κ. Σαββίδης ανέφερε: «Να μην μπλέκουμε δύο διαφορετικά πράγματα. Αυτό το νομοσχέδιο έχει να κάνει όχι με την έκφραση δυσαρέσκειας για την έκφραση κριτικής. Δεν επηρεάζει καθόλου το θέμα της άσκησης κριτικής. Όπως έχει διαμορφωθεί -και αντιλαμβάνομαι ότι θα έρθει σύντομα ενώπιον της Βουλής- θα έχει να κάνει με απειλές, προφανείς απειλές, προφανείς ψευδείς ειδήσεις -και υπάρχουν και υπερασπίσεις όταν υπάρχει καλή πίστη. Άρα, αφορά κυρίως τις κακόπιστες [ενέργειες] και δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι που ένας άνθρωπος θα φοβάται ότι μπορεί, στο πλαίσιο της ενάσκησης των καθηκόντων του, να περιπέσει σε λάθος. Εν πάση περιπτώσει, η οποιαδήποτε ποινική δίωξη με αυτά τα αδικήματα θα θέλει τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Άρα δεν θα μπορούν [να προχωρούν με] ιδιωτικές ποινικές άτομα που έχουν ενοχληθεί.»