Ο μεγαλύτερος φόβος και ανησυχία των κυπριακών επιχειρήσεων είναι μην γίνει απόπειρα πειρατείας σε διαδικτυακούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους και γενικά να μην δεχθούν καμία επίθεση που έχει σχέση με το κυβερνοέγκλημα.

Ωστόσο οι φοβίες των κυπριακών επιχειρήσεων για το κυβερνοέγκλημα είναι μικρότερες σε σχέση με το μέσο όρο που εκφράζεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πριν δύο μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τα αποτελέσματα του τελευταίου έκτακτου ευρωβαρόμετρου σχετικά με τον αντίκτυπο του κυβερνοεγκλήματος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Είπε στον πελάτη ότι έχασαν τη δίκη και τσέπωσε €250.000

Ο μεγαλύτερος φόβος και ανησυχία των κυπριακών επιχειρήσεων είναι μην γίνει απόπειρα πειρατείας σε διαδικτυακούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους και γενικά να μην δεχθούν καμία επίθεση που έχει σχέση με το κυβερνοέγκλημα. Ωστόσο οι φοβίες των κυπριακών επιχειρήσεων για το κυβερνοέγκλημα είναι μικρότερες σε σχέση με το μέσο όρο που εκφράζεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Πριν δύο μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τα αποτελέσματα του τελευταίου έκτακτου ευρωβαρόμετρου σχετικά με τον αντίκτυπο του κυβερνοεγκλήματος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η έρευνα εστιάζει κυρίως στα εξής θέματα: το επίπεδο ενημέρωσης του προσωπικού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τους κινδύνους που συνδέονται με το κυβερνοέγκλημα, το επίπεδο ανησυχίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τις σχετικές εμπειρίες που είχαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά το τελευταίο 12μηνο, τους διαύλους καταγγελίας κυβερνοεγκλημάτων από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.  Όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κρίση του κορονοϊού επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, ταυτόχρονα, τις κατέστησε περισσότερο εκτεθειμένες σε κυβερνοεγκληματικές δραστηριότητες.

Σ’ ό,τι αφορά τις κυπριακές επιχειρήσεις, το 38% ανησυχεί σε κάποιο βαθμό για ηλεκτρονικό ψάρεμα, οικειοποίηση λογαριασμού ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 37%. Επίσης το 22% των κυπριακών επιχειρήσεων ανησυχεί πολύ και το μέσο ποσοστό στην ΕΕ είναι 31%. Ανησυχούν σε κάποιο βαθμό, για ιούς, λογισμικό κατασκοπίας ή κακόβουλο λογισμικό το 38% των ερωτηθέντων επιχειρήσεων και το 43% του μέσου όρου των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Το 41% ανησυχεί σε κάποιο βαθμό για μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε αρχεία ή δίκτυα και το 23% ανησυχεί πολύ. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 43% και 29% αντίστοιχα.

Όσον αφορά την αναφορά του κυβερνοεγκλήματος, το 25% των ερωτηθέντων κυπριακών επιχειρήσεων δεν το ανέφερε σε κανένα, το 29% στην Αστυνομία, το 23% στον πωλητή ή πάροχο εταιρειών, το 25% στον πάροχο του διαδικτύου του, το 15% σε άλλη επίσημη αρχή, το 2% σε φορέα εκπροσώπησης των επιχειρήσεων ή εμπορικό φορέα, το 6% απάντησε σε κάποιον άλλον και το 2% δεν γνωρίζει.

Στο ερώτημα πόσο καλά ενημερωμένοι αισθάνεστε ότι είναι οι εργαζόμενοι σας σχετικά με τους κινδύνους του κυβερνοεγκλήματος, το 16% των ερωτηθέντων απάντησε πολύ καλά, το 45% αρκετά καλά, το 28% όχι πολύ καλά ενημερωμένος, το 10% καθόλου ενημερωμένος και το 2% δεν γνωρίζει.

 Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να «ανησυχούν σοβαρά» για την ηλεκτρονική υποκλοπή τραπεζικών λογαριασμών (32%) και το ηλεκτρονικό «ψάρεμα», τις επιθέσεις που στοχεύουν στην απόκτηση του ελέγχου λογαριασμών ή στην κλοπή ταυτότητας (31%), καθώς και για τους ιούς και το κατασκοπευτικό ή κακόβουλο λογισμικό (29%). Κατά το προηγούμενο έτος, το 28% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ήρθε αντιμέτωπο με τουλάχιστον ένα από τα απαριθμούμενα είδη κυβερνοεγκλήματος. Ακόμη, σύμφωνα με την έρευνα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πολύ πιθανό να μην έχουν αναφέρει περιστατικά κυβερνοεγκλήματος (44%). Τα αποτελέσματα της έρευνας του ευρωβαρόμετρου παρέχουν στην Επιτροπή και στις αστυνομικές Αρχές μια καλύτερη εικόνα των επαναλαμβανόμενων μεθόδων, στηρίζοντας έτσι το έργο τους για την καταπολέμηση αυτού του είδους εγκλήματος.  

Η δημοσκόπηση έγινε την περίοδο 26.11 – 17.12.2021 και ο αριθμός των συνεντεύξεων 251.

ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΥΒΕΡΝΟΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της για την πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες μεταξύ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και των κρατών μελών της ΕΕ επί της οδηγίας σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο κυβερνοασφάλειας σε ολόκληρη την Ένωση (οδηγία NIS 2), την οποία πρότεινε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2020. Οι υφιστάμενοι κανόνες για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών (οδηγία NIS) αποτέλεσαν την πρώτη νομοθετική πράξη σε επίπεδο ΕΕ για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και προετοίμασαν το έδαφος για μια σημαντική αλλαγή νοοτροπίας και θεσμικής και κανονιστικής προσέγγισης για την κυβερνοασφάλεια σε πολλά κράτη μέλη. Παρά τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα και τον θετικό αντίκτυπό τους, χρειάστηκε να επικαιροποιηθούν λόγω του αυξανόμενου βαθμού ψηφιοποίησης και διασύνδεσης της κοινωνίας μας και των εντεινόμενων κακόβουλων δραστηριοτήτων στον κυβερνοχώρο σε παγκόσμιο επίπεδο. Για να αντιμετωπιστεί η ολοένα εντονότερη έκθεση της Ευρώπης σε κυβερνοαπειλές, η οδηγία NIS 2 καλύπτει πλέον μεσαίες και μεγάλες οντότητες από περισσότερους τομείς που είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία και την κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων δημόσιων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, των ψηφιακών υπηρεσιών, της διαχείρισης λυμάτων και αποβλήτων, της κατασκευής προϊόντων κρίσιμης σημασίας, των ταχυδρομικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών ταχυμεταφορών, καθώς και της δημόσιας διοίκησης, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.