Θεωρώ την ψήφιση της νομοθεσίας για σύσταση Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου, ως μια από τις σημαντικότερες θεσμικές αλλαγές στο δικαστικό μας σύστημα αναφέρει ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου.

Συγκεκριμένα σε επιστολή του που τιτλοφορείται « Μια οφειλόμενη απάντηση» για την ψήφιση της νομοθεσίας για και το εμπορικό Δικαστήριο και το  Ναυτοδικείο  σημειώνει πως, «μια πρόσθετη καινοτομία του πακέτου μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό μας σύστημα, καθόσον αφορά την αστική δικαιοδοσία, με στόχο την ταχύτερη εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων (των εμπορικών και ναυτικών υποθέσεων) στον τόπο μας, υλοποιείται με τη ψήφιση του νόμου που ρυθμίζει την ίδρυση του Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου. Συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από την απόφαση της Κυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη, δια του τότε αρμοδίου Υπουργού Δικαιοσύνης και του τότε Προέδρου και μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ίδρυση του Εμπορικού Δικαστηρίου και την συμπερίληψη του από τους Ιρλανδούς εμπειρογνώμονες στην έκθεσή τους, ως μέτρο που συνδέεται απόλυτα με τον ευρύτερο εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης, περιλαμβανομένης της αναδόμησης της ανώτατης βαθμίδας της και την ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας της.  

Μια απόφαση η οποία λήφθηκε για τον εκσυγχρονισμό της αστικής δικαιοσύνης στον τόπο μας, με την παροχή υψηλής ποιότητας επίλυσης διαφορών, και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Κύπρου ως αναβαθμισμένου κέντρου παροχής υπηρεσιών και στην προσέλευση ξένων επενδύσεων, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της. Το δικαστήριο αναμένεται να αποτελέσει πρότυπο λειτουργίας με στόχο την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και να συμβάλει στη βελτίωση των διαδικασιών και του χρόνου εκδίκασης γενικότερα των αστικών υποθέσεων. Η μελέτη σύστασης του Δικαστηρίου βασίστηκε στα πρότυπα άλλων ανεπτυγμένων αντίστοιχων δικαστικών συστημάτων, χωρών που προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην παροχή ανάλογων υπηρεσιών, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία». 

Δύσκολοι καιροί αλλά…

Ο πρώην Υπουργός αναφέρει πως «Δυστυχώς η ψήφιση της νομοθεσίας σηματοδοτείται σε μια περίοδο που, αντί να προάγεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην παροχή χρηματοπιστωτικών και εμπορικών υπηρεσιών, πλήττεται από τις συνέπειες της κρίσης που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.  Η πρωτοφανής δέσμη συντονισμένων κυρώσεων έχουν ήδη παρεμποδίσει σημαντικά τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας και ο περιορισμός της πρόσβασης της σε χρηματοπιστωτικά κανάλια εντείνουν την πίεση στη Ρωσία με την πάροδο του χρόνου. Τα περιοριστικά μέτρα, προκαλούν  ήδη σημαντικό αντίκτυπο σε όλους τους οικονομικούς τομείς – χρηματοπιστωτικό, εμπορικό, τεχνολογικό και ενεργειακό – και εμβαθύνουν την παγκόσμια οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία και θέτουν την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια υπό σοβαρή πίεση.

Η γενικευμένη απαγόρευση παροχής λογιστικών, διοικητικών, συμβουλευτικών ή άλλων υπηρεσιών σε εταιρείες με το πρόσχημα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να παρακαμφθούν οι κυρώσεις, όπως και η πρόθεση της Κομισιόν να απαγορεύσει όλες τις υπηρεσίες ναυτιλίας, μεσιτείας, ασφάλισης και χρηματοδότησης που προσφέρονται από εταιρείες της ΕΕ για τη μεταφορά ρωσικού πετρελαίου παγκοσμίως, το μόνο που θα καταφέρουν είναι η ίδια η Ευρώπη «να πυροβολεί τα πόδια της», καθότι οι υπηρεσίες αυτές αναλαμβάνονται από εταιρείες εκτός της ΕΕ, οι κυρώσεις δεν επιφέρουν τον αναμενόμενο αντίκτυπο στη Ρωσική οικονομία και στην ουσία βοηθούν απλώς τους ανταγωνιστές της Ευρώπης.

Η σύσταση του Εμπορικού Δικαστηρίου και του Ναυτοδικείου έρχεται σε μια περίοδο που εύλογα μπορεί να ειπωθεί ότι οι δραστηριότητες από τις οποίες πηγάζουν οι αρμοδιότητες του βρίσκονται σε βαθιά ανταγωνιστική κρίση, όπως είναι η εκδίκαση υποθέσεων που ορίζονται ως εμπορικές διαφορές που η απαίτηση υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια. Συγκεκριμένα, ως εμπορικές ορίζονται μεταξύ άλλων οι απαιτήσεις από συμβάσεις ή διαφορές μεταξύ επιχειρήσεων, αγορά ή πώληση αγαθών, εκμετάλλευση πετρελαίου ή φυσικού αερίου, ασφαλιστικές υποθέσεις, η αγορά ή ανταλλαγή μετοχών, πνευματική ιδιοκτησία κ.α.. 

Το Εμπορικό Δικαστήριο θα έχει ξεχωριστή δομή, θα λειτουργεί εκτός των Επαρχιακών Δικαστηρίων και θα ακολουθεί διαδικασία ‘fast track’ (ταχείας οδού), η οποία θα μπορεί να ολοκληρώνεται σε πρώτο βαθμό μέχρι τους 18 μήνες και ανάλογος θα είναι ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό – δηλαδή, ενώπιον Εφετείου. Ενώ με την λειτουργία του Ναυτοδικείου, ο τόπος μας αναδεικνύεται ως συμπληρωμένο ναυτιλιακό κέντρο, αποκαθιστώντας την αδυναμία του δικαστικού μας συστήματος να ανταποκριθεί στην απαίτηση επίλυσης των δικαστικών διαφορών για τα πλοία που είναι εγγεγραμμένα στη Κύπρο.

Παρόλο τον αντίκτυπο των κυρώσεων και περιορισμών, παρά τις ετεροβαρείς επιπτώσεις για κάποια κράτη μέλη, ανασκοπώντας την σχετική μελέτη που τότε υποβλήθηκε στα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι αυτή παραμένει επίκαιρη και μπορεί να εξυπηρετήσει τους σκοπούς και τα συμπεράσματα της. Τούτο βέβαια μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στη ριζική αναδόμηση του δικαστικού μας συστήματος ώστε το κράτος δικαίου να μην υπονομεύεται από τον ελλιπή έλεγχο της λειτουργίας και ανεξαρτησίας των Δικαστηρίων, κυρίως στην ανώτατη δομή των. Η διασφάλιση ενός συστήματος με επαρκή αυτοέλεγχο των δικαστηρίων στην ανώτατη δομή τους και κατά συνέπεια διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης σε υψηλά επίπεδα παραμένει σημαντική προϋπόθεση για την προσέλκυση αντίστοιχων υποθέσεων για εκδίκαση στο Εμπορικό Δικαστήριο και το Ναυτοδικείο. Δυστυχώς, η λειτουργία του Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου για παροχή υψηλής ποιότητας επίλυσης διαφορών, κινδυνεύει να εκτροχιαστεί λόγω κατεστημένων θεσμικών αδυναμιών που συντηρούνται για λόγους που σίγουρα δεν εξυπηρετούν το δικαστικό μας σύστημα».

Η κατάταξη της δικαιοσύνης μας και η επείγουσα μορφή της μεταρρύθμισης

Ο κ. Ιωνάς σημειώνει πως, «Παραγνωρίζουν πλήρως τα στοιχεία κατάταξης του δικαστικού μας συστήματος τα οποία ως είναι καλά γνωστό θα αξιολογηθούν με κάθε λεπτομέρεια από κάθε ενδιαφερόμενο, πριν επιλέξει τα δικαστήρια μας για επίλυση δικαστικής διαφοράς. Βασικότερο κριτήριο είναι η εκλαμβανόμενη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, δηλαδή η εντύπωση που έχει ο ίδιος και γενικότερα η κοινή γνώμη για την λειτουργία των δικαστηρίων μας. Μια εκτίμηση η οποία σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΕ που αφορά την κατάταξη του κράτους δικαίου για την Κύπρο βρίσκεται σε μέτριο επίπεδο (40%-59%), το 2021 μόλις το 41% θεωρεί την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ως «αρκετά καλή» ή «πολύ καλή», ενώ το 2020 ήταν το 48%, δηλαδή μειώθηκε κατά επτά μονάδες και υπολείπεται ελάχιστα για να περάσει στην κατηγορία του χαμηλού επιπέδου (30%-39%). Για να περάσουμε στο υψηλό και πολύ ψηλό επίπεδο των ανταγωνιστικών χωρών, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία στα πρότυπα των οποίων βασίστηκε το αρχικό νομοσχέδιο για το Εμπορικό Δικαστήριο, χρειαζόμαστε όχι μόνο μονάδες, αλλά αποφασιστικότητα για να επιφέρουμε τις αναγκαίες θεσμικές  αλλαγές στην ανώτατη δομή των δικαστηρίων μας. Η θεσμική λειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ισόβαθμων δικαστηρίων, τα οποία θα μπορούν να ασκούν επαρκή αλληλοέλεγχο, παρέχουν τα εχέγγυα για υψηλό επίπεδο κράτους δικαίου, εξύψωσης της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και αποφυγής των οποιωνδήποτε δικαιολογημένων και αδικαιολόγητων συζητήσεων ή μεμψιμοιριών για το επίπεδο της δικαιοσύνης στο τόπο μας.  

Με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό σε κάθε διαφορετική άποψη (δικηγόρων ή μη) και έχοντας υπόψη τις πραγματικότητες, θεωρώ την ψήφιση της νομοθεσίας για σύσταση Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου, ως μια από τις σημαντικότερες θεσμικές αλλαγές στο δικαστικό μας σύστημα, που παρά τις αδημονούσες φωνές της συντήρησης που περιορίζονται σε νομικίστικες προσεγγίσεις, μπορούν να βοηθήσουν την δικαιοσύνη να αποκτήσει το αναγκαίο επίπεδο ανεξαρτησίας και στο δικαστήριο την δυνατότητα να δικάζει υποθέσεις για διαφορές που προέκυψαν πέραν των συνόρων της χώρας μας».

Τέλος σημειώνει πως, «Γι’ αυτό αναμένουμε από τους αγαπητούς βουλευτές μας και ειδικότερα τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Νομικών ότι θα ολοκληρώσουν την εξέταση των νομοσχεδίων για την μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης στο τόπο μας και δεν θα διστάσουν να επιφέρουν όλες τις αναγκαίες αλλαγές, εξετάζοντας με τις δέουσες επιφυλάξεις τις συνεχιζόμενες νομικίστικες προσεγγίσεις που τείνουν να κρύψουν την πραγματική αλήθεια και για τις οποίες σύντομα θα ακολουθήσει μια άλλη οφειλόμενη απάντηση. Διαφορετικά δεν μπορούμε να λογιζόμαστε ως κέντρο παροχής υπηρεσιών χωρίς υψηλού επιπέδου ανεξάρτητη και ταχεία απονομή δικαιοσύνης».