Νέα προσπάθεια για διόρθωση της στρέβλωσης που υφίσταται από τον καιρό της τρόικας, όταν αποφασιζόταν η αναλογιστική μείωση του 12% για συνταξιοδότηση στο 63ο έτος ηλικίας, καταβάλλει η κυβέρνηση, μετά από σχετική συνεννόηση που είχε η τέως υπουργός Εργασίας Ζέτα Αιμιλιανίδου με την Επιτροπή Εργασίας της Βουλής.

Συγκεκριμένα, χθες κατατέθηκε εκ νέου νομοσχέδιο που διασφαλίζει το δικαίωμα σε επίδομα ασθενείας για άτομα πέραν του 63ου έτους της ηλικίας τους, που δεν αιτούνται να λάβουν θεσμοθετημένη σύνταξη, αν και θεμελιώνουν αυτό το δικαίωμα. Ως αποτέλεσμα, αρκετά άτομα που τυγχάνει να αρρωστήσουν ή να τραυματιστούν εξαναγκάζονται στην ουσία να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα και να τιμωρούνται με την ανάλογη μείωση που προκύπτει πριν τη συνταξιοδότηση στα 65.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Από Ιούλιο, ηλεκτρονικά και άλλα τρία επιδόματα

Υπενθυμίζουμε ότι για αντιμετώπιση της στρέβλωσης που υφίσταται σήμερα, καθώς αρκετά πρόσωπα που κλείνουν το 63ο έτος συνεχίζουν να εργάζονται είτε γιατί το επιθυμούν είτε γιατί δεν θέλουν να λάβουν μειωμένη σύνταξη, χωρίς όμως να δικαιούνται εφόσον ασθενήσουν επίδομα ασθένειας, είχε γίνει ανάλογη προσπάθεια και στο παρελθόν, χωρίς όμως, επιτυχή κατάληξη.

Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση επιχείρησε και στο τέλος του 2020 να διορθώσει το πρόβλημα που υφίσταται, ωστόσο, το σχετικό νομοσχέδιο που είχε καταθέσει, τροποποιήθηκε από τη Βουλή, προκειμένου όσοι συνεχίζουν να εργάζονται μετά τα 63 να δικαιούνται και επίδομα ανεργίας. Η κυβέρνηση είχε τότε διαφωνήσει με την τροποποίηση της Βουλής, που έγινε υπό την προηγούμενη σύνθεσή της και ανέπεμψε τον νόμο, ωστόσο, η αναπομπή απορρίφθηκε. Ως αποτέλεσμα, και όπως καταγράφεται και στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το νέο νομοσχέδιο που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, ο Πρόεδρος τον Ιούνιο του 2021 απευθύνθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζητώντας «όπως καταχωρισθεί εκ μέρους του Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 140 του Συντάγματος, εφόσον υφίσταται ασυμβατότητα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ειδικότερα σε σχέση με τα άρθρα 28.1 και 80.2, καθώς και με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών».

Με την αναφορά που έγινε τότε στο Ανώτατο, δεν τέθηκαν σε ισχύ οι προτάσεις της κυβέρνησης, ούτε και τα όσα είχε ψηφίσει η Βουλή, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να συνεχίζει να υφίσταται και μάλιστα να ενταθεί στη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας. Το θέμα, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του νέου νομοσχεδίου, με το οποίο επιχειρείται τροποποίηση του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων νόμου, συζητήθηκε σε πρόσφατες συνεδρίες της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στη διάρκεια των οποίων η Επιτροπή -υπό τη νέα της σύνθεση- ζήτησε όπως το υπό αναφορά νομοσχέδιο – για το οποίο έγινε αναφορά στο Ανώτατο – «κατατεθεί εκ νέου στη Βουλή για ψήφιση, όπως ακριβώς ελέγχθηκε νομοτεχνικά από τη Νομική Υπηρεσία και κατατέθηκε στις 30.11.2020 από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για ψήφιση, κατ’ αναλογία με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την εκ νέου κατάθεση του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022, σχετικά με την αξιολόγηση Ατόμων με Αναπηρία, ενόσω εκκρεμούσε η σχετική Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο».