Οι χρεώσεις των τραπεζών και ειδικά όταν αναθεωρείται ο κατάλογος των τιμών προς τα πάνω ενδιαφέρει χιλιάδες πελάτες, οι οποίοι πρέπει να ξέρουν τι πληρώνουν και για ποια υπηρεσία. Δεν είναι θέμα που αφορά τους πελάτες μιας τράπεζας αλλά όλους. Είναι ζήτημα χρόνου ποιος θα κάνει την αρχή για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι έστω και με διαφοροποίηση στην τιμολόγηση. Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι η Ελληνική Τράπεζα αλλάζει την τιμολογιακή της πολιτική από τις 2 Ιανουαρίου 2023, κίνηση που προμηνύει ότι είναι θέμα χρόνου από τη νέα χρονιά να ακολουθήσουν και άλλες τράπεζες, αντιμετωπίζοντας κοινές προκλήσεις.

Η χρήση των ψηφιακών μέσων έχει διεισδύσει για τα καλά στις συνήθειες των περισσότερων πελατών, οι οποίοι επωφελούνται δωρεάν ή πολύ πιο φθηνών συναλλαγών μέσω mobile ή web banking. Όσοι επιλέγουν τα παραδοσιακά κανάλια εξυπηρέτησης έρχονται αντιμέτωποι με αυξημένο κόστος συναλλαγών αλλά και τη διάθεση περισσότερου χρόνου για να κάνουν μια συναλλαγή.

Στον δημόσιο διάλογο και την κριτική που αναπτύσσεται για το ύψος των τραπεζικών χρεώσεων, ειδικά όταν ο κατάλογος των τιμών αναθεωρηθεί προς τα πάνω, είναι ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θέλουν να αυξήσουν τα κέρδη τους. Οι τράπεζες σημειώνουν ότι τα έσοδα από προμήθειες είναι χαμηλά σε σχέση με τα αντίστοιχα έσοδα που έχουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες ως ποσοστό των συνολικών εσόδων τους. Από την άλλη, αντιτείνουν ως επιχείρημα το γεγονός ότι μέσω της ηλεκτρονικής εξυπηρέτησης ή μέσω συναλλαγών από τα ΑΤΜs δεν υπάρχουν χρεώσεις ή όταν υπάρχουν είναι ελάχιστες. Το γεγονός ότι τα έσοδα από προμήθειες είναι χαμηλά, φαίνεται και από τα στοιχεία της ΕΚΤ. Τα  έσοδα από προμήθειες των  κυπριακών τραπεζών αντιπροσωπεύουν το 25,12% των συνολικών οργανικών εσόδων τους το 2021, ποσοστό όμως σημαντικά αυξημένο από το 2019 που ήταν 20,40%. Στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης οι προμήθειες ως ποσοστό επί των συνολικών οργανικών εσόδων είναι 33,32%. Το ψηλότερο ποσοστό εσόδων από προμήθειες 40, 96% έχουν οι ιταλικές τράπεζες, ακολουθούν οι γερμανικές με 40,83% και οι γαλλικές με 36,18%. Το χαμηλότερο ποσοστό εσόδων από προμήθειες έχουν οι τράπεζες στην Ολλανδία με 17,91% οι ελληνικές τράπεζες με 24,12% και οι κυπριακές τράπεζες με 25,12%.  

Οι χρεώσεις που πληρώνουν συνήθως οι πελάτες τραπεζών εντός των καταστημάτων, αφορούν από τις πιο απλές συναλλαγές και πάει λέγοντας, τόσο για φυσικά πρόσωπα όσο και για επιχειρήσεις. Στην Κύπρο ισχύει και το διάταγμα του 2020 «περί καθορισμού των εύλογων τελών για τους λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά», με το οποίο καλύπτονται και οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Eίναι ένα θέμα που απασχόλησε έντονα πριν ένα χρόνο, όταν άρχισαν οι χρεώσεις να αναθεωρούνται προς τα πάνω και κυρίως γιατί πλήττονταν ευάλωτες ομάδες ή χαμηλοσυνταξιούχοι.

Χρεώσεις εντός των δικτύων

Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο «Φ» από τις ιστοσελίδες των τραπεζών οι κυριότερες χρεώσεις είναι περίπου ίδιες.  Για την Τράπεζα Κύπρου οι χρεώσεις για συναλλαγές μέσω του δικτύου είναι: έξοδα διαχείρισης τρεχούμενου με όριο (τήρηση του λογαριασμού), έξοδα διαχείρισης τρεχούμενων λογαριασμών χωρίς όριο (τήρηση του λογαριασμού), ανάληψη μετρητών από το ταμείο, έξοδα εκτύπωσης και αποστολής κατάστασης λογαριασμού, ακινησία λογαριασμού για τρεχούμενους λογαριασμούς χωρίς όριο, λογαριασμούς με προειδοποίηση και ταμιευτηρίου, χρέωση ανοίγματος συγκεκριμένου λογαριασμού τρίτου προσώπου (Specific client account) και Ταμείων Προνοίας. Για τις επιταγές, υπάρχει χρέωση για επιστροφή λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου, οδηγία για ανάκληση / ακύρωση πληρωμής επιταγής. Για άλλες υπηρεσίες υπάρχει χρέωση για πάγια εντολή, αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού, αντίγραφα ενταλμάτων, επιταγών κτλ., έκδοση πιστοποιητικού τόκων και υπολοίπων πελάτη (ελεγκτών), άλλα πιστοποιητικά, συστατική επιστολή, έξοδα ετοιμασίας πληρεξουσίων.

Για την Ελληνική Τράπεζα οι κυριότερες χρεώσεις για συναλλαγές μέσω του δικτύου αφορούν: κατάθεση και ανάληψη μετρητών, κατάθεση, εξαργύρωση επιταγής, κατάσταση λογαριασμού πληρωμών, κατάσταση λογαριασμού δανείου, παραγγελία βιβλιαρίου επιταγών, επιστροφή επιταγών λόγω μη διαθέσιμου υπολοίπου, επιταγή που κατατέθηκε σε λογαριασμό πελάτη και επιστράφηκε απλήρωτη από άλλη τράπεζα, έξοδα τήρησης λογαριασμών (τρεχούμενοι λογαριασμοί, τρεχούμενοι λογαριασμοί με όριο υπερανάληψης και λογαριασμοί trading, λογαριασμοί ταμιευτηρίου, προειδοποίησης, ανηλίκων). Έξοδα διαχείρισης ακινήτων λογαριασμών, αντίγραφα επιταγών, αντίγραφα επίσημων καταστάσεων, πράξεων, οδηγιών, εγγράφων δανείων, εκτιμήσεων.

Συγκρίσεις τελών

Για να διευκολυνθούν οι καταναλωτές να συγκρίνουν τα τέλη των λογαριασμών πληρωμών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να παρέχουν στους καταναλωτές ένα δελτίο πληροφόρησης και  θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι τυποποιημένοι όροι και ορισμοί που έχουν καθιερωθεί σε ενωσιακό επίπεδο. Αυτό συμβάλλει επίσης στη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που ανταγωνίζονται στην αγορά.

Προτού ανοίξει λογαριασμό ο πελάτης, η τράπεζα οφείλει να του δώσει ένα έγγραφο όπου απαριθμούνται οι σημαντικότερες υπηρεσίες που παρέχονται σε σχέση με τον λογαριασμό, καθώς και όλα τα σχετικά τέλη που ενδεχομένως θα τον επιβαρύνουν. Πρόκειται για το ονομαζόμενο «δελτίο πληροφόρησης περί τελών». Μπορεί αυτό το δελτίο να χρησιμοποιηθεί για να συγκριθεί το κόστος των λογαριασμών σε διάφορες τράπεζες. Η τράπεζα οφείλει επίσης να παρέχει, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, δήλωση όπου επεξηγούνται τα τέλη που χρεώνονται στον τραπεζικό λογαριασμό και οι ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις. Αυτή η «δήλωση τελών» πρέπει επίσης να περιέχει πληροφορίες για τα επιτόκια που ισχύουν για τον λογαριασμό του πελάτη.

Η πληροφόρηση να είναι κατανοητή

Ένα από τα μεγάλα θέματα που απασχολούν τους πελάτες τραπεζών δεν είναι μόνο η ύπαρξη αυξήσεων στις χρεώσεις σε κάποιες περιόδους, αλλά αν οι χρεώσεις είναι κατανοητές. Υπάρχει ευρωπαϊκή οδηγία που έρχεται να καλύψει ζητήματα όπως είναι η συγκρισιμότητα τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. «Είναι καθοριστικής σημασίας για τους καταναλωτές να είναι σε θέση να κατανοούν τα τέλη, ώστε να μπορούν να συγκρίνουν προσφορές από διαφορετικούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και να αποφασίζουν με πλήρη επίγνωση ποιοι λογαριασμοί πληρωμών προσαρμόζονται καλύτερα στις ανάγκες τους. Δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση των τελών όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών χρησιμοποιούν διαφορετική ορολογία για τις ίδιες υπηρεσίες και παρέχουν πληροφόρηση σε διαφορετική μορφή. Η τυποποιημένη ορολογία, σε συνδυασμό με τη στοχευμένη πληροφόρηση περί τελών σε συνεκτική μορφή, η οποία να καλύπτει τις πλέον αντιπροσωπευτικές υπηρεσίες που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, μπορεί να βοηθήσει τους καταναλωτές να κατανοούν και να συγκρίνουν τα τέλη», αναφέρει η οδηγία. Προκειμένου να βοηθηθούν οι καταναλωτές να κατανοούν τα τέλη που πρέπει να καταβάλλουν για τον λογαριασμό πληρωμών τους, θα πρέπει να τους διατίθεται ένα γλωσσάριο με σαφείς, μη τεχνικές και χωρίς αμφισημίες επεξηγήσεις, τουλάχιστον ως προς τα τέλη και τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών.