«Ίσως πρέπει να επανεξεταστεί αν ενδείκνυται να υπάρξει ικανοποίηση των αιτημάτων συνδρομής της εισαγγελικής Αρχής της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ανεξάρτητα από την αγωγή των εφεσειόντων». 

Σε υπόδειξη προς το υπουργείο Δικαιοσύνης προέβη το Ανώτατο Δικαστήριο που συνεδρίαζε ως δευτεροβάθμιο όργανο, εξετάζοντας έφεση σε σχέση με ικανοποίηση αιτήματος των ρωσικών Αρχών σε υπόθεση φοροδιαφυγής στη Ρωσία.

Στην απόφασή τους οι τρεις δικαστές του Εφετείου, αφού απέρριψαν την έφεση τριών κυπριακών εταιρειών συνδεδεμένες με ρωσικές, ήγειρε το θέμα της ικανοποίησης αιτημάτων συνδρομής από τις ρωσικές Αρχές, σημειώνοντας ότι το θέμα αυτό τίθεται υπό το φως της αποβολής της τελευταίας (Ρωσίας) από το Συμβούλιο της Ευρώπης, συνεπεία της στρατιωτικής επίθεσης που αυτή διενεργεί στην Ουκρανία: «Μια συνέπεια τούτου», αναφέρει, «σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι η αποβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ώστε να μην είναι δυνατή, πλέον, η επίκληση της από πρόσωπα τα οποία κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα ενώπιον των δικαστηρίων της εν λόγω χώρας».

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, στις 5.2.2018 το υπουργείο Δικαιοσύνης έλαβε έγγραφο αίτημα συνδρομής, για εξασφάλιση μαρτυρίας εντός της Δημοκρατίας. Το αίτημα υπέβαλε η εισαγγελική Αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε σχέση με ποινική υπόθεση φοροδιαφυγής, η οποία διερευνάτο εναντίον συγκεκριμένων νομικών και φυσικών προσώπων. Ανάλογο αίτημα, λήφθηκε από το υπουργείο και στις 22.2.2018. Η διαφορά μεταξύ των δύο αιτημάτων ήταν ότι οι σχετικές ειδοποιήσεις και διαταγές προσαγωγής εγγράφων θα απευθυνόταν, σε διαφορετικά νομικά πρόσωπα, σε κάθε περίπτωση, τούτων ενεργούντων μέσω των διευθυντών τους. Τα εν λόγω αιτήματα προωθήθηκαν στον Αρχηγό Αστυνομίας και στις 8.11.2019, υπήρξε συμμόρφωση, διά της παράδοσης των ζητηθέντων με αυτά στοιχείων μαρτυρίας και εγγράφων, στην αρμόδια, για την εκτέλεση τους, ανακρίτρια.

Όσον αφορά στις υπό διερεύνηση εταιρείες, αυτές είναι ρωσικών συμφερόντων και φέρεται να εξυπηρετούνται από κυπριακές εταιρείες, με την προσφορά προς αυτές εταιρικής φύσεως υπηρεσιών. Παρόλο που οι κυπριακές εταιρείες συμμορφώθηκαν στις 17.10.2019, δύο εξ αυτών και ένα φυσικό πρόσωπο, στέλεχος διερευνώμενης ρωσικής εταιρείας, καταχώρισαν αγωγή εναντίον της Αστυνομίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Εκδόθηκε επίσης μονομερές διάταγμα που απαγόρευε στην Αστυνομία να παραδώσει τα στοιχεία στις ρωσικές Αρχές. Το ίδιο Δικαστήριο, στη συνέχεια, ακύρωσε το εκδοθέν απαγορευτικό διάταγμα, γι’ αυτό και οι ενάγοντες εφεσίβαλαν την απόφαση εισηγούμενοι ότι η διαβίβαση στην εισαγγελική Αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας των στοιχείων μαρτυρίας και των εγγράφων που η Αστυνομία έλαβε από τις ίδιες, στο πλαίσιο των ειδοποιήσεων, συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων τους, της ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου της αλληλογραφίας. 

Το Ανώτατο συμφώνησε με το Επαρχιακό Δικαστήριο, ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι γενικοί και αόριστοι.