Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που ετοίμασε τελικά το Υπουργείο Οικονομικών και έθεσε από χθες (και μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου) σε δημόσια διαβούλευση, όσοι παραγωγοί ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πώλησαν μέσα στο 2022 την παραγωγή τους πάνω από 11 σεντ την κιλοβατώρα θα υποστούν φορολογία (που αποκαλείται ειδικό τέλος) σε ποσοστό 90%.

Είναι προφανές πως τα 11 σεντ επιλέγησαν από το ΥΠΟΙΚ ως η βάση για αποδεκτό «λογικό κέρδος» μετά την απόφαση της ΡΑΕΚ, τον περασμένο Ιούνιο, να θέσει αυτό ακριβώς το όριο στην τιμή που θα είναι υποχρεωμένη η ΑΗΚ να αγοράζει το ρεύμα από τα φωτοβολταϊκά, αντί των 23-24 σεντ την κιλοβατώρα που το πωλούσαν έως τότε. Μετά την απόφαση εκείνη της ΡΑΕΚ, οι πλείστοι παραγωγοί (σε ποσοστό περίπου 80%) εγκατέλειψαν την ΑΗΚ και κατέφυγαν στη μεταβατική ρύθμιση ανταγωνισμού, όπου μπορούν και πωλούν το ρεύμα τους αρκετά πάνω από 11 σεντ, εξασφαλίζοντας σοβαρά πρόσθετα κέρδη. Παάγοντες της ενέργειας, αλλά και ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών, υποστηρίζουν πως και με τα 11 σεντ που καθόρισε η ΡΑΕΚ εξασφαλίζονται υπερκέρδη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Προτροπές Πηλείδου στη ΡΑΕΚ για ηλεκτρισμό

Από μια πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου συνάγεται πως ο πυρήνας της φορολογίας που εισηγείται το Υπουργείο Οικονομικών για τους παραγωγούς είναι ο ορισμός του κέρδους. Διότι, μέσω της μεθοδολογίας που προτείνεται, από το κέρδος ανά κιλοβατώρα που παρήχθηκε θα αφαιρούνται τα 11 σεντ ανά κιλοβατώρα (που θεωρούνται λογικό κέρδος) και το υπόλοιπο του κέρδους θα φορολογείται με 90%.

Τι είναι κέρδος λοιπόν σύμφωνα με το νομοσχέδιο; Είναι «το λογιστικό κέρδος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με αποδεκτές λογιστικές αρχές, πριν την αφαίρεση φόρων και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε ποσά, περιλαμβανομένων και πρόσθετων αποσβέσεων, που προέρχονται ή που είναι αποτέλεσμα επανεκτιμήσεων»…

Είναι άγνωστο για την ώρα ποια έξοδα/επενδύσεις θα επιτραπεί από τον Έφορο Φορολογίας να συμπεριλάβουν οι παραγωγοί από φωτοβολταϊκά για να υπολογιστεί το πραγματικό κόστος παραγωγής τους, το κέρδος τους και το υπερκέρδος τους, δηλαδή τα χρήματα που κερδίζουν επειδή από τον Αύγουστο του 2021 μέχρι και σήμερα πουλούν σε τιμές που συνδέονται όχι με το πραγματικό κόστος τους αλλά με το κόστος που έχει η ΑΗΚ, η οποία χρησιμοποιεί ακριβότερο πετρέλαιο για τη δική της παραγωγή. Η γενική εντύπωση, πάντως, που επικρατεί σε παράγοντες της ενέργειας στην Κύπρο είναι πως το κόστος παραγωγής κιλοβατώρας από φωτοβολταϊκά δεν ξεπερνά κατά κανόνα τα 6 έως 8 σεντ, αν και υπάρχουν και πάρκα με φθηνότερη ή ακριβότερη παραγωγή.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, το ειδικό τέλος που θα κληθούν να πληρώσουν (μόνο για τα υπερκέρδη του 2022) οι παραγωγοί από ΑΠΕ θα υπολογιστεί με την εξής μεθοδολογία: Το ειδικό τέλος ισούται με το κέρδος του παραγωγού για το 2022 διά των κιλοβατώρων που πώλησε (στην ΑΗΚ ή στη μεταβατική ρύθμιση ανταγωνισμού) πλην 11 σεντ την κιλοβατώρα. Το υπόλοιπο πολλαπλασιάζεται επί της πωληθείσας ενέργειας, επί 90% που θα είναι η φορολογία του κέρδους πέραν των 11 σεντ.

Για την έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των προμηθευτών ενέργειας, η μεθοδολογία που επέλεξε το Υπουργείο Οικονομικών θέτει ως βάση υπολογισμού τις πωλήσεις και τα κέρδη μέσα στο 2021, αλλά υπάρχει και ξεχωριστή μεθοδολογία για τους προμηθευτές που δραστηριοποιήθηκαν το 2022.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ

Ευκαιρία να ειπωθούν πολλά

Είναι θετική εξέλιξη που επιτέλους η Κυβέρνηση ετοίμασε νομοσχέδιο για την έκτακτη φορολόγηση των έκτακτων κερδών αυτών που παράγουν και προμηθεύουν ηλεκτρισμό από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι επίσης θετικό που το νομοσχέδιο τίθεται σε δημόσια διαβούλευση. Επειδή όμως η συζήτηση πιθανότατα θα επικεντρωθεί στο τι εστί κόστος παραγωγής και τι κέρδος από τις πωλήσεις ανά κιλοβατώρα, η δημόσια διαβούλευση θα πρέπει να επεκταθεί και στις δυνατότητες του κράτους να εξασφαλίσει φθηνότερη παραγωγή από φωτοβολταϊκά. Στο τραπέζι υπάρχει η πρόταση του ΑΚΕΛ για μειοδοτικούς διαγωνισμούς, οι οποίοι αξιοποιούνται σε πολλές χώρες της ΕΕ και αποδίδουν πολύ χαμηλές τιμές, ακόμα και 3-4 σεντ την κιλοβατώρα (σε εμάς οι προμηθευτές πωλούν κοντά στα 20 σεντ ή και παραπάνω). Αντί λοιπόν να μπούμε σε μια διαδικασία υπερφόρτωσης του κόστους παραγωγής από τις εταιρείες, γιατί δεν τις ρίχνουμε σε μια μάχη πραγματικού ανταγωνισμού, ώστε να εξασφαλίζουν συμβόλαια μόνο εάν προσφέρουν πραγματικά συμφέρουσες τιμές ανά κιλοβατώρα; Για συμβόλαια – σιδεροκέφαλα- 15 έως 20 ετών.