Μαρίας Τζιαούρη – Χίλμερ: «Γραμμή ανάμεσά μας», εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020.

Εκείνο που εντυπωσιάζει στη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Τζιαούρη – Χίλμερ, είναι η στρωτή γλαφυρή, χωρίς χασμωδίες και χαλαρώσεις, αρμονική γραφή της. Αυτά ως πρώτο και κύριο αισθητικό γνώρισμα του βιβλίου της. Ιδιαίτερα θετική θεωρώ και τη θεματική πανσπερμία του έργου της. Διαλαμβάνει όλες τις εκφάνσεις των κοινωνικών συμπεριφορών. Έχει όμως ως επίκεντρο τους έρωτες, κυρίως τους προδομένους και τους ανεκπλήρωτους ή τους αδικαίωτους.

Το βιβλίο, που στεγάζεται κάτω από τον γενικό τίτλο «Γραμμή ανάμεσα μας» περιλαμβάνει 21 αφηγήματα, «μικρά και μεγάλα πεζά», όπως τα χαρακτηρίζει η συγγραφέας. Ειδολογικά θα ταξινομούσα τα κείμενά της σε τρείς ομάδες: α) αυτά που βρίσκονται πιο κοντά στα χαρακτηριστικά του διηγήματος, β) αυτά που πλησιάζουν περισσότερο στα χαρακτηριστικά του χρονογραφήματος και γ) αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πεζόμορφα ποιήματα, που είναι και τα πιο ευσύνοπτα. Όπως και να έχει, αυτή η ταξινόμηση μάλλον έχει αμελητέα σημασία, καθώς γίνεται μόνο και μόνο για να υποβοηθηθεί μεθοδολογικά η βιβλιοπαρουσίαση που επιχειρείται με αυτό το σημείωμα. 

 Θα ήθελα να ξεκινήσω με τα διηγήματα που έχουν ερωτικό υπογάστριο, τα οποία και εκτιμώ ότι είναι τα πλέον ενδιαφέροντα στο βιβλίο, τόσο όσον αφορά την προβληματική που αναπτύσσεται σε αυτά, όσο και όσον αφορά την αισθητική τους στάθμη.

Το διήγημα «Γλυκόπικρα» (σελ. 23) πραγματεύεται την ιστορία της Ε/κ Μαριάμ και του Τ/κ Γιλμάζ που γνωρίζονται ως φοιτητές στις ελεύθερες περιοχές της Λευκωσίας, ερωτεύονται και σμίγουν τις ζωές τους. Ζουν στο κατεχόμενο μέρος της πρωτεύουσας. Είναι μεν ευτυχισμένοι με δύο παιδιά, αλλά η Μαριάμ δεν έχει πια καμιά επαφή με τους Ε/κ συγγενείς της. Διότι αυτοί, προφανώς την απέρριψαν λόγω των επιλογών της. Το διήγημα αυτό, όντως αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του. Είναι όμως δοσμένο με μεγάλη ευαισθησία, σωστή δομή και παραστατικότητα. Και κυρίως, ούτε ωραιοποιεί, ούτε εξιδανικεύει καταστάσεις, παρουσιάζοντάς τις με τα ειδυλλιακά ηχοχρώματα του έρωτα.

 Ξεχώρισα επίσης το «Ιντερλούδιο» (σελ. 40) που θα χαρακτήριζα ως ένα αφήγημα φτιαγμένο από σάρκα. Ένας φοιτητικός πόθος, μια ερωτική φαντασίωση που εξελίσσεται σε βραχύβια, παροδική αλλά παθιασμένη σεξουαλική σχέση, η οποία καθίσταται δυνατή ύστερα από την συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών στην κηδεία της πιο καλής τους φίλης των φοιτητικών χρόνων. Πρόκειται για μια ιστορία βαθύτατα ρεαλιστική, καταγραμμένη με την ίδια ορμή και θέρμη, με την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτήν.

Κλείνω το υποκεφάλαιο αυτό, με μια τρίτη ερωτική ιστορία που φέρει τίτλο «Παράλληλοι κόσμοι» (σελ. 46). Εδώ, με άρτια συμμετρία αλλά και συντριβή, η συγγραφέας καταγράφει ένα μεγάλο, πλην ανεκπλήρωτο, έρωτα. Αφού οι δύο πρωταγωνιστές αγαπιούνται μεν παράφορα, αλλά βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε δύο συμβατικούς και φθαρμένους γάμους. Την ίδια ώρα ζουν μακριά ο ένας από τον άλλο, σε διαφορετικές χώρες. Εδώ με τρόπο αισθητικά επαρκή, περιγράφεται εκ παραλλήλου μια ζωή μουντή, με μόνη ακτίδα φωτός για τους δύο πρωταγωνιστές, την ανάμνηση του άλλου.

Ώρα όμως να τεκμηριώσω τα περί θεματικής πανσπερμίας που ανέφερα στην αρχή. Αρκεί μια περιδιάβαση στα αφηγήματα της Μ. Τζ. Χ. που περιλαμβάνονται στη συλλογή για του λόγου το αληθές. Στο «Αγγελούδι» (σελ. 27) θεματοποιείται με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο, η μάχη που δίνει ένα κορίτσι με την νευρική ανορεξία, με μοναδικό αλλά πανίσχυρο συμπαραστάτη τη μάνα της. Στο αφήγημα «Στο χιόνι» (σελ. 30), το θέμα είναι η πληγή και η τύψη ενός ανθρώπου που άφησε κάποιον μόνο στις τελευταίες του στιγμές. Στο διήγημα, «Ο Βασίλης» (σελ. 33) ίσως την καλύτερη στιγμή σε όλο το βιβλίο, ήρωας είναι ο συμφοιτητής, που πέθανε από HIV. Ο μύθος και οι μνήμες ξεδιπλώνονται με μαεστρικό τρόπο. Αναδεικνύεται ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα, η δοτικότητα, η τρυφερότητα του πρωταγωνιστή, μεθοδικά και με προσήλωση. Έτσι όταν ο αναγνώστης πληροφορείται το μοιραίο, η συντριβή είναι ακόμα πιο μεγάλη.

Άξιο ιδιαίτερης μνείας θεωρώ και το διήγημα «Η φυγή» (σελ. 37) που πραγματεύεται τη μετανάστευση, την οικονομική μετανάστευση των Ελλήνων στην Γερμανία. Τρυφερό και συνάμα βαθύ διήγημα. Επίσης, «Τα φλοράλ φουστάνια» (σελ. 43) που πραγματεύονται με συγκίνηση και δέος το δέσιμο του ομοφυλόφιλου γιού με τη μητέρα του. Είναι ταυτόχρονα κι ένα διήγημα πόνου, ρήξης και οργής.

Το «Κλείσε την πόρτα» (σελ. 52) θεωρώ πως είναι το πιο σκληρό αφήγημα σε όλο το βιβλίο. Πραγματεύεται τη βία στην οικογένεια με ιδιαίτερη γλαφυρότητα και συγκλονισμό, που επιτυχώς μεταφέρει ο αφηγητής – πρωταγωνιστής στον αναγνώστη. Εδώ εμπεριέχεται και το στοιχείο της κάθαρσης στην κατακλείδα της αφήγησης. Αφού η μητέρα – θύμα της ενδοοικογενειακής βίας γίνεται τιμωρός του θύτη – συζύγου της, βάζοντας φωτιά στο διαμέρισμά τους. Παραθέτω ένα μικρό δείγμα γραφής διά στόματος του αφηγητή γιού: «Κάτι καιγόταν στην πολυκατοικία. Μύριζε φωτιά. Τότε την είδα να στέκεται όρθια έξω απ’ το σπίτι μας. Χλωμή, άσπρη σαν σεντόνι. Στο δεξί της χέρι κρατούσε την τσάντα της και στ’ άλλο το σπιρτόκουτο. ‘Μάνα, τι κάνεις εκεί;’ ‘Φτάνει πια γιέ μου! Τώρα έκλεισε η πόρτα’ Έσκυψε προς το χαλάκι, τ’ άναψε με το σπίρτο και περπάτησε προς το μέρος μου». (σελ. 55)

Αναφέρθηκα όμως και σε πεζόμορφα ποιήματα και θέλω να κλείσω μ’ ένα από αυτά, οδεύοντας προς το τέλος. Το «Κόμπος στο λαιμό» (σελ. 26). Μέσα σε δέκα αράδες μόνο, η συγγραφέας, με αξιομνημόνευτη λιτότητα, αφαιρετικότητα, παραστατικότητα και σεβασμό, ξεδιπλώνει το δράμα μιας γυναίκας που μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο. Οι πρώτες ενέργειες της δεικνύουν στωικότητα, μα και μεγαλείο ψυχής.

Συνολικά θα έλεγα ότι δεύτερος, δεσπόζων θεματικός πυλώνας στη γραφή της Μ. Τζ. Χ. είναι ο ανθρωπισμός με την ευρύτερη έννοια του όρου που περιλαμβάνει τη συμπόνια, την αλληλεγγύη, τον αλτρουισμό, τη θυσία και άλλα συναφή ευγενή συναισθήματα. Κλείνοντας, εκφράζω τη βεβαιότητα ότι η συγγραφέας θα επανέλθει με εξίσου ουσιαστικό και άξιο αναφοράς έργο. Το αναμένουμε.

ΥΓ. Η ΣΤΗΛΗ ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

g.frangos@cytanet.com.cy