Τον άνθρωπο που βάδιζε εντός των τειχών της Λευκωσίας, που ακροβατούσε στην Πράσινη Γραμμή και ονειρεύονταν ελευθερία, καπνίζοντας την πίπα του. 

Τον ποιητή που υπενθύμισε σε έναν ολόκληρο λαό, πώς μυρίζει το ψωμί της κατεχόμενης γης που ανέθρεψε παιδιά και εγγόνια. Τον φίλαθλο που υποστήριξε ακόμη και μόνος του από τις κερκίδες του γηπέδου, μιαν ολόκληρη ομάδα. Τον Μιχάλη Πασιαρδή, τον οποίο αγάπησαν λογής – λογής άνθρωποι, από τις τέχνες και τα γράμματα, την αρθρογραφία και ραδιοφωνία, τον αθλητισμό, αποχαιρέτησαν χθες Πολιτεία, οικογένεια και καλλιτέχνες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στην τελευταία του κατοικία αναπαύεται ο Μιχάλης Πασιαρδής

Η νεκρώσιμος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία Αγίων Αθανασίου και Ανδρονίκου στο Τσέρι και στους επικήδειους που αναγνώστηκαν, κατέστη σαφές πως για την Κύπρο ξημερώνει μια φτωχότερη πνευματικά περίοδος. «Το λλίον ένι το πολλύν, τούτη ένι η αρκοντιά μας, / πάππου προς πάππου σ’ τούντην γην τζι εμείς τζιαι τα παιθκιά μας / τζι αν θέλετε η Τζιύπρου μας πάλε να ξαναζήσει, / μέσα στο λλίον το πολλύν καθένας μας να ζήσει», επέλεξε να διαβαστεί από τον ποιητή, ο υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, Πρόδρομος Προδρόμου. Τη θέση ότι έφυγε ένας άνθρωπος απλός, της διπλανής πόρτας, του οποίου η παρακαταθήκη θα διαμορφώνει για πάντα το καλλιτεχνικό στερέωμα του τόπου, εξέφρασαν στον «Φ» άνθρωποι που τον γνώρισαν. 

Μιχάλης Χριστοδουλίδης: Έκλεισε το παράθυρο όταν έβαλαν τη σημαία στον Πενταδάχτυλο

Ανάμεσα στους συνεργάτες και φίλους του, ο συνθέτης Μιχάλης Χριστοδουλίδης, θυμάται ότι «το γραφείο του στο ΡΙΚ, εκεί που κάθονταν και που δούλευε, είχε παράθυρο με θέα τον Πενταδάχτυλο. Τη μέρα που έβαλαν τη σημαία το έκλεισε και γύρισε την πλάτη του για να κοιτάει τον τοίχο. Δεν ήθελε να βλέπει αυτό το πράγμα. Τον πλήγωνε βαθύτατα. Είναι χαρακτηριστικό εμάς όλων των παλιών. Όπως και εγώ που είμαι από την Αμμόχωστο και αρνούμαι να πάω. Θέλω να μείνω με το όνειρο της πόλης που με γέννησε. Δεν θέλω να χαλάσω την εικόνα. Θέλω να φύγω με αυτήν». Τον πόνο αυτό, οι δυο τους (σε στίχους και μουσική) έκαναν τραγούδι: «Θωρώ τον Πενταδάχτυλο που στέκει πικραμμένος/ Με τους αλύσους τους χοντρούς σαν το ληστή δημμένος».

Όπως σημειώνει ο συνθέτης, η συνεργασία του με τον Μιχάλη Πασιαρδή προέκυψε στην πρώτη συναυλία που έγινε μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ως ένα φιλολογικό μνημόσυνο. «Ήταν μια συναυλία με τον Δημήτρη Ψαριανό, όπου ένα μεγάλο μέρος της ήταν αφιερωμένο στην ποίηση του Μιχάλη Πασιαρδή. Τα είχα μελοποιήσει. Αργότερα, πραγματοποιήθηκε και η συναυλία “Κρυφοί άνεμοι”, όπου και πάλι είχα μελοποιήσει πολλά ποιήματα του Μιχάλη. Δυστυχώς, πέρα από το “Είμαστε Έλληνες” και το “Παλιό δκιολίν” τα υπόλοιπα δεν έχουν ηχογραφηθεί και αν δεν γίνει κάτι θα χαθούν. Θα ήταν ωραίο να συγκεντρωθεί το έργο του».  

Ήταν εύκολος συνεργάτης, σημειώνει ο κ. Χριστοδουλίδης και προσθέτει: «Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος. Η ποίηση και τα λόγια του,  μύριζαν ψωμί που έχει βγει από κυπριακό φούρνο. Ήταν βλαστάρι της Κύπρου και ταυτόχρονα Έλληνας. Είναι περίεργο μείγμα ανθρώπου. Είναι κρίμα που έφυγε άδοξα, όμως θα μείνει αθάνατος». Ήταν απόλυτα προσιτός, σημειώνει. «Ο Μιχάλης ήταν ένας άνθρωπος της καθημερινότητας. Της διπλανής πόρτας, δεν είχε κάτι το διαφορετικό. Ούτε εκείνη την έπαρση των ποιητών που καμαρώνουν. Είχε την απόλυτη σεμνότητα». 

Όπως σημειώνει ο κ. Χριστοδουλίδης, πάει πολύ μακριά η σχέση τους. «Κάθε φορά που ερχόμουν στην Κύπρο συναντιόμασταν. Πηγαίναμε για τα σουβλάκια και τις μπύρες μας. Βρισκόμασταν πάντα εντός των τειχών της Λευκωσίας, κοντά στην Πράσινη Γραμμή». 

Κώστας Δημητρίου: Τον συγκινούσαν οι παραστάσεις των έργων του

Μια άλλη φιλιά και συνεργασία, αυτή τη φορά από το χώρο του θεάτρου, ήταν με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, Κώστα Δημητρίου. «Τον είχα γνωρίσει μόλις επέστρεψα από το Λονδίνο, το 1969. Κάναμε διάφορα ραδιοφωνικά προγράμματα μαζί και συνήθιζε να μου απαγγέλλει δίστιχα και τσιαττιστά. (“Θεέ μου τι βαρυοχειμωνιά,/ στον Αύγουστο και στον Ιούλη./ Ζώσαν’ τον τόπο τα θεριά,/ βροντάει του Χάρου το νταούλι”, στίχοι του ποιητή). Του έλεγα και επέμενα πως έπρεπε να τα γράφει για να μην ξεχαστούν. Μου το υποσχέθηκε και όντως εξέδωσε κάποιες συλλογές. Όμως, υπάρχουν άπειρα ποιήματα του που δεν έχουν γραφτεί και που δεν έχουν εκδοθεί».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο Μιχάλης Πασιαρδής σε συνέντευξη στο Φιλgood το 2015

Γρήγορα η συνεργασία των δύο μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή, με τον κ. Δημητρίου αρχικά σε ρόλο ηθοποιού σε (τρία έργα) και έπειτα σε ρόλο σκηνοθέτη (σε ακόμη τρία έργα). «Για “Το νερόν του Δρόπη” μου έδωσε τα δικαιώματα και το διασκευάσαμε σε τηλεοπτική σειρά. Ως συνεργάτης πάντοτε έρχονταν στις πρόβες. Δεν του άρεσε πολύ να κόβουμε πράγματα, όμως ιδίως στην τηλεόραση, εκεί που κάτι ήταν πολύ επεξηγηματικό έπρεπε να το αφαιρέσουμε. Ήξερα ότι στενοχωριόταν για αυτό, όμως ποτέ δεν παραπονιόταν. Βέβαια ήταν τόσο τέλεια τα γραπτά του που δεν χρειάζονταν να γίνουν αλλαγές. Ήταν περιεκτικότατα τα κείμενα, ήταν γεμάτα και μεστά. Η μονή περίπτωση που κόψαμε κείμενο ήταν στο “Σαν να ’ταν χτες”. Αυτό διότι ένα θεατρικό έργο πρέπει να έχει μια διάρκεια που να μην κουράσει το κοινό. Όμως ούτε σε αυτή την περίπτωση μας είπε κάτι. Τον συγκινούσαν οι παραστάσεις των έργων του. Μέχρι τώρα μου έλεγε ποσό συγκινήθηκε και πόσο ωραία δουλειά κάναμε».

Οι συναντήσεις τους ήταν τακτικές στο κυλικείο του ΡΙΚ. «Μου απάγγελε ποιήματα, μιλούσαμε για διάφορα θέματα, όμως ποτέ δεν μου είπε πως ήταν άρρωστος. Είμαστε φίλοι και ήταν εκπληκτικός άνθρωπος και συνεργάτης. Πολύ προσιτός. Πάντοτε με το χαμόγελο του, πάντοτε με τις συμβουλές του. Υπεραγαπούσε τον τόπο του, την Κύπρο». («Να πκιάω στράτες των πουλιών να πάω στο Καρπάσι/ να δω φίλους τζιαι συγγενείς, τζιει κάτω πως τα πάσιν/ που την Τζιερύνειαν έρκουμουν εψές εις τ’ όρομα μου/ τζι οι πέτρες εφωνάζαν μου – εξέραν τ’ όνομα μου»). 

 

Πέτρος Παπαπολυβίου: Μόνος φίλαθλος σε αγώνα του Ορφέα Λευκωσίας

Στη σταθερότητα της ρουτίνας τους, αναφέρθηκε ο φίλος του Μιχάλη Πασιαρδή, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου. Όπως σημείωσε, τον ποιητή τον συναντούσες στους κάτω μαχαλάδες, στο κυλικείο του ΡΙΚ όπου έμενε για ώρες πριν περάσει από το σωματείο του Ορφέα Λευκωσίας και έπειτα καταλήξει, ως καθημερινός θαμώνας, στο «Αιγαίον». 

«Ήταν σεμνός και ντροπαλός. Ιδιαίτερα λιγομίλητος και μοναχικός, όμως παρ’ όλα αυτά και επειδή ήταν κάθε μέρα στα ίδια στέκια, τον αγαπούσαν πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους. Μπορεί να ήταν φιλόλογοι και νέοι ποιητές. Μπορεί να ήταν οι ποδοσφαιρόφιλοι του Ορφέα που τον έβλεπαν ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Μπορεί να ήταν εκείνοι που σύχναζαν στο “Αιγαίον” και έπειτα στο “Έρμα”. Είναι από τα πιο σημαντικά που πέτυχε», αναφέρει ο κ. Παπαπολυβίου.

Όπως εξηγεί, ο Μιχάλης Πασιαρδής βρίσκονταν σε καθημερινή επαφή με τον κόσμο μέσω της γραφής και των εκπομπών του. «Περισσότερα από 30 χρόνια έγραφε σε μόνιμη και καθημερινή βάση στον “Φιλελεύθερο”. Έγραφε επειδή του άρεσε το γράψιμο και όχι επειδή είχε απωθημένα ή κάποιον άλλο σκοπό. Παράλληλα, διατηρούσε την ραδιοφωνική του παρουσία. Πάντοτε είχε μια θετική διάθεση, θα σου έλεγε τον καλό το λόγο, θα σε παρακινούσε, θα προσέφερε μια συμβουλή στους νεότερους».

Ήταν, σημειώνει, ένας σπουδαίος ποιητής από τους πολύ μεγάλους. «Όχι μόνο της γενιάς της Ανεξαρτησίας, όταν δηλαδή άρχισε να δημοσιεύει τα ποιήματα του. Θαρρώ των τελευταίων δεκαετιών. Ήταν, επίσης, πολύ ανθρώπινος. Δεν είχε πρόβλημα με την ταυτότητα του. Δεν είχε θέμα να γράψει στην κυπριακή διάλεκτο. Ήταν μια πολύ σημαντική παρουσία στο πνεύμα. Αγαπούσε την Κύπρο και την κατεχόμενη γη. Ήταν ακόμη, φανατικός ποδοσφαιρόφιλος και δεν δίσταζε να το δηλώσει σε μια εποχή που οι διανοούμενοι δεν το εξέφραζαν. Υποστήριζε μικρές ομάδες και είχε άπειρες γνώσεις γύρω από το ποδόσφαιρό».

Είναι ευρέως γνωστό, σημειώνει ο κ. Παπαπολυβίου, ότι σε αρκετούς αγώνες του Ορφέα Λευκωσία, ήταν ο μοναδικός φίλαθλος στις κερκίδες της ομάδας του. «Ένα δείγμα της ρομαντικότητας που τον χαρακτήριζε. Ήταν από τους τελευταίους της γενιάς των παλιών καλών Κυπρίων. Ένας ωραίος άνθρωπος».

Πέτρος Χατζηχριστοδούλου: «Πόσα ήρτε ο Πανιώνιος, κουμπάρε μου;»

Τη διάσταση του ποδοσφαιρόφιλου Μιχάλη Πασιαρδή, περιγράφει ο αθλητικογράφος, Πέτρος Χατζηχριστοδούλου. «Ήταν -εκτός από σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος- ο τελευταίος ρομαντικός και αγνός ποδοσφαιρόφιλος στην Κύπρο. Τον συναντούσα επί χρόνια και χρόνια καθημερινώς στον “Φιλελεύθερο”, αφού είχε μόνιμη στήλη στην εφημερίδα και ερχόταν για να παραδώσει το χειρόγραφό του. Έχω να θυμάμαι ατέλειωτες σοβαρές συζητήσεις, αλλά και χαλαρές κουβέντες επί παντός επιστητού, άλλοτε στην εφημερίδα (στην καντίνα) και συχνά στο Αιγαίον. 

Για τα ποδοσφαιρικά του έδινα μονίμως ασίστ πάσα, να πάρει μπρος και να σχολιάσει τις δύο μεγάλες του ποδοσφαιρικές αγάπες (Ορφέας Λευκωσίας και Πανιώνιος Σμύρνης). Ενίοτε μιλούσε για ποδοσφαιριστές (και για άλλες ομάδες) της παλαιάς εποχής: Πάκκος “ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, κουμπάρε!”. Δεφτέραλι “ο ηγέτης της Τσετίν Καγιά”. Μαυρίκιος Άσπρου “ο εγκέφαλος της Ανόρθωσης στη δεκαετία 1950-1960”. Πεντζαρόπουλος “ο ιπτάμενος διεθνής τερματοφύλακας του Πανιωνίου στη δεκαετία του ’50”. Ιβάν Χόρβατ “σεντερ μπακ κολοσσός της Δυναμό Ζάγκρεμπ και της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1950”. Είχα “φυρτεί” στα γέλια (κι ακόμα γελώ όταν το θυμάμαι) με την ατάκα του για την ομάδα του Ζάγκρεμπ. “Κουμπάρε μου, ήρθε η Δυναμό το 1954 να δώσει φιλικά ματς στην Κύπρο και τότε είδαμε για πρώτη φορά ότι, η μάππα παίζεται τζιαι χαμαί! Ως τότε μόνον ίσια πάνω, ψηλά στα μεσούρανα, την εκλωτσούσαμεν”. 

Τον “ταπεινό” Ορφέα, τον ακολουθούσε παντού στην Κύπρο. Ακόμη και εκτός Κύπρου είχε πάει, όταν έκανε “τουρ” η κιτρινοπράσινη ομάδα των “Κάτω Ενοριών” στη Ρόδο, όπου έπαιξε φιλικούς αγώνες με τοπικές ομάδες στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Μιχάλης πήγαινε στην Πάφο ή στη Δερύνεια για χάρη του Ορφέα, σε εποχές που ήταν δράμα οι δρόμοι στο νησί μας και χρειαζόσουν ώρες πολλές στο τιμόνι για να πας από τη Λευκωσία και να επιστρέψεις αυθημερόν. Μοναχικός καβαλάρης, τις πλείστες φορές. 

Τον Πανιώνιο του, ο Μιχάλης τον παρακολουθούσε στο γήπεδο μόνο κατά τις-όχι και τόσο συχνές-ανόδους του στην Αθήνα. Μάθαινε, όμως, τα νέα των “Κυανερύθρων”, ήξερε τους παίκτες, τους προπονητές. Ερχόταν απόγευμα Κυριακής στην εφημερίδα για να φέρει το χειρόγραφό του και διακριτικός καθώς ήταν, έμπαινε αθόρυβα στο αθλητικό τμήμα για να μάθει τι έκανε ο Πανιώνιος στον αγώνα που είχε τελειώσει λίγη ώρα προηγουμένως. Αν έπαιζε αργά η ομάδα, τηλεφωνούσε και δεν έκρυβε την αγωνία του. “Πόσα πόσα ο Πανιώνιος, κουμπάρε μου;”. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι έμοιαζε να πετά στους εφτά ουρανούς το 1998, σεζόν κατά την οποίαν κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος η “Πανιωνάρα”, νικώντας, μάλιστα, τον πανίσχυρο Παναθηναϊκό! Ούτε τη συντριβή του Μιχάλη λησμονώ, όταν στον τελευταίο αγώνα της περιόδου 1985-86 έχασε ο Ορφέας την άνοδο στην Α’ Κατηγορία Κύπρου. Τον είχα δει με τον προπονητή της ομάδας, τον Αταναάς Ντράμοφ, στο “Αιγαίον” εκείνο το βράδυ. Ήταν σαν πρωταγωνιστής σε αρχαία τραγωδία, αφού το ήξερε (και μου το είπε, όταν προσπάθησα να τον παρηγορήσω) ότι έχασε ο Ορφέας την τελευταία ευκαιρία του για επιστροφή στη μεγάλη ποδοσφαιρική μας Κατηγορία». 

«…Κι όταν σιμώνει Κυριακή/ και ξεψυχάς Σαββάτο/ ποτήρι μοιάζεις αδειανό/ ποτήρι μ’ άσπρο πάτο», έγραφε με τρόπο προφορικό ο Μιχάλης Πασιαρδής.