7:30 
Τέτοια ώρα περίπου ξυπνάω. Έφτιαξα ζεστό καφέ μαύρο κι έβαλα στο ραδιόφωνο να ακούσω την Ελένη Βρεττού. Στην εποχή των ολότελα χαμένων από διαύγεια δημοσιογραφικών πράξεων που λένε απέξω ακατέργαστα μόνο ό,τι γράφει το auto cue, δημοσιογραφική παιδεία (και ψυχραιμία) σαν της Βρεττού λάμπει – διεισδυτικά και μετρημένα. Σέρφαρα μετά, με την ησυχία μου, για μία ώρα – έπεσα επάνω στη φωτογραφία με εκείνο το κομβόι από στρατιωτικά οχήματα που μεταφέρει νεκρούς στην Ιταλία και για λίγο σταμάτησα – ένα μέλλον ψυχικών ερειπίων και στα δικά μας σπίτια; Χιλιάδες σκιές γύρω από τον ολόφωτο καιρό της Λευκωσίας και τον σπαραγμό παραδίπλα – ακόμη κι ο ήλιος αρρωσταίνει στα πειραματόζωα εγκλεισμού. Έκανα τον σταυρό μου – συχνότερα συμβαίνει πια: είμαι ο Γιάννης και είμαι (ακόμα) καλά.  

10:10 
Ξεκίνησα τα τηλέφωνα. Έκανα και τέσσερα face time. Ποιο σουπερμάρκετ κάνει delivery, σε ποιο φαρμακείο απέμειναν αντισηπτικά («να πάρουμε άλλα τρία για καβάντζα;»), πόση ώρα περίμενες σήμερα στον μπακάλη μέχρι να φτάσεις στο ταμείο, αν έχουμε νεκρούς και ακόμη δεν μας το ‘παν, μήπως κάναμε λάθος που πιστέψαμε πως επιτήδειοι έβαλαν στοχευμένα στο στόμα του Αγίου Παϊσίου τις προφητείες και αν ήγγικεν η Αποκάλυψη – αυτά ήταν τα θέματά μας. Ύστερα κάναμε κουτσομπολιά, είπαμε για σχέσεις -κυρίως για fake- για χωρισμούς εν μέσω κρίσης και αναγκαστικής συνύπαρξης. Υπήρχε πάντως στις φωνές, στα βλέμματα (όσων είδα απ’ το κινητό), στους ήχους από κουζίνες που ετοίμαζαν ψητό κοτόπουλο με πατάτες σαν να ‘τανε γιορτή -κάθετη αντιστροφή της πραγματικότητας και επιβολή αισιοδοξίας- ένας μαύρος μανδύας που έπηζε τις πράξεις και τις λέξεις μας σαν να ‘ταν βαθιά νύχτα. Μάλλον έτσι θα ‘ναι ο πόλεμος. 

13:30 
Απ’ την Κυριακή διάβασα ήδη δύο βιβλία – είχα ανέκαθεν ταχύτητα στην ανάγνωση: το «patriot» του Μαλανδράκη και το καινούργιο μυθιστόρημα της Σώτης. Τα είχα στο κομοδίνο τόσες βδομάδες από το πήγαιν’ έλα στις δουλειές – έπιασαν χώρο πια στο κεφάλι και στο χρόνο μου. «Ξέρεις τι θέλω να κάνω, Ιρίνα; Θέλω να πάω σε μια εκκλησία και να καθίσω μέσα στη σιωπή. Αλλά η σιωπή με ενοχλεί όπως μ’ ενοχλεί κι ο θόρυβος» (απ’ «το λούνα παρκ στο ιερό βουνό» της Σώτης Τριανταφύλλου, σελίδα 207). Σπασμωδικά και βίαια όλα γυροφέρνουν πάλι στην αρρώστια – για πόσο; Για πόσο ο φόβος; Φωτογράφισα μια σελίδα για τη βαθύτερη έννοια της αυτοκαταστροφικότητας στα συμπλέγματα και την έστειλα στον Π. που ακόμη πειραματίζεται μ’ αυτά. Μου απάντησε μετά από δέκα λεπτά: «μαλάκα, με πήραν απ’ το τεστ. Κόλλησα. Λες να πεθάνω;». Λες; Πήγα και ξανάπλυνα τα χέρια μου αργά αργά. Ξάπλωσα και με πήρε ο ύπνος. 

18:30 
Παράγγειλα δύο πίτσες delivery. Απ’ το app της εταιρείας ενημερωνόμουν για την πορεία του φαγητού και πως σε δέκα λεπτά θα μου χτυπούσαν το κουδούνι. Έβαλα γάντια μιας χρήσης και στήθηκα πίσω απ’ την πόρτα. Όταν έφτασε το παιδί, εγώ πίσω από την πόρτα, του είπα να αφήσει τις πίτσες στο πάτωμα και να απομακρυνθεί για λίγο. Άνοιξα, πήρα τα κουτιά και άφησα στο χαλάκι τα χρήματα. Του είπα «συγγνώμη», «συγγνώμη για όλο αυτό», ένα «μην έρθεις πιο κοντά» στο τέλος, είπε «καταλαβαίνω, καταλαβαίνω» και κλείστηκα πάλι μέσα. Ένιωσα -νιώθω- ευθύνη στην επιτακτικά ανθρώπινη ανάγκη της απομάκρυνσης των αναπνοών και της ανάσας μας – όταν περάσει το κακό υπόσχομαι πως θα έρθω τόσο κοντά του που θα πιστέψει πως πάω να τον φιλήσω, πως δεν το ‘θελα να του φερθώ τόσο σκάρτα σα να ‘ναι ο ίδιος φορέας ιού. Έφαγα το πρώτο κομμάτι στην κουζίνα κλαίγοντας. 

20:30 
Σκεφτόμουν αυτό που μου ‘πε η Σολωμού χθες: «σαν το σύμπαν να συνωμότησε σ’ αυτά τα καταιγιστικά “να ‘χα λίγο χρόνο για μένα, μία μέρα που να κοιτάω το ταβάνι χωρίς να κάνω τίποτα και τι στην ευχή!” και να μας έδωσε 14!» – τρίβοντάς μας το καταπρόσωπο. Σαν το να κάτσουμε δίπλα δίπλα, παλάμη στην μπλεγμένη με τον άλλον παλάμη, αγκαλιά στην αγκαλιά, να ‘ταν δεδομένο και να ‘πρεπε να επανεκκινήσει την υπενθύμιση. Σκεφτόμουν, επίσης, πως η μικρή μου ζωούλα δεν έχει καμία σημασία. Απολύτως καμία! Αλλά δεν θέλω να κολλήσω. Γιατί, αν κολλήσω, κολλήσω άλλους, οι άλλοι άλλους κι αυτοί οι άλλοι πεθάνουν, τότε ποιος ο λόγος να ζήσω παραπάνω και τι ενδεχομένως να κουβαλάω πια απ’ την ανευθυνότητά μου κι απ’ τις τύψεις για την απληστία μου στη χαρά της ζωής που δεν της έβαλα φρένο απέναντι στη θανατηφόρα αλυσίδα; Κάθισα στον καναπέ και ξεκίνησα στο Netflix τον τρίτο κύκλο του «Elite» για να χαλαρώσω λιγάκι απ’ τα βραδινά δελτία – δραστικότερο κι από χάπι. Μετά από μισή ώρα έκλεισα και τα παντζούρια. Τα σταγονίδια, διάβασα, εκτός απ’ τα αγγίγματα, μεταφέρονται κι απ’ τον αέρα. Τι, όχι; 

 
Φιλελεύθερα, 22.3.2020.