«Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγιεφ σε σκηνοθεσία Χριστόδουλου Ανδρέου.

Λίγα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά στη λύση μιας θεατρικής εξίσωσης όταν, πέρα από ένα οξύαιχμο κείμενο, υπάρχει ταλέντο, γνώση, έμπνευση και κυρίως όρεξη και πνευματικός κάματος. Ο νέος σκηνοθέτης Χριστόδουλος Ανδρέου δεν συστήθηκε ακριβώς στο θεατρικό μας μικροσύμπαν με το «Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγιεφ, αφού προηγήθηκε η πιο «χειροποίητη» πρόταση «Μουσική Δωματίου», ενώ εργάστηκε ως βοηθός του Τζαμαργιά και του Γκραουζίνις στον ΘΟΚ.

Το πρότζεκτ του «Οξυγόνου», ωστόσο, έχει την αύρα μιας «τελετής αποκαλυπτηρίων». Κυρίως επειδή βάζει με περίσσιο τσαγανό φαρδιά- πλατιά την υπογραφή του σε μια γενναία μελέτη πάνω σ’ ένα μεταθεατρικό, αποδομιστικό κείμενο, τόσο επιτακτικά επίκαιρο που σχεδόν ενοχλεί.

Το παράδοξο είναι ότι το συγκεκριμένο έργο που εκτόξευσε την πορεία του ρηξικέλευθου Βιριπάγιεφ ως σκηνοθέτη και συγγραφέα και τον ανέδειξε σε κεντρική μορφή στο κίνημα του λεγόμενου «Νέου Ρωσικού Δράματος», δεν μπορεί να παιχτεί σήμερα στη χώρα όπου γεννήθηκε. Έχει ξεπεράσει όχι μόνο την εποχή του, αλλά και την παρούσα.

Οπωσδήποτε οι πτυχές της βίας στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα και τα αμείλικτα διλήμματα που αντιμετωπίζει η νέα γενιά, δεν συγκαταλέγονται στις καλλιτεχνικές θεματικές που… προτιμά το Κρεμλίνο για την παρούσα συγκυρία- για να μην προσθέσω τον βλάσφημο και ανατρεπτικό τόνο του έργου. Επιπλέον, όμως, η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιεί και ειδικότερα οι βωμολοχίες που το 2002 είχαν σπάσει ένα ταμπού καλά εδραιωμένο από τη σοβιετική εποχή, τα τελευταία χρόνια απαγορεύτηκαν δια νόμου –και ροπάλου- στη νέοσυντηρητική Ρωσία για τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, το θέατρο.

Να πούμε εδώ ότι το Νέο Ρωσικό Δράμα χαρακτηρίζεται από ένα υπέρμετρα νατουραλιστικό ύφος, σχεδόν ντοκιμαντερίστικο, με κάποια κείμενα να βασίζονται σε ηχογραφημένες κουβέντες πραγματικών ανθρώπων που μεταφέρονται αυτολεξεί. Η ερμηνευτική προσέγγιση στο είδος αυτό περισσότερο σχολιάζει τη σχηματική πλοκή παρά υποδύεται τον χαρακτήρα. Κύριος στόχος είναι η αποτύπωση της ουσίας της ζωής, με τον γεννημένο στο Ιρκούτσκ της ανατολικής Σιβηρίας συγγραφέα να υπερθεματίζει, υποδεικνύοντας ότι το «Οξυγόνο» πρέπει να αφορά το «εδώ και τώρα».

Πάνω στο «εδώ και τώρα» δούλεψε ο καλά διαβασμένος και αποφασισμένος Χριστόδουλος Ανδρέου, που είχε ως καθοριστική συνεργάτιδα στο εγχείρημα την Αναστασία Δημητριάδου. Εκτός από την πρωταρχικής σημασίας στην όλη πρόταση μουσική σύνθεση, την οποία μάλιστα εκτελεί ζωντανά η ίδια παίζοντας και τραγουδώντας, η Δημητριάδου υπογράφει και τη λειτουργική μετάφραση του έργου από τα ρωσικά. Αξίωση του Βιριπάγιεφ είναι οι τονισμοί, η μουσικότητα κι οι λέξεις να ευθυγραμμίζουν το κείμενο μ’ αυτό το «εδώ και τώρα», χωρίς να προδίδεται το νόημα. Εκεί βρίσκεται το κλειδί κι είναι σημαντική και η συνεισφορά της Λένας Σιταρά στη νοηματοδότηση των λέξεων.  

Μπούσουλας, λοιπόν, στο χαοτικό σύμπαν του κειμένου είναι η μουσική, η οποία εν μέρει τακτοποιεί και ρυθμοποιεί την ασυγκράτητη ορμή λέξεων και σκέψεων που συχνά επαναλαμβάνονται. Με όχημα τις βιβλικές Δέκα Εντολές και μέσα από την αδιέξοδη και ενίοτε αναφλέξιμη σχέση ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού που έχουν το ίδιο όνομα, το έργο σχολιάζει συμβάντα και τραύματα με αέρα προφορικού τραγουδίσματος. Αναφέρεται και στο χάσμα που εντοπίζεται ανάμεσα σ’ ένα γεγονός και την αποτύπωσή του στην οθόνη. Αυτή είναι μια στρέβλωση που, σε συνδυασμό με την πνευματική ασφυξία, βιώνει έντονα η νέα γενιά.

Εν αρχή ην ο λόγος, η επικοινωνία, που αποτελεί και το οξυγόνο χωρίς το οποίο οι δύο χαρακτήρες θα σκάσουν. Η δύσπνοια είναι ο κανόνας στο μεγαλύτερο μέρος της δράσης, καθώς ο διάλογος συνήθως δεν γίνεται απευθείας αλλά μέσω παράλληλων εξομολογήσεων- αφηγήσεων.

Το ψυχολογικό βάθος στη δόμηση των χαρακτήρων δεν αποτελεί ζητούμενο κι οι δύο πρωταγωνιστές, Αντωνία Χαραλάμπους και Φοίβος Παπακώστας ανταποκρίνονται ιδανικά, με μια μειλίχια ερμηνευτική και κινησιολογική απλοχεριά. Η παράσταση αξιοποιεί στο έπακρο κάθε εκατοστό του –αγνώριστου- Θεάτρου Χώρα, από τον χώρο υποδοχής, το πατάρι που η Μικαέλλα Κάσινου μετέτρεψε σ’ ένα μπαρ τόσο πειστικό που νόμιζες ότι ήταν πάντοτε εκεί, τα μπαλκόνια, τη σκάλα, τα καθίσματα.

Ελεύθερα, 15.5.2022