«Τι μας κάνει λοιπόν να αναζητούμε τις ρίζες μας ως άνθρωποι; Η ανάγκη της άντλησης χυμών; Η ανάγκη να έρθουμε σε επαφή με τη μεγάλη μητέρα γη και να ενισχυθούμε από την ενέργειά της; Ή τι άλλο;…».

Οι πρωθύστερες απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα της Άννας Τενέζη αποτυπώνονται μέσα από την εισαγωγική παραλληλία του ανθρώπου με τα δέντρα στον πρόλογο του βιβλίου της «Επιστροφή στην πατρίδα». Ομότιτλο του αρχέγονου νόστου, που στοιχειώνει τον ασίγαστο καημό του ατελέσφορου πόθου με την τραγική συναίσθηση του ξεριζωμού και τον σπαραγμό της στέρησης στην αναπόληση της χαμένης πατρίδας.

Και όμως η συγγραφέας, χωρίς ποτέ να έχει συμβιβαστεί με τον παραλογισμό της απώλειας και την αδιανόητη ματαίωση της παλιννόστησης, δεν θα παύσει ν’ αναζητεί τις καταβολές τής πατρώας Μικρασιατικής γης και την ταυτότητα της δικής της πολιτισμικής κοιτίδας. Όταν το πλήρωμα του χρόνου κινήσει τις ευμενείς συγκυρίες στο σύμπαν των πολυετών απωθημένων επιθυμιών και της αναπόδραστης ισχυρής της βούλησης, θα επιχειρήσει με Τουρκοκύπριες φίλες το ταξίδι της επανόδου. Αλλά και με τα επιδέξια σύνεργα της θελκτικής χαρισματικής της γραφίδας θα συνυφάνει το νήμα της λεπτοφυούς περιγραφικής αφήγησης, της υποβλητικής εξεικόνισης παραστατικών οιονεί σκηνικών δρώμενων και της αισθαντικής σχολιαστικής αμεσότητας.

Η ζωντανή ταξιδιογραφία της Τενέζη παραπέμπει σε Καζαντζακικά πρότυπα, καθότι η αναδιήγηση των περιηγητικών της εντυπώσεων συνοδεύεται από συγκροτημένες σκέψεις και συγκινησιακά αισθήματα, συνειρμούς καίριων προβληματισμών και ιστορικών αναφορών, καθώς επίσης και διαφωτιστικών παραθεμάτων από το βιβλίο για την Κιουτάχεια του Σάββα Εφραιμίδη. Καθιστώντας μας έτσι κοινωνούς-συνοδοιπόρους μιας τελετουργικής μέθεξης ζούμε μαζί της το θαύμα της «Επιστροφής» στην αγαπημένη πατρίδα των αξέχαστων νοσταλγικών εποχών και των βιωματικών πατρικών εξιστορήσεων. 

Ένα οδοιπορικό-τάμα διακοσίων σελίδων, διανθισμένων με ζωηρά φωτογραφικά στιγμιότυπα κάτω από τον αδηφάγο καλλιτεχνικό της φακό, που απαθανατίζουν μνήμες αλλοτινών ημερών, ιστορικά μνημεία και βουβές χριστιανικές εκκλησίες, που λιτανεύουν τις ζωντανές ψυχές των ανθρώπων στην πάλαι ποτέ ελληνική συνοικία των κατοικημένων σπιτιών από τους μετέπειτα ενοίκους τους, όπως και των επιβλητικών διώροφων αρχοντικών της διακριτής αρχιτεκτονικής εντοπιότητας, αφημένων στον μαρασμό της εγκατάλειψης και στη έλεος της φθοράς. Τα ερείπια όμως των μισογκρεμισμένων σπιτιών μαρτυρούν τη συντριβή και την οδύνη των ξεριζωμένων Μικρασιατών προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μια περιδιάβαση ακόμη σε δύο εκ διαδοχής αλληλοσυμπληρούμενες εκδρομικές επισκέψεις, το 2011 και 2012, στους δρόμους και τα γραφικά σοκάκια της σημερινής αξιόλογης πόλης, σε μουσουλμανικά τεμένη, εμβληματικά αξιοθέατα και υποστατικά σύγχρονων εγκαταστάσεων, σε βουνίσιους πευκώνες και πάρκα, μουσειακούς χώρους αρχαιολογικών εκθεμάτων και παραδοσιακών έργων τέχνης, καθώς και σε εργαστήρια κεραμικής χειροτεχνίας, δείγμα των οποίων με τους περίτεχνους ζωγραφικούς του συμβολισμούς φιλοτεχνεί το εξώφυλλο του βιβλίου.

Μεταβατικός σταθμός της πρώτης διαδρομής η Κωνσταντινούπολη με τις φυσικές ομορφιές της ανάμεσα στη θάλασσα του Μαρμαρά. Διασχίζοντάς την θα φτάσουν στην Προύσα, για να συνεχίσουν περνώντας χωριά και εναλλασσόμενα τοπία της ενδοχώρας μέχρι την άφιξη στην Κιουτάχεια με τα περίφημα κεραμικά να τους υποδέχονται στις καταστόλιστες προσόψεις  κτηρίων και προθήκες καταστημάτων. Αποκάλυψη το Βυζαντινό Κάστρο με τους συνεχόμενους πύργους του να λούζονται στα ιριδίζοντα χρώματα του δειλινού.

Τα βήματα στο Οζούν Γιολού, τον Μακρύδρομο, οδηγούν στη γειτονιά των Ελλήνων, που προκαλεί στη συγγραφέα πανομοιότυπα αισθήματα όταν στην Κύπρο μεταβαίνει στα Κατεχόμενα: «Γιατί αυτό που σε τραβά είναι ισχυρότερο από αυτό που σε πονάει.»

Ο πεζόδρομος του «Σεβγκί γιολού» (οδός της Αγάπης) με καταστήματα, παγκάκια και χώρους αναψυχής εκβάλλει στο ιστορικό κέντρο της πόλης, όπου τους προϋπαντά το ορειχάλκινο άγαλμα του λαϊκού τροβαδούρου της Κιουτάχειας, θυμίζοντας στη συγγραφέα τον περίπου συνομήλικο πατέρα της, τον οργανοπαίκτη και λαϊκό ποιητή της Ξάνθης, Σπύρο Τζεννετζή, το ποίημα του οποίου, «Ωραιότατη πατρίδα μας Κιουτάχεια», επιστεγάζει το βιβλίο.

Ωστόσο, το μεγάλο βάζο είναι το κατατεθέν σήμα της πόλης, που το περιβρέχουν τα νερά ενός πίδακα, ενώ παραδίπλα δεσπόζει μια από τις πολλές βρύσες σε οξυκόρυφο σχήμα. Το ψηλό ρολόι μοιάζει με εκείνο της ιδιαίτερής της πατρίδας, της Ξάνθης. Μεγαλοπρεπές το Ουλού τζαμί, το Μέγα Τέμενος με τους δώδεκα τρούλους, το αέτωμα με τους κίονες, αλλά και τον οφθαλμό, που «τα πάνθ’ ορά», και τον παραποιημένο σταυρό, κτισμένο από Έλληνα αρχιτέκτονα.

Έξω από το τζαμί των Σούφηδων ο λευκοντυμένος αέναα περιστρεφόμενος δερβίσης. Τα ευρήματα του πετρόκτιστου Αρχαιολογικού Μουσείου προέρχονται από έναν τύμβο, παρόμοιο με εκείνο της Βεργίνας. Διερωτάται αν πρόκειται για την αρχαία πόλη Αιζανοί, όπου τη ρωμαϊκή περίοδο λειτούργησε το πρώτο χρηματιστήριο του κόσμου. Απορίες για την ιστορία της οικοδόμησής του, εφόσον εξωτερικά δεν διαφέρει από το λουτρό του Ταμερλάνου,  προκαλεί και το Μουσείο Κεραμικών με τη μονολιθική μαρμάρινη γούρνα, τον πλούτο των πολύχρωμων και ποικιλόσχημων εκθεμάτων του. Σε ένα άλλο μουσείο, που στεγάζεται στα «αρχοντικά των Γκερμιάν», τα θησαυρίσματα συνιστούν αντίγραφα παλαιών κεντημάτων.

Μερικά από τα τζαμιά και τα μουσεία η συγγραφέας θα ξαναεπισκεφθεί στη δεύτερη εκδρομή της στην Κιουτάχεια, συναντώντας τους Κιουταχειώτες εκδρομείς-προσκυνητές από την Ελλάδα, που είχαν έλθει να τελέσουν τρισάγιο στη μνήμη των εκεί θαμμένων προγόνων. Κατανυκτική η περιγραφή της θείας λειτουργίας στο ξενοδοχείο και το κήρυγμα του τότε Μητροπολίτη Προύσης και Κοτυαίου και νυν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου. Εξίσου ενδιαφέρουσες και εδώ οι αναφορές, που καταξιώνουν την «Επιστροφή στην πατρίδα», όπως τη βίωσε η Άννα Τενέζη και τη μοιράζεται με τους αναγνώστες της.