Με αφορμή το πρόσφατο φεστιβάλ Cyprus Film Days, ο σκηνοθέτης Λογγίνος Παναγή γράφει για τον κυπρακό κινηματογράφο.

Στο σινεμά και στις τέχνες γενικότερα, είναι η πολυμορφία και η πολυφωνία που φτιάχνουν μουσική. Η μία και μόνη φωνή, που την ακολουθούν και την μιμούνται άπαντες εν χορώ, δεν συνεισφέρει ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της τέχνης και κατ’ επέκτασιν, του εκάστοτε πολιτισμού. Υπάρχουν βέβαια στιγμές στην ιστορία, που ένα συγκεκριμένο αισθητικό ύφος καταφέρνει να αποκρυσταλλώσει τις αγωνίες και τα οράματα, όχι μόνο του δημιουργού, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας.

Για παράδειγμα, κάπως έτσι γεννήθηκε ο ιταλικός νεορεαλισμός στις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλες φορές, γεννιέται ένα νέο στιλ βοηθώντας το μέσο να επεκτείνει τα όριά του και να διερευνήσει νέους ορίζοντες. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν το γαλλικό νέο κύμα και το δανέζικο Dogma95. Η δεύτερη περίπτωση υπήρξε πιο βραχύβια, αφού περιορίστηκε σε μερικούς δημιουργούς της σκανδιναβικής χώρας, με πιο έντονη περίπτωση τον Λαρς Φον Τρίερ.  Ένας λόγος είναι ότι οι κανόνες του «Δόγματος», ενώ στην αρχή απελευθέρωσαν τους δημιουργούς, στην πορεία τους καθήλωσαν, καθώς αποδείχθηκαν εξαιρετικά δεσμευτικοί. 

Όταν οι «νέες φωνές» γεννιούνται στην τέχνη τυγχάνουν μιας διττής μοίρας: είτε εντυπωσιάζουν με την καινοτομία τους, είτε ξενίζουν και ενοχλούν, «ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά». Οδηγούνται έτσι, ή στην αποθέωση των βραβείων, ή στην απόρριψη και το περιθώριο. Άλλες τέχνες διαθέτουν μεγαλύτερες αντοχές: ένας πίνακας ή ένα μυθιστόρημα μπορεί να ανακαλυφθεί μετά από δεκαετίες και να ζήσει πολλά χρόνια καταξίωσης.

Αντίθετα οι ταινίες, με τα τεράστια κονδύλια που απαιτούνται για τη δημιουργία τους, είναι «καταδικασμένες» στην άμεση επιτυχία, εμπορική ή καλλιτεχνική. Όπως λένε, «η αποτυχία είναι ορφανή, ενώ η επιτυχία έχει πολλούς πατεράδες». Συνεπώς οι ταινίες που καταφέρνουν να ανέβουν στην κορυφή αποκτούν σύντομα πολλούς μιμητές. Ως αποτέλεσμα, έχουμε συχνά την εντύπωση πως παρακολουθούμε «παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα».

Για παράδειγμα, η σπουδαία ποιητική του Θόδωρου Αγγελόπουλου, γέννησε μια σειρά από ανάλογα γκρίζες και «σκεπτόμενες» ταινίες. Μπορεί να πει κανείς ότι και το «ελληνικό παράξενο κύμα», το λεγόμενο «greek weird wave», βρίσκεται ακόμα στη σκιά του Γιώργου Λάνθιμου.​

​Όπως έδειξε και το πρόσφατο Cyprus Film Days, o κυπριακός κινηματογράφος, παρά τις σημαντικές επιτυχίες του, δεν δημιούργησε ένα ανάλογο «κύμα», ούτε κάποιο πρότυπο σε αναζήτηση μίμων και ακόλουθων.  Οι τέσσερις κυπριακές ταινίες που παρουσιάστηκαν αντιπροσωπεύουν τέσσερις διαφορετικές κινηματογραφικές φωνές, η καθεμιά με το δικό της ενδιαφέρον.

Η Γιάννα Αμερικάνου στο πολυβραβευμένο «.dog», μας παρουσίασε μια επώδυνη, αλλά λυτρωτική ιστορία ενηλικίωσης με έναν ανθρωποκεντρικό και ενίοτε σκληρό ρεαλισμό. Η «Κοιλάδα των Ρόδων» του Χριστόφορου Ροδίτη, μας ταξίδεψε σε ένα επίσης επώδυνο road-trip δύο ερωτευμένων παρανόμων διατηρώντας μια ιδιαίτερη, ρομαντική αφαίρεση. Το «Patchwork» του Πέτρου Χαραλάμπους είναι ένα προσωποκεντρικό κινηματογραφικό ψυχογράφημα της απελπισμένης κεντρικής του ηρωίδας. Τέλος, ο ρεαλισμός του Στέλιου Καμμίτση στο «The Man with the Answers» διαπνέεται από ελαφρότητα και ανεπιτήδευτη κατάφαση του γκέι έρωτα σε ένα φωτογενές περιβάλλον. Εν ολίγοις, ο κάθε δημιουργός κατάθεσε την προσωπική του γραφή, μακριά από αντιγραφές και μιμητισμούς. ​

​Και οι τέσσερις δημιουργοί ανήκουν -εν πολλοίς- στη νέα γενιά Κύπριων σκηνοθετών η οποία χαρακτηρίζεται από πολυμορφία. Αυτή η διαφορετικότητα, που χαρακτηρίζει τις δημιουργίες τους, εκφράζεται ακόμα και στις ταινίες μικρού μήκους που προηγήθηκαν. Η κινηματογραφική γραφή τους είναι πιο ρευστή σε σχέση με παλαιότερους δημιουργούς. Έτσι, ο θεατής  βρίσκεται αντιμέτωπος με το απρόβλεπτο και το αμφίσημο, αντί να περιορίζεται στην ασφάλεια του δεδομένου.

Κατά κάποιο τρόπο, είναι πιο ενδιαφέρον να δεις μια κυπριακή ταινία παρά μία ελάσσονα περίπτωση που ανήκει στο ελληνικό παράξενο κύμα. Χωρίς «δόγματα» και στεγανά που επιβάλλουν τα όποια κύματα, ο κάθε δημιουργός καταθέτει την αλήθεια του. Ίσως λοιπόν να αδικούμε το κυπριακό σινεμά, με την ρηχή κριτική προσέγγιση και με την αδιαφορία μας. Είναι, αν μη τι άλλο, ένα σινεμά που δεν φοβάται να «μείνει αδικαίωτο κι αχειροκρότητο σ’ αυτή τη μακρυνή γωνιά», όπως είπε ο Κώστας Μόντης.

Ίσως τελικά η ειλικρίνεια της καλλιτεχνικής κατάθεσης να είναι πιο σημαντική από την πρόσκαιρη επιτυχία. 

Ελεύθερα, 15.5.2022.