Καλές φωνές υπάρχουν χιλιάδες. Λίγες, ελάχιστες, θα ξεπεράσουν το πρώτο σκαλοπάτι της επιτυχίας. Κι υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό.

Κάποτε ένας πολύ γνωστός τραγουδιστής (ευγενής μέσα στο δικαιολογημένο, λόγω ηλικίας, ναρκισσισμό του) που μόλις είχε έρθει στην Αθήνα για να ξεκινήσει την καριέρα του δαφνοστεφανωμένος και με ροπή στην κακομαθησιά των «ζήτω» και της «φωνάρας» του χωριού του, με είχε ρωτήσει -με ειλικρινή απορία και κομπιάζοντας- αν πίστευα στο ταλέντο του κι αν, βαθιά, μέσα μου, είχα τη διαίσθηση πως «θα κάνει καριέρα». «Το παιχνίδι παίζεται στο τέλος» του είχα πει, άγουρος κι εγώ ακόμη από τις προθέσεις της τύχης που δεν ορίζεται λογικά. «Γιατί “παίζεται”; Δε βλέπεις πόση επιτυχία έχω;», συνέχισε εκείνος, άμαθος στην αντίθετη κριτική όσων δεν τον αντιμετώπιζαν ως την “κότα που κάνει τα χρυσά αβγά” μαθαίνοντας τον όμως να ζει ως αλλότριο σώμα, μιμούμενος την πεπατημένη, σε ένα μέλλον που σίγουρα δεν πολυσκέφτηκε στα σοβαρά, στα 20 του χρόνια, να ακολουθήσει – πλάνο στιβαρό κανένα. Ήμουν σίγουρος πως θα τον έχανα, πως δεν θα ξανάμπαινα στο μικρό του ισόγειο δυαράκι που τώρα έγινε βίλα στα Νότια προάστια της Αθήνας, μα δεν θα μπορούσα να τον κολακεύσω – άλλοι το έκαναν καλύτερα. Όπως το κάνουν π.χ. κι οι περισσότεροι κριτές στα τηλεοπτικά shows που λέγονται «talents» με ταλέντα (πραγματικά ταλέντα) που την επαύριο δεν θα θυμάται κανείς. «Γιατί το ταλέντο δεν αρκεί. Ή μάλλον είναι ίσως το λιγότερο χρήσιμο. Κι επειδή, ως σταρ από μικρός, στην οικογένεια και στην κοινωνία που δεν σου χάλασε χατίρια, στερήθηκες φιλίες, ανθρώπους και ειλικρινείς εξομολογήσεις, μόλις αυτά σου δοθούν εν είδει “αυλής” θα δεις πως θα σε καταστρέψουν. Όσο μυαλό και να ‘χεις, όσο θωρακισμένος κι αν νομίζεις πως είσαι. Τα μεγαλύτερά μας απωθημένα, οι ανασφάλειές μας, φέρουν πάντοτε τη σφραγίδα του τέλους μας». Περίπου είπα αυτά.  

Θυμήθηκα αυτή την παλιά ιστορία την προηγούμενη Πέμπτη όταν τυχαία συναντηθήκαμε σε μια θεατρική πρεμιέρα, βλέποντας τον να ποζάρει στα φωτογραφικά φλας, αμήχανα (η φυσική του ντροπή δεν άλλαξε ποτέ) αν και με τη βεβαιότητα στα μάτια του πως όλα άλλαξαν στη ζωή του γεμίζοντάς τον λακκούβες και κούραση. Καθίσαμε για καφέ. Κι η κουβέντα πήγε στα παλιά. «Τι χάλασε;», με ρώτησε. «Ευτυχώς, κατάφερες να βγάλεις πολλά λεφτά. Τι ανάγκη έχεις πια τις καριέρες;», είπα. Δεν μάσησε. «Με τρώει που δεν αναγεννιόμουν σαν το Νταλάρα -αυτόν που μου είχες φέρει τότε ως παράδειγμα- που κατάφερνε κάθε φορά να εκπλήσσει το κοινό, να γίνεται “καινούργιος”, να προτείνει πράγματα και να γίνεται άλλο σώμα, άλλη φωνή, άλλη μουσική, στη θέση του παλιού ανακυκλώνοντάς το αλλά παραμένοντας ο ίδιος στην επικαιρότητά του που έπαψε να είναι ματαιόδοξη κομπιάζοντας χαζά». Δεν είχα πρόθεση να τον πληγώσω. Του μίλησα όσο πιο γλυκά και τρυφερά μπορούσα μαθαίνοντας πια -in the hard way- πως οι καλλιτέχνες είναι τόσο ευαίσθητα όντα όσο τα σκληρά λόγια μοιάζουν με καρφίτσα που πέφτει στο κουκούλι μεταξοσκώληκα ανοίγοντάς του ανεπανόρθωτη τρύπα: «Γιατί ο Νταλάρας, κι ο κάθε Νταλάρας που άντεξε στο χρόνο και θριάμβευσε ανασηκώνοντας 50 χρόνια στην κορυφή με εμφανείς επιτυχίες και σκεπασμένες καλά αποτυχίες -τόσο αριστοτεχνικά που να μην τις διαισθάνεται-, είχε πάντοτε κοντά του την Άννα. Δεν υπήρξε ποτέ ξερόλας, ποτέ ξεροκέφαλος μαζί της, ποτέ επιπόλαιος. Ήξερε να ακούει. Αυτό έκανε πάντα κι η Μενεγάκη (από άλλο «μετερίζι») – η ίδια μου το ‘πε. Ή και η Ρία Κούρτη, που συνάντησα προχθές, αυτή η θεσπέσια λαϊκή φωνή με τα 1400 δισκογραφημένα τραγούδια που, από τότε που ξεκίνησε να τραγουδάει, το 1958, μέχρι και σήμερα, στα 89 της πια χρόνια, έχει στο πλευρό της τον Λάκη, τον άντρα της, που την παρακινούσε αλλά και την απέτρεπε από το να “συναντηθεί” με τον κακό της εαυτό – αυτή θα μείνει στην ιστορία της δισκογραφίας αλλά εκείνος ήταν η ασπίδα, η απόλυτη προστασία και η “βιβλιοθήκη” της καριέρας της (στο σπίτι τους, στην Κηφισιά, εκείνος θυμόταν με λεπτομέρεια στιγμές από την καριέρα της όσο αυτή αναρωτιόταν αν έκανε αυτό ή το άλλο) – φυσικά την λάτρευε και ακόμα την κοιτάει στα μάτια. Το περιβάλλον λοιπόν, που λέγαμε και πριν από 15 χρόνια, ήταν ταυτόχρονα η χαρά αλλά και τα μεγάλα βαρίδια σου, η παρηγοριά σου αλλά και τα βατράχια που κόαζαν στις στήλες του θρόνου σου που αποδείχθηκε προσωρινός».

Αποχαιρετιστήκαμε πικρά. Του είπα πως ίσως τώρα, στην ανατροπή, στο σοκ, στην καταμέτρηση των λαθών, ίσως ευνοηθεί από την έμπνευση και την ψυχική του διαθεσιμότητα. Ήταν κάτι σαν ελπίδα. Γιατί το ταλέντο ποτέ δεν αρκεί – είναι μόνο το 10% ενός ταλέντου. το υπόλοιπο επαφίεται μονάχα στην διαχείρισή του και στο μυαλό του καλλιτέχνη (αν έχει). «Είναι η Madonna φωνητικό ταλέντο;», του είπα γελώντας. Λίγο πριν χαθεί οριστικά η γεύση των πραγμάτων θα μπορούσε, αν έπαιρνε για πρώτη φορά τον εαυτό του στα σοβαρά, να ξαναρίξει λίγο δυόσμο στο χώμα.

Ελεύθερα, 26.6.2022.