Γη, δρόμοι, πρόσωπα, άνθρωποι. Στην άλλη γη, στα άλλα «σύνορα» και σύνορα, οι «απέναντι» και οι -κυριολεκτικά- απέναντι.

Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας έχει κυκλοφορήσει δύο από τα καλύτερα βιβλία, με λεπτομέρεια και μελέτη σε βάθος, αναφοράς στους «απέναντι» – έρευνα σε ό,τι πιο οικείο, αλλότερο, βαθύ και συγκινησιακό στην ουσία του (συνδυασμένο και με την μνήμη των αφηγήσεων του πεζοδρομίου, την εξιδανικευμένη και «ιδανική», μα όχι πραγματική), σαν το ψιλόβροχο που μπαίνει αργά αργά στις εσοχές μιας παλιάς λαμαρίνας: «Κωνσταντινούπολη-η πόλη των απόντων» και «Μικρά Ασία-το παλίμψηστο της μνήμης» (εκδόσεις Πατάκης). Τα Θεοδοσιανά τείχη, το Eminonu, η Περαία -ή, στην ευρύτερα γνωστή του έκφραση «Πέραν» και «Νέα πόλη των Οθωμανών»-, οι Βλαχέρνες, η Παμμακάριστος και η «Μικρή Τεχεράνη», οι λησμονημένοι Ευρωπαίοι κοσμοπολίτες του Λεβάντε, ο οικουμενισμός, απαρίθμηση σε ονόματα, σχήματα και έρωτες (σπασμοί που μετακινούσαν άντρες και γυναίκες στα έγκατα της ιστορίας εν αγνοία τους, αντίδοτα στον χαμό), αναπαριστούν πολίτες και μέρη που αποκολλήθηκαν, εδώ και χρόνια πια, από το «πάλι με χρόνια με καιρούς…» – άρα αυθεντικό και τίμιο. 

Κατανοώ απολύτως τη γοητεία των αλλόθρησκων γειτόνων σε κάποιο κομμάτι (κομμάτι και δικό μας, παρόμοια εθνικό) που γοητεύεται ακόμη από δεσμούς που έγιναν πάθη, πάθη αγάπης και μίσους, μίσους που λαξεύεται ακόμη σε πέτρες για να πεταχτεί στις θάλασσές μας – θάλασσες ίδιες. Μια μοιραία χώρα που, όσο κι αν θα ‘θελες ενίοτε να μην είχε υπάρξει ποτέ -στην σχιζοφρένεια των εγκαινίων φαραωνικών έργων που συνεχίζονται από τον Ερντογάν (ενόψει και εκλογών), και παρά την πτώχευση της χώρας, που προσπαθεί να «σκεπάσει» δολοφονίες και έγκλειστους, δέσμιους της δημοκρατίας μέσα σε απομακρυσμένες φυλακές υψίστης ασφαλείας, την υποτίμηση της τουρκικής λίρας και την «περίθαλψη» κατατρεγμένων Ρώσων με κλεμμένα λεφτά-, τα ίχνη θα μεταφέρουν πάντοτε ομοιότητες αδιάψευστες, γλυκόξινες, ολόπικρες, μα και διαπιστωμένες – σαν απελπισμένα αγκαλιάσματα σε ένα «τέλος» που δεν θα συμβεί ποτέ, παρά τα όσα υπομείναμε, «στον τράχηλο» και «στον ζυγό», σε χαΐρια που ποτέ κανείς δεν πρόκειται να κουμαντάρει. «Σε ολόκληρη την Πόλη δύο είναι τα σημεία των καιρών: Το πλήθος από ισλαμικές μαντίλες και οι γερανοί. Παντού χτίζονται τζαμιά και εμπορικά κέντρα, τα δύο είδη οικοδομών που έχουν ταυτιστεί με τα χρόνια μονοκρατορίας του Ταγίπ  Έρντογαν», γράφει ο Μασσαβέτας. «Η πόλωση είναι η ίδια που ήξερες, απλώς φαίνεται λιγότερο», λέει ο Ιλτέρ, φοιτητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Μποάζιτσι (Boğaziçi). «Οι αντιφρονούντες έχουν πια κουραστεί ή παραιτηθεί. Πολλοί αντιστέκονται, αλλά όχι τόσο υψηλόφωνα. Αντιστέκονται με μικρές πράξεις της καθημερινότητας», καταγράφει ο βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας συγγραφέας. 

Τα δικά μου ταξίδια στην Τουρκία, σε κάτι μικρά χωριουδάκια και επαρχίες με ονόματα που δεν είχα ξανακούσει -συνήθως πλάι σε νέες πόλεις με mall και γιούχα-, ύστερα από δυο τρεις κουβέντες σε σπαστά αγγλικά και google translate, αν η ανοιχτοσύνη είναι τόσο ειλικρινής όσο και το μέγεθος ορισμένων που εμπνέονται ακόμα από την παγκοσμιότητα πνεύματος πεθαμένων πολιτικών του 20ου αιώνα, σε κάνει να αναρωτηθείς, στο όνομα της λαϊκότητας των ανθρώπων, ανθρώπων φτωχών, φιλήσυχων και φιλειρηνικών συνήθως, με ποιου την αδικία και το μέρος της ιστορίας να πρωτοσυγκλονιστείς, ποιος είναι τελικά ο σαλταρισμένος, ποιος ο πολυμήχανος και ποιος ο πιο αμάσητος στα παχιά λόγια. Εκεί που κάθεσαι, στο δροσερό από το αεράκι του παγκάκι, πόσα βήματα κουλτούρας να ‘ναι κοινά, στο δρόμο για τη Σαμψούντα;

Το αγόρι στη φωτογραφία είναι 25 χρόνων – από τους γνωστότερους πεχλιβάνηδες στην Κωνσταντινούπολη, πρωταθλητής στην πάλη με λάδι, που σε πλησιάζει χωρίς κανένα «βάρος» στις πλάτες -εσένα, τον «Kibrisli»- έπειτα από τα διαβολικά σφιχταγκαλιάσματα αποθέωσής του στο άκοπο χορτάρι του αγώνα, απότοκο αθλητικής σαγήνης. Ο Τούρκος παλαιστής -ο κάθε νεαρός Τούρκος παλαιστής που φωτογράφισα- δεν ξέρει την πορφύρα. Δεν ξέρει τους κίονες. Δεν ξέρει την «Ιωνία». Αυτό το ατέρμονο πάρε δώσε μίσους και λατρείας -αιώνες τώρα-, με το απιθωμένο μέλι στο ακονισμένο μαχαίρι που περνάει πάντα απ’ τη γλώσσα ξυστά, δεν το ξέρει. Ούτε τον Γαλατά του 1920 μπορεί να φέρει στο μυαλό του καθώς ανεβάζει στο Instagram του γιούρια για την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στο κράτος του, σημαίες και ταμπούρλα – Ρωμανία, Ταρλάμπασι και Ταταύλα μπορεί να του φαντάζουν ρομάντζα απειροελάχιστης λογοτεχνικής αξίας στον δικό του Βόσπορο -κάτι μακρινό, κάτι που κάπως, κάτι άκουσε στο σχολείο του, παραποιημένο ίσως-, παιδί του 1997, μεγαλωμένο σε παράγκες στην Ασιατική πλευρά, που δεν είδε μπροστά του πολυβόλα, βιασμούς, δολοφονίες και «αμάχους» – παιδί αθώο. 

Θα υπάρξει συνέχεια σ’ αυτό το άσπονδο πάθος – το καταστροφικό, βίαιο, ποτέ τετελεσμένο, πολλές φορές αρπακτικό και εφιαλτικό ως τη μέγγενη. Είναι μια διαβολική σύμπτωση γεωγραφικών συνόρων -όμοιά της πουθενά αλλού- δύο λαών που -αν και με εξαιρέσεις και τίμιες προθέσεις- στο βάθος τους θα αγαπιούνται πάντα χωρίς όριο, χωρίς ψυχραιμία και λογική, ανεξέλεγκτα και γλυκά, σε διαλείμματα ή σε κομμάτια ετών ιδανικά, για να μισιούνται βαθιά ως αιώνιοι εχθροί -ξανά- αμέσως μετά. Στο πιο πολύ απ’ το «πολύ» τους που προηγήθηκε.  

Φωτο: Γιάννης Χατζηγεωργίου (Κούρντερε, Αύγουστος 2018)

Ελεύθερα, 13.11.2022.

[email protected]