Για τη μουσικοθεατρική παράσταση με τον «Τεμπέλη Δράκο» του Γιώργου Χατζηπιερή σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου.

Επειδή τα τραγούδια «γεννιούνται» όταν τα πρωτακούμε, η δική μου σχέση με τον «Τεμπέλη Δράκο» ξεκίνησε το 2009, όταν έπεσε στα χέρια μου το ολοκαίνουριο δεύτερο δισκάκι, η «Επιστροφή του Τεμπέλη Δράκου». Καλά, σίγουρα κάπου θα είχε φτάσει προηγουμένως στ’ αυτί μου και το «Σκουλουκούιν», αλλά ιδέα δεν είχα εκείνη την καταιγιστική περίοδο της ζωής μου για το τι, το πώς, το γιατί και κυρίως το ποιος.

Ακούγοντας λοιπόν για πρώτη φορά τον «Ασπροδόντη καρχαρία» τον «Κόκορα», τον «Παγωτατζή», τον «Καράολο», την «Ντομάτα καμικάζι», το «Δέντρο», τους «Δυο φίλους» που γίνανε θαλασσοπόροι μέσα σε μια μικρή λιμνούλα που τους χωρούσε με το ζόρι κι όλα τα υπόλοιπα απίθανα μουσικά παραμύθια, άνοιγε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μου. Η απορία μου για το πώς αυτός ο Κύπριος, που δεν είναι καν επαγγελματίας μουσικός, κατάφερε να πείσει όλους αυτούς τους καταξιωμένους ερμηνευτές να συμμετάσχουν σ’ έναν δίσκο με παιδικά τραγούδια λύθηκε σχεδόν αμέσως μόλις τέθηκε.

Σύντομα, αναζήτησα και απέκτησα και το πρώτο μουσικό σετάκι ιστοριών (2005) και τα τραγούδια αυτά, μαζί με μερικά ακυκλοφόρητα που έγραψε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης για την παιδική παράσταση του ΘΟΚ «Το δώρο της Παπλωματούς», έγιναν τα πιο πολυπαιγμένα στο αυτοκίνητο κατά τη μακρά καθημερινή οδική διαδρομή με τον γιο μου για το σχολείο του, από τα Λύμπια προς τον Στρόβολο και μετά προς τη Λακατάμια. Αρχικά, έλεγα στον εαυτό μου ότι αυτό συμβαίνει επειδή είναι από τις σπάνιες φορές που βρέθηκε κάποιος να μιλήσει στα παιδιά υπεύθυνα και ταυτόχρονα παραμυθένια, ποιητικά και απλά, με χιούμορ αλλά και ευαισθησία, χωρίς να υποτιμά τη νοημοσύνη τους, αλλά ούτε και να αγνοεί τη φυσική τους αθωότητα, ερεθίζοντας τη φαντασία τους αλλά και μιλώντας τους με οξυδέρκεια για δύσκολα θέματα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό.

Αν δεχτούμε το αξίωμα ότι ο άνθρωπος γεννιέται σοφός και στην πορεία της ζωής… απομαθαίνει, το μεγάλο στοίχημα για τον Γιώργο Χατζηπιερή δεν ήταν να κερδίσει το άδολο, δεκτικό και διορατικότατο παιδικό κοινό, αλλά το ενήλικο. Κι έτσι, όταν μια μέρα συνέλαβα τον εαυτό μου ν’ ακούω και να τραγουδώ φωναχτά, χωρίς τον τακτικό μου «συνεπιβάτη» στο αυτοκίνητο, κατάλαβα. Συνειδητοποίησα ότι η επιτυχία των τραγουδιών αυτών έγκειται στο γεγονός ότι δεν προορίζονται για τα παιδιά, αλλά για τους γονείς. Απευθύνονται στην αδολίευτη, απάτητη από τη φθορά της ενηλικίωσης, πτυχή του καθενός. Την παροπλισμένη μας παιδικότητα. Απλώς τα παιδιά έχουν επιπλέον την ικανότητα να διαισθάνονται τους παράγοντες που συσφίγγουν το δέσιμο με τους γονείς τους. Κάτι γνήσιο και ποιοτικό, λοιπόν, προϊόν μιας πορείας αυτογνωσίας του δημιουργού τους και διαποτισμένο από την αλήθεια του, είναι «καταδικασμένο» στην επιτυχία και τη μακροημέρευση.

Με τον 15χρονο πλέον γιο μου έχουμε αλλάξει συν καιρώ το ρεπερτόριο στην αυτοκινητική μας συνύπαρξη. Έφηβος πια, ανατέλλων μουσικός κι ο ίδιος, «ψάχνεται» και δοκιμάζει τα γούστα του σε ποικίλα μονοπάτια. Έτσι, κάποια στιγμή σχεδόν καταχώνιασε στ’ αμπάρια της αμέστωτης μνήμης του τον «Τεμπέλη Δράκο» και την παρέα του. Όταν όμως τον ενημέρωσα ότι για πρώτη φορά μετά από 18 χρόνια βγαίνει από τη «σκοτεινή σπηλιά» και ανεβαίνει στη σκηνή μαζί μ’ αυτόν που τον κατασκεύασε, δεν το σκέφτηκε λεπτό. Κάποιο καμπανάκι χτύπησε μέσα του. Και διόλου δεν πτοήθηκε όταν φτάσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας και διαπίστωσε ότι ήταν κατάμεστο και πολύβουο από τις επόμενες γενιές τεμπελοδρακόφιλων- παιδιών και γονέων. Είχε προηγηθεί το πιο γρήγορο ίσως sold out στην ιστορία της SoldOut Tickets, που έκανε ακόμη κι εμάς που η δουλειά μας είναι να προβάλλουμε αυτές τις παραστάσεις να νιώθουμε αχρείαστοι. Αυτό είναι ενδεικτικό της τεράστιας και κλιμακούμενης δημοφιλίας που απολαμβάνουν μέχρι σήμερα αυτές οι μουσικές ιστορίες.

Η πρόταση ξεκίνησε με τον Γιώργο Χατζηπιερή να υποδέχεται ο ίδιος το κοινό μπροστά από την κλειστή αυλαία με μια παραλλαγή των στίχων του τραγουδιού του «Τεμπέλη Δράκου». Το παμπληθές πολυθέαμα που σκαρφίστηκε με την απύθμενη δημιουργική φαντασία του ο Κωνσταντίνος Ρήγος περιλάμβανε μια επιλογή από 20 περίπου τραγούδια κι από τους τέσσερις δίσκους, δηλαδή επιπλέον κι από τα «Ταξίδια» (2017) και τα «Όνειρα του Τεμπέλη Δράκου» (2021). Θα μπορούσε άνετα να είναι κάποια άλλα.  

 Δεν ξέρω με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των τεσσάρων κύριων ερμηνευτών, αλλά αναντίρρητα λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι η φωνή τους ταίριαζε με όσο περισσότερα από τα τραγούδια γίνεται. Προφανώς δεν μπορούσαν να παραστούν και οι 25 περίπου που συμμετείχαν σε όλους τους δίσκους. Συγκεκριμένα, δύο από αυτούς, ο Δώρος Δημοσθένους και η Σοφία Παπάζογλου, είχαν ερμηνεύσει στο παρελθόν τραγούδια, ενώ ο Γιάννης Διονυσίου και η Ρένα Μόρφη έκαναν το ντεμπούτο τους. Οι τέσσερίς τους λειτούργησαν πράγματι ως πολυεργαλεία στην εξίσωση που περιλάμβανε επίσης εννιά μουσικούς, δύο χορευτές και τους συνολικά 65 λιλιπούτειους χορωδούς, αγόρια και κορίτσια, από τους Μουσικούς Ορίζοντες της Ανθής Παπαφιλίππου και την Παιδική Χορωδία του Δήμου Λευκωσίας.

Πολλοί ίσως να περίμεναν ένα παρδαλό και φαντασμαγορικό θέαμα, αλλά ο πολύπειρος και πολυμήχανος Ρήγος τους εξέπληξε επιμένοντας στις αποχρώσεις του άσπρου για όλους τους συμμετέχοντες. Σε συνεργασία με την Αλέγια Παπαγεωργίου κατάφερε να «πυροδοτήσει» όλα τα φανταχτερά πυροτεχνήματα μέσα στη φαντασία των θεατών, την οποία άλλωστε κανένας σκηνογράφος και ενδυματολόγος στον κόσμο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί. Με εξαίρεση, λοιπόν, τα γνωστά πολύχρωμα φιλμάκια κινουμένων σχεδίων με τις εκατομμύρια προβολές στο YouTube και… τα κόκκινα μαλλιά της πιανίστριας, επαφίετο στον θεατή να βουτήξει το «πινέλο» στο νου του και να «χρωματίσει» το δρώμενο κατά το δοκούν. Με την αρωγή των τόσο ρεμβαστικών τραγουδιών, το φαντασιοκόπημα ευνοήθηκε περισσότερο από τους κρουνούς της αντίληψης παρά της οπτικής.

Σε προσωπικό επίπεδο, πίστευα ότι πήγαινα να δω την παράσταση τιμής ένεκεν, ή έστω στο πλαίσιο του κλεισίματος ενός κύκλου στη γονεϊκή μου πορεία. Τελικά, όμως, εκτός από προσκύνημα αποτέλεσε μια ευκαιρία για αναθέρμανση της σχέσης με τον ενδότερο, περιπετειώδη και παραμυθώδη εαυτό μου. Δηλαδή, περισσότερο κάτι άνοιξε, παρά έκλεισε.

Ελεύθερα, 13.11.2022