Ταμέρ Οντζούλ – Μαρία Σιακαλλή: «Ποιήματα ειρήνης από την Κύπρο», δικοινοτική έκδοση, 2021.

Τα τελευταία χρόνια, τα δίγλωσσα δικοινοτικά ανθολόγια ποίησης πληθαίνουν. Το γεγονός δεν είναι απλώς ευχάριστο, είναι παρήγορο και ελπιδοφόρο. Επιτέλους Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι «γνωριζόμαστε» συναμεταξύ μας, όχι μόνο στα πεδία των τριβών, των αντιπαραθέσεων και των συγκρούσεων, αλλά και στα πεδία της πνευματικής δημιουργίας και των αισθητικών κατακτήσεων. Μπορεί να μην διαβιούμε στην ίδια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αλλά έχουμε κοινές ιστορικές καταβολές ειρηνικής συμβίωσης για τέσσερις αιώνες, κοινές παραδόσεις και λαϊκή κουλτούρα. Εισπνέουμε τον ίδιο αέρα, πατούμε την ίδια γη που αμφότεροι αποκαλούμε πατρίδα, κολυμπούμε στα ίδια καταγάλανα νερά. Συνεπώς, υπάρχουν κοινοί τόποι και στην λογοτεχνική μας παραγωγή. Και κάθε φορά που εκδίδεται μια δίγλωσση, δικοινοτική ανθολογία διαπιστώνεται του λόγου το αληθές.

Ο Ταμέρ Οντζούλ μαζί με τη Μαρία Σιακαλλή παρέδωσαν στο όπου γης ελληνόφωνο και τουρκόφωνο αναγνωστικό κοινό ένα νέο ανθολόγιο κυπριακής ποίησης με θεματικό υπόβαθρο την ειρήνη. Η νέα ανθολογία τιτλοφορείται «Ποιήματα ειρήνης από την Κύπρο», είναι η τρίτη συναφής έκδοση των δύο επιμελητών και κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2021, με χρηματοδότηση και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Η ιδέα για τη δημιουργία αυτής της ανθολογίας, όπως μας ενημερώνουν οι επιμελητές της, γεννήθηκε ύστερα από μια βραδιά ποίησης στη νεκρή ζώνη, όπου απήγγειλαν Ε/κ και Τ/κ ποιητές. Οντζούλ και Σιακαλλή σκέφτηκαν ότι είναι καλή ιδέα να ανθολογηθούν ποιήματα που μιλούν για την ειρήνη και είναι ενδεχομένως εμπνευσμένα από το τέλμα που προκαλεί στη γη και τη ψυχή, η νεκρή ζώνη. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, θεωρώ πως δεν λάθεψαν.

Στο βιβλίο ανθολογούνται σαράντα ποιητές και ποιήτριες, εικοσιένα Ε/κ και δεκαεννέα Τ/κ. Πιστεύω πως το ανθολόγιο είναι αντιπροσωπευτικό ως προς την εκπροσώπηση των διαφόρων γενιών των Κυπρίων δημιουργών. Ωστόσο, θα ήμουν ακόμα πιο ευτυχής, αν η εκπροσώπηση των νεότερων γενιών ήταν μεγαλύτερη.

Δεν πρόκειται να κάνω σαράντα αναφορές στους ισάριθμους ανθολογούμενους. Θα επικεντρώσω την προσοχή μου, κυρίως στους Τ/κ ποιητές και ποιήτριες, και πρωτίστως στις νεότερες γενιές.

Αρχίζω με τους γεννηθέντες από το 1990 και εντεύθεν. Η Τουγτσιέ Τεκχανλί, που αφιερώνει το ποίημα της στη γιαγιά και τη μητέρα της, σκιαγραφεί τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα στο νησί, μέσα από μια υπαρξιακή οπτική: «…μπορώ να αποκοπώ είπα / εγώ, μπορώ να αποκοπώ από αυτό το νησάκι / ο ομφαλός μου που τώρα έχω στολίσει με σκουλαρίκι / δεν είναι η πρώτη μου πληγή…». (σελ. 216) Ο Αντρέας Τιμοθέου, της ίδιας γενιάς, μιλά με ευρηματικότητα, παραστατικότητα και θεατρική αύρα για την ίδια πραγματικότητα: «Στη Λευκωσία επιβλήθηκε μια σιαμαία αδελφή / της τρώει το σώμα και τη μνήμη σε δόσεις. / Εμείς ανήμποροι, συνταγογραφούμε δείπνα διπλωματικά, / ενίοτε και μερικά ποιήματα. / Περπατώ, περπατώ μες στην πόλη, / ο λύκος ξέρει πού θα με βρει…». (σελ. 220)

Ο Ζενάν Σελτσιούκ, που αφιερώνει το ποίημα του στον Καβάφη, με στίχους σκληρούς, ωμούς και κυνικούς, λέει ως συνήθως αλήθειες που πονούν: «Ένα ξυπόλυτο παιδί η ιστορία / στέκει στο καλντερίμι του πολιτισμού… / …Σε μια χώρα χωρίς σημαία / στο χέρι της, μια σημαία χωρίς χώρα». (σελ. 173)

Στίχους γεμάτους ρομαντισμό αλλά και πολιτική ορθότητα καταθέτει στο ανθολόγιο, ο Κώστας Πατίνιος, που μιλά για τον Πενταδάκτυλο: «Αυτό το βουνό είναι μόνο για να αγαπιούνται / στην παλάμη του άνθρωποι. / Άνθρωποι χωρίς ταμπέλες». (σελ. 164)

Ο Γκιουργκένς Κορκμαζέλ, ένας από τους πιο καταξιωμένους σύγχρονους Τ/κ ποιητές, αιφνιδιάζει και πάλι με την ευθύτητα, το σαρκασμό, την ειρωνεία και το καυστικό του χιούμορ: «Να χαϊδευόμαστε, να φιλιόμαστε και να ενωνόμαστε / κάθε μέρα, θέλει η Ειρήνη / Ούτε οι κυνηγοί ούτε οι στρατιώτες / Είναι οι πόρνες που διατηρούν την ειρήνη / Διεθνής πορνεία / αυτό είναι η ειρήνη!». (σελ. 157)

Από την άλλη, η Μινέ Ομέρ δεν διστάζει να υποδείξει ως απαρχή των δεινών της πατρίδας μας, την τραγωδία του 1974. Οι στίχοι της μονοσήμαντοι και ευθύβολοι: «Η προσφυγιά είναι σαν γράμματα με κόμπους στο λαιμό / η ζωή λυγίζει από τον πόνο / πόσα υπήρξε και πόσα δεν υπήρξε ο άνθρωπος / χίλιες εννιακόσιες εβδομήντα τέσσερις συλλαβές / το τείχος που πληγώνει το νησί από άκρη σε άκρη…». (σελ. 125)

Τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων θέλει ν’ αγγίξει και ο Μελέτης Αποστολίδης. Και το επιτυγχάνει με στίχους διεισδυτικούς, βαθιά κριτικούς μα και πικρούς: «Χόρτασε με Δίκαιο της Ανάγκης / η ανάπηρη κανονικότητα μας / και γέννησε αξιολύπητες / – της αποσύνθεσης ερινύες…». (σελ. 89)

Την ίδια πίκρα αναδίνουν και οι εξίσου εύστοχοι στίχοι του Γιώργου Μολέσκη: «Σαν ρήγμα ανάμεσα σε δυο τεκτονικές πλάκες / που διαρκώς αποκλίνουν / η νεκρή μας ζώνη ολοένα επεκτείνεται…». (σελ. 57)

Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση με το αφυπνιστικό σάλπισμα του Μεχμέτ Κανσού, ενός εμβληματικού Τ/κ ποιητή, που όπως καλά γνωρίζω, αποτελεί μέντορα και πηγή έμπνευσης για πολλούς νεότερους Τ/κ λογοτέχνες: «Ας ακούσουν όλοι οι φίλοι / και όλοι οι εχθροί της Βαβυλώνας, / και ας ανάψουν φωτιές από τις φωτιές / και τραγούδια ειρήνης ας πέσουν στη γη, / ας βρέξει ύμνους ειρήνης / όπως οι ευεργετικές βροχές». (σελ. 35)

[email protected]