Παρασκευή Χριστοδούλου: «Το ημερολόγιο ενός νεκρού στρατιώτη», εκδόσεις Αρμίδα, 2021.

Η νέα ποιήτρια Παρασκευή Χριστοδούλου γράφει ποίηση από τα παιδικά της χρόνια. Αυτό αναφέρει η ίδια στο βιογραφικό σημείωμά της. Η συλλογή με τίτλο «Το ημερολόγιο ενός νεκρού στρατιώτη» περιλαμβάνει 48 ποιήματα, που γράφτηκαν την περίοδο 2007-2016. Και είναι το πρώτο εκδομένο έργο της. Τα ποιήματα αυτά έμειναν στο συρτάρι της δημιουργού τους τουλάχιστον μια πενταετία μέχρι να εκδοθούν σε βιβλίο. Συνάγεται λοιπόν, με ασφάλεια, το συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ποιήτρια ολιγογράφο, η οποία συγχρόνως διαχειρίζεται με μεγάλη φειδώ το έργο το οποίο δημιουργεί.

Συνεπώς, η θεματική και η υφολογική ομοιογένεια της συλλογής δεν εκπλήττει. Παράλληλα, αυτή η ομοιογένεια – πολλοί την κατακτούν μετά από δυο και τρεις εκδομένες συλλογές – προδιαθέτει τον αναγνώστη για ακόμα πιο καλή συνέχεια. 

Η ενδιαφέρουσα ποιητική πρόταση της Π.Χ. είναι ολοκληρωμένη κοσμοθεωρητικά και εξελίξιμη αλλά υποσχόμενη αισθητικά. Δηλαδή, σε κοσμοθεωρητικό, φιλοσοφικό επίπεδο η ποιήτρια ξέρει τι πρεσβεύει και πως να προασπιστεί τις πεποιθήσεις της. Σε αισθητικό επίπεδο, η ποιήτρια έχει μεν κάποιες κατασταλαγμένες αρχές, αλλά την ίδια ώρα διατηρεί ανοικτή την προοπτική ανατροπών και καινοτόμων εξελίξεων.

Το έργο της Π.Χ. μπορεί να καταταχθεί στην κατηγορία που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ποίηση δωματίου ή ποίηση εσωτερικού χώρου. Η ποίησή της εμπνέεται από οράματα, αλλά ελαύνεται από εσωτερικές βαθιές διαδρομές. Με απλά λόγια, η Π.Χ. κοιτάζει μέσα της για να μιλήσει για ένα κόσμο ιδεατό.

Οι εκφράσεις που μετέρχεται η ποιήτρια είναι λιτές και απέριττες. Το λεκτικό που αξιοποιεί προκειμένου να εκφρασθεί δεν διαφέρει από το λεκτικό της καθημερινότητας. Οι στίχοι της διακρίνονται από μια έντονη αφηγηματικότητα, αλλά κι από ένα αδιόρατο εσωτερικό ρίγος. Μπορούν να παρομοιαστούν με μια νηφάλια, απαλή ορχηστρική μουσική που ακούγεται στο βάθος του δωματίου.

Η εσωτερικότητα στην ποίηση της Π.Χ. προϋποθέτει έντονη αυτοαναφορικότητα αλλά συνάμα και αυτογνωσία, αυτοσαρκασμό και κριτική ματιά οξύνοιας προς τα μέσα: «Αφού τσαλακώθηκα για να χωρέσω / σε ένα σχήμα που δε με χωράει πια ούτε τσαλακωμένη, / αποφάσισα να κάψω μερικές ακρούλες μου. / Κι όντως χώρεσα σε κουτί με το σχήμα της κοινωνίας». (σελ. 43)

Δεν θα χαρακτήριζα ιδιαίτερα υπερβατική και οπτιμιστική την ποίηση της Π.Χ. Κι αυτό, παρόλο που υπηρετεί οράματα. Όταν όμως πετυχαίνει να μιλήσει ενοραματικά, υπερβατικά, με δυναμική και προοπτική για το αύριο, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι ευτυχές και την δικαιώνει: «Όνειρα, λένε, είναι ό,τι βλέπεις με τα μάτια κλειστά. / Μα εγώ ξέρω ότι όνειρα είναι όσα ταξίδεψαν / στη σκέψη μου, στο μυαλό και την ψυχή μου, / γι’ αυτό και όλα μου τα όνειρα έχουν χρώματα / και ζωντανεύουν σιγά σιγά σε χέρια ανοιχτά / σε αγκαλιές που πάντα μοιράζουν φιλιά…». (σελ. 26)

Με την ίδια ελπιδοφόρα ψυχοσυνθετική διάθεση η ποιήτρια παίζει με τα χρώματα. Πειραματίζεται συνδυάζοντας χρώμα και συναίσθημα, ελπίδα και προοπτική με τη φωτεινότητα, τη διαύγεια, ενδεχομένως και το θάμβος: «Το μπλε βαθύ τ’ ωκεανού εμπρός στα μάτια μου, / και ‘έλα’ να φωνάζει η θάλασσά μου. / Μ’ ένα κόκκινο βαθύ σαν έβλεπα στην ανατολή, / την αγάπησα ακόμα πιο πολύ. / Έφτασα σε πράσινη ακτή με δίχως αμμουδιά / κι ένα μωβ στη δύση με τραβά». (σελ. 24) Οι στίχοι αυτοί, κατά την άποψή μου, διεγείρουν ένα αίσθημα ανάτασης και προδιαθέτουν ευνοϊκά για τη μελλοντική ποιητική πορεία της Π.Χ.

Από αμιγώς αισθητική άποψη, θα ήθελα να αναφερθώ και στην παραστατικότητα των στίχων της Π.Χ. Η εικονοποιΐα δεν είναι συχνό τεχνοτροπικό εργαλείο για την ίδια. Αλλά, όποτε την επιχειρεί, το αποτέλεσμα είναι ενθαρρυντικό: «Αφού η αγάπη είναι ωκεανός / και το μυαλό κουτάλι / να ταΐσει την καρδιά!». (σελ. 36)

Πέρα από τα πιο πάνω, δεν θα διστάσω ν’ αναφερθώ και σε ό,τι, κατά την άποψη μου, λειτουργεί περιοριστικά- διαβρωτικά στο ποιητικό credo και το αισθητικό στίγμα της Π.Χ. Κι αυτό πιστεύω πως είναι οι συχνές θεολογικές νουθεσίες, οι πυκνές χριστιανικές επικλήσεις, η προσφυγή και η ονομαστική αναφορά στο Θεό, τον Χριστό και την Παναγία, τόσες πολλές φορές. Η χριστιανική συμβολιστική πιστεύω ότι έχει εξαντλήσει τη λειτουργική χρησιμότητά της στη σύγχρονη ποίηση. Λειτουργεί πλέον ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο που ουδέν έχει να προσφέρει στις μοντέρνες αντιλήψεις περί ποιητικής. Ήδη η ποίηση της Π.Χ., με την εσωτερικότητα, τους οραματισμούς και την ευαισθησία της, με τις υφολογικές και στιλιστικές κατακτήσεις της, είναι πιο μπροστά από την χριστιανική συμβολιστική, και πλέον δεν δένει ιδιαιτέρως μαζί της.

Ωστόσο, δεν θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με αυτή την μάλλον άκομψη νότα. Εξάλλου, ό,τι λέγεται και γράφεται εδώ δεν συνιστά κάτι το θέσφατο, παρά μια άποψη που μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή και να διαφωνήσει μαζί της. Επιλέγω να τελειώσω το σημείωμά μου με μια ποιητική στιγμή που δικαιώνει τη δημιουργό της. Αναφέρομαι σε μία από τις περιπτώσεις όπου η Π.Χ. επιχειρεί συνολικές υπερβατικές αποτιμήσεις και πετυχαίνει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Εδώ ο ορισμός και η σημασιολόγηση της ιστορίας χαρακτηρίζονται από ευστοχία και ακρίβεια, τόσο νοηματικά όσο και αισθητικά: «Καλύτερος ιστορικός στη γη / δεν υπάρχει παρά το χώμα που πατείς. / Εκείνο ξέρει κι από ανθρωπιά, κι από πόνο, / από πολιτική και από αίμα». (σελ. 20)

[email protected]